Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Η αντροϊνοχωρίστρα… | του Αντώνη Κουκλινού

Όμορφη η πατσάβρα απου δε πάει άλλο…!

Στα εικοσιπέντε τζη, πατεί και δε ν’ αγγίζει τη Γης.

Νταρντανογυναίκα στο ένα εβδομήντα και μαλλί μαύρο κατράμι, σάμε τσι κουτάλες, με μάθια απου αστραφταλίζουνε νιάτα.

Γεννημένη στη πρωτεύουσα και μ’ ένα φουσάντο, απου κουζουλαίνει μικιούς και μεγάλους.

Αεράτη όσο δε μ-πάει, με ούλους κουβεδιάζει όπχιος κια τζη παντήξει και στα καφενεία κερνά, πίνει και τσι παίζει και κολιτσίνα.

Απίς ήρθενε στο χωργιό, τη νε ξεσυνορίζουνται οι καφετζήδες, πχιός θα τση φωνιάξει πρώτος, να τη νε κεράσει, γιατί εκειά θα μαζωχτούνε ύστερα και οι πελάτες.

Καθαργά πάνε κ’ έρχουνται τα καραφάκια και οι ντελικανήδες κάνουνε στέκι όπου θα πάει και η ομορφονιά.

Μα και οι παντρεμένοι δε πάνε οπίσω και οι πλιά σιτεμένοι, το ξενυχτούνε τελευταία.

Από κειά που εθέτανε με τσι όρθες, εδά τσι θωρείς κωτσονάτους, να μη ξεκουνούνε από το ντουκιάνι.

Ετούτονά είναι και η αιτία απου τη ν’ έχουνε ούλες οι καλοπαντρεμένες στη μπούκα ντος.

Θωρούνε πως ξημεροβραδιάζουνται οι άντρες στα καφενεία και τσί ‘χουνε ζωσμένες τα διαόλιά ντος.

Μνια θειά τζη άκλαιρη, τη ν’ έχει φερμένη, μπάς και τσ’ αρέσει το χωργιό, να τη νε πάρει ψυχοπαίδι και να τη νε κλερονομήσει στα ύστερά τζη.

Ετούτονά τη νε κάνει και περιζήτητη νύφη, γιατί η θειά τζη θα τη νε προικίσει, πλουσιοπάροχα.

Το να φύγεις από τη πολυκοσμία και να ‘ρθεις σ’ ένα χωργιό να ζήσεις, πρέπει να βάλεις τη ζωή σου σε άλλα καλούπχια.

Χρειάζεται να σαι καλόβολος άθρωπος για να προσαρμόζεσαι στα δύσκολα, για να βρείς τη βολή σου, χωρίς να γυρεύγεις τσι πολυτέλειες.

Φαίνεται πως στρώνει η δουλειά με τον καιρό, γιατί τα πράματα δείχνουνε πως θα σιβαστεί να κάτσει με τη θειά τζη.

Κάθα ταχινή απου τση κάνει το γκαφέ και τση το νε πάει με το κουλουράκι, γροικά και τα πενάδια τση θειάς.

-Ώφου ανά χαρώσε Μαριγούλα μου, νοικοκεράτα μου τα κάνεις και κουζουλαίνομαι.

-Κατέχωτο πώς η μάνα σου σε καλανάθρεψε, μα εδά το θωρώ κι η γ’ ίδια απου νά έχεις την ευκή μου παιδί μου.

-Δε σ’ έχω ρωτημένα ακόμη ίντα σκέφτεσαι, ανε σ’ αρέσει το χωργιό να κάτσεις έπαέ, να σε παντρέψω, να σ’ έχω κοντά μου θηγατέρα μου.

Εκείνη τση χαμογελά και τση κάνει με σκέρτσο….

-Άστο θειά θα ιδούμε, δε βγιαζόμαστε, σάμε εδα καλά περνούμε.

-Καλά παιδί μου εσύ ότι απόφαση θα πάρεις, κατέχω πως θα ναι σωστή, μονο θέλω να κουβεδιάσομε ένα πράμα απου ήκουσα.

-Έπαέ στο χωργιό, σε τσουτσουρίζουνε, πως πας στα καφενεία και κάνεις παρέα με τσ’ άντρες και πίνεις μαζί ντος και παίζεις και χαρθιά.

-Να προσέχεις θέλω, γιατί σαι αλλιώς μαθημένη και στα χωργιά το παρεξηγούνε ετούτο νά το πράμα και δε θέλω να σε βάνουνε στσι μπούκες τως οι γυναίκες.

-Ίντα άλλο ήκουσες θειά, πέμου να κατέχω.

-Ετονά μόνο ήκουσα κόρη μου και πως ξενυχτούνε οι γ’ άντρες στο ντουκιάνι και γρινιάζουνε οι γυναίκες του χωργιού.

-Θειά εγώ έμαθα να βγαίνω, να πηγαίνω σε μαγαζά, ταβέρνες, καφετέρειες, να πίνω, να καπνίζω και να κάνω παρέες με φίλους.

-Πέμου επαέ, που θα κάμεις μνιά παρέα, να μιλησεις μ’ ένα ν’ άθρωπο, εγώ φταίω που οι κοπελιές δε πάνε στο καφενειό..;

-Δίκιο έχεις παιδί μου, ίντα θα σου πω, ψώματα..; μα έπαε έτσα τό χουνε…. οι γυναίκες στα σπίθια ντος κι οι γ’ άντρες στα καφενεία.

-Αφού λοιπόν το χετε ετσά, να μη γροινιάζουνε πως οι άντρες, ξημεροβραδιάζουνται στα ντουκιάνια κ’ αδε ν’ έχουνε πως θα το κάμουνε, να τω σε κλουθούνε.

Δε τζη καλόρθενε η κουβέντα και το κατάλαβε η θειά τζη και γ’ αυτό δε ν’ ήδωκενε συνέχεια.

Εδά το κατάλαβε, πως για να επιβιώσεις έπαέ στο χωργιό, πρέπει να κάνεις ότι κάνουνε και οι αποδέλοιποι, αλλιώς θα σ’ έχουνε στσι μπούκες τως.

Εσκέφτηκε να τα βροντήξει και να μισέψει στση μάνας τση, μα ελυπήθηκε τη θειά τζη, απου δε φταίει η κακομίτσα και το πχιό σπουδαίο, πως έπαε θα βρεί το σειρά τζη, για θα τη νε κλερονομήσει.

Ήκαμε μέρες να πορίσει και τη χάσανε οι καφετζήδες.

Οι πελάτες εντακάρανε να θέτουνε πάλι με τσ’ όρνιθες και οι ντελικανίδες αναρωθιούνται ίντα εγίνηκε, κ’ εξαφανίστηκε η Μαριγό.

Οι καλοπαντρεμένες επάψανε τα σουρικά, μνιάς και ανεμαζώνουνται στο σπίτι οι προκομένοι με τη ν’ ώρα ντος.

Δε ντη ξανάιδενε κιανείς να κυκλοφορεί στο χωργιό, μόνο τα Κυργιακόσκολα στη ν’ εκκλησά να βαστά τη θειά τζη απου τη χέρα, να κατεβαίνει τα σκαλούνια.

Ξεχωρίζει η πατσάβρα όμως, οσα ντη μύγια μες το γάλα.

Στη πορπατηξά, στο ν’ αέρα, στο μπόι, μα και στα ρούχα.

Λές και βγήκενε απου τη βιτρίνα ετσά κούκλα είναι.

Κ’ έπαέ όμως εβρήκανε να πούνε.

Από τη δεύτερη Κυργιακή, η εκκλησά ετίγκαρε γαμπρούς κ’ από κειά απου επηγαίνανε μνιά φορά το χρόνο στη ν’ Ανάσταση, εδά τσι θωρείς και στέκουνε στη σειρά ν’ ανάψου ντο κερί.

Οι γυναίκες να στρουφίζουνε πάλι και να λέει η μνιά το κοντό κ’ η γ’ άλλη το μακρύ τζη.

-Μωρησή Ελενιά, ο άντρα σου ήτονε πάλι σήμερο πρώτος, πρώτος στη ν’ εκκλησά να προλάβει στασούδι είδες τονε..!!!!

-Για δε λες για το ν’ εδικό σου απού ‘χενε σκιας πέντε χρόνους να πατήσει τα πόδια ντου κι εδά κάνει και το Σταυρό ντου χαχαλιές…!!!

-Και οι ντελικανήδες..; απου δε πατούσανε τα πόδια ντος, ίντα τσ’ έπχιασε και σηκώνουνται αξημέρωτα και γλακούνε στη ν’ εκκλησά…!

-Ίντα θες να σου πω μωρή, ντα δε θωρείς ετουλόγου σου…; απις έκοψε τα καφενεία η λεγάμενη, εβρήκανε στέκι τη ν’ εκκλησά… εδά θα τρίβγει τα χέργια ντου κ ο παπάς, απου ετόσηνά μάζωξη δε ντη ν’ είδενε ποτές του, να ιδείς πως θα καλέσει το Δεσπότη για να ιδεί πως γεμίζει τη ν’ εκκλησά, για να του κάμει τα συγχαρίκια.

-Αυτή να μου το θυμάσαι μωρή, θα ξεχωρίσει αντρόινα.

-Να χε τη παντρέψει η θειά τζη με κιανένα, μπας και βρούμενε τη ν’ ησυχία μας με το καζά ετουτονέ απου ανεμαζώχτηκε στο χωργιό.

Λένε πως ανε ξεφύγεις του μαύρου, του γαλανού δε γλυτώνεις.

Εδά κ εδά, όπως κ’ αν το κάμει η κοπελιά, κακά το κάνει.

Το όμορφο το μπεγεντίζουνε ούλοι και τω σ’ αρέσει να το θωρούνε.

Οι παντρεμένοι ζηλευγουνε τσι ντελικανήδες, απού ‘χου ντο ελεύθερο να ονειρεύγουνται, πχιός θα τση σιμώσει, μα θένε και του λόγου ντος να κάνουνε τη γκοψά ντος.

Αν’ ήτονε κιανείς κοπελιάρης ξενομπάτης στο χωργιό, δε θελα κανουνε κ’ οι γυναίκες τα ίδια…; Μη σου πω και χειρότερα… ούλες με το σταμνί στη βρύση, θελα γλακούνε από τη μεσοχωργιά.

Ετσάνε αυτά, το όμορφο, πάντα θα ξεχωρίζει και ούλοι θα το μπεγεντίζουνε.

Οντε περνά κιανείς καβαλάρης, με το μπεγίρι, ούλοι σταίνουνται και καμαρώνουνε, τση καλής πορπατηξάς τα ζάλλα.

Μόνο ένας στραβός που δε θωρεί, δε ντο νε γνοιάζει.

Εδα θωρεί η θειά τη γκοπελιά πως δε πορίζει και έχει το πάνω χέρι, οντε θα κούσει να λένε πράμα, τσ’ αποστομώνει ντελόγω.

Σα ν’ επέρασε το Καλοκαίρι και ήρθανε οι Σεπτεμπριάδες, ήρθανε δυό καινούργιες δασκάλες στο σκολιό.

Εγειτονέψανε με τη Μαριγώ και κάθα μέρα σμίγουνε και κάνουνε παρέα.

Απάντρευτες κ εκείνες, εταιργιάξανε τα φέσα ντος.

Εδά κάθε βράδυ στα καφενεία, γίνεται χαμός και τζερτζελές.

Οι καφετζήδες, εβάλανε άσπρες ποδιές και επαραγγείλανε καινούργια λούξα, να φέγγει ο τόπος πλιά καλά και να πλακώνει η πελατεία.

Τα καραφάκια κερασμένα, από τσι ντελικανήδες και οι γ’ όρνιθες να θέτουνε πάλι με τσι καλοπαντρεμένες και τα Κυργιακόσκολα τίγκα η εκκλησά απου δε τζι βάνουνε τα στασούδια.

Εδά όμως δε μιλεί άθρωπος να πει πράμα.

Γιάντα κοντώ..;

Μα είναι φως φανάρι….

Οι δασκάλες μαθαίνουνε γράμματα τα κοπέλια, είναι σπουδαγμένες και εκείνες κατέχουνε πχιό είναι σωστό και πχιό είναι λάθος.

Σάμε εδά το λάθος ήτονε η Μαριγώ, μα αφού ήρθανε οι δασκάλες και τη νε κάμανε παρέα, ούλα πάνε ντρέτα.

Παντέρμα γράμματα….

Κρεμάς στο ντοίχο ένα χαρτί και γίνεσαι σπουδαίος και αποδεχτός απ’ ούλους.

Ας είσαι κατεργάρης, ας μη ν’ έχεις και μνιά σταλιά τσίπα απάνω σου για να σέβεσαι.

Το παντέρμο το χαρτί, ανοίγει ούλες τσι πόρτες να περάσεις.

Φράσει ακόμη και τσι κακές μπούκες, να μη σε κακολογούνε.

Η περιζήτητη νύφη του χωργιού η Μαριγώ, εβρήκενε το σειρά τζη με το ν’ αδερφό τση μνιάς δασκάλας.

Με την ευκή τση θειάς τση και τση μάνας τση, εκάμανε ένα γάμο απου εσήστηκενε ο τόπος και εδά σέρνει το πρώτο τζη κοπέλι η θειά και καμαρώνει.

Γιατι το όμορφο από μικιό, θα φανεί και θα ξεχωρίσει….!!!

Σετέμπρης του 21

Αντώνης Κουκλινός


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:65