Το ρακοκάζανο… | του Αντώνη Κουκλινού Ένας κακομούτσουνος άθρωπος, στυφής, λιγομίλητος και νευρικός. Ψείρας στσι δουλειές του, μα ντόμπρος σε θέματα τιμής και λόγου. Δεν ντο ν’ έκανες εύκολα ζάφτι κι από την αρχή δε μού ’κατσε καλά στ’ αρθούνια μου. Άθρωπος απου δε σου μιλεί, γι γαναχτά να σου πεί καλημέρα, άστονε ορνικό ντου για θα σε μπλέξει, όπωςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα | της Ζωής Δικταίου Συνέχεια από το προηγούμενο Καθόμουν εκεί, δίπλα της, την παρακολουθούσα με δέος. Καθόμουν σ’ ένα σκαμνί που μού είχε φτιάξει ο πατέρας μου στο ξυλουργείο που δούλευε κι ούτε ανάσα, νόμιζα πως δεν έπαιρνα μέχρι να πει η γιαγιά με θαυμασμό: «Δόξα σοι!», που ούτε και αυτό το καταλάβαινα, όπως καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η μαντινιάδα η φταίχτρα | της Άννας Τακάκη Νύχτα ως πάραργαi η αυλόπορτα άνοιγε σιγά σιγά, να μην τρίξουνε τα σίδερα κι ακούσουνε οι γειτόνοι. Δίδει του ζάλου του φόρα ο Ηρακλής και πορίζει όξω ξαλαφρωμένος απ’ όλα τα βάρη της μέρας. Απόψε τα άδειασε όλα στη φτωχή γωνιά και στην πλουσιοπάροχη αγκαλιά της Ζουμπουλιάς του. Κρατεί καλά και τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Πορεία | της Ελένης Βόισκου   Λεωφόρος κάπως ανηφορική. Κατάστρωμα ολοάδειο. Πήχτρα τα πεζοδρόμια, τα μπαλκόνια, οι ταράτσες. Σκαρφαλωμένοι και στα μεγάλα δέντρα. Από το βάθος πέρα, στη στροφή, οι «πρώτοι» σ’ εκείνο το σημείο αρχίζουν το χειροκρότημα. Ώστε φάνηκαν. Το παίρνουν οι πλαϊνοί. Κι όσο ο κόσμος πλημμυρίζει την ανηφορική λεωφόρο, το χειροκρότημα τραβά προς τα πάνω, παράλληλα μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Εγώ, χοχλιούς τους έμαθα… | του Μιχάλη Στρατάκη Εγώ, χοχλιούς τους έμαθα, χοχλιούς τους αγάπησα, χοχλιούς τση λέω, χοχλιοί μ’ αρέσουνε. Τελεία και παύλα. Άμα γροικώ να τους λένε «σαλιγκάρια», αηδιάζω. Και μανίζω κι όλας, γιατί θαρρώ πως μου βλαστημούνε το αγαπημένο φαγητό μου. Ακούς εκεί σαλιγκάρια… Από τα παιδικάτα μου τσ’ αγαπώ, γιατί εμπόρουνα να τσι μαζώνω αμοναχός μου.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Παλιά μαντέμνια | του Αντώνη Κουκλινού Το καφέ ντου πίνει όξω στη ν’ αυλή και ανημένει το φίλο ντου το Θοδωρή να πχιούνε μνιά ρακή… Το σάρακα έβαλε πάλι μπροστά η Αθηνιά και του φωνιάζει από το παρακούζινο. -Ακόμη δε ν’ είπχιες το καφέ; -Γιάντα ρωτάς; -Να σηκωθείς να πα ταΐσεις τσ’ όρθες. -Και γιάντα βγιάζεσαι…; να φύγουνε θέλει κοντώ…;ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα | της Ζωής Δικταίου Μεγάλωσα, άλλαξα γειτονιές, άλλαξα τόπο, γνώρισα κι άλλους τόπους κι άλλους ανθρώπους, άλλαξαν πολλά στη ζωή μου, πολλά εκτός από τις θύμησες και κάποιες από αυτές ξεκλειδώνουν την πόρτα του παλιού καιρού μαγικά, μ’ ένα γαρύφαλλο. Ας άλλαξαν τόσα. Κοιτάζω μέσα μου, όλα είναι απείραχτα εκεί. Τελικά, από αυτά που αγάπησαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η μοσκοκούζουλη | της Άννας Τακάκη Δυο μήνες όλους κι όλους είχε κάτσει στην Αθήνα η Αθανασία. Την είχανε προσκαλέσει οι αξαδέρφες με τη θεια τζη, να πάει να γνωρίσει την πρωτεύουσα. Σαν ήρθε η ώρα να γυρίσει οπίσω, εγυάηρε άλλος άθρωπος. Ήρθε στο χωριό με τον αέρα τση πρωτευουσιάνας. Την Κυργιακή που μπήκε στην εκκλησά, όλα τα μάτια επέσανεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Και του καιρού και πάντα…| του Αντώνη Κουκλινού Έβρεχε από βραδύς και εντάκαρε να μυρίζει ανάδοση το χώμα… Οι κάψες του Καλοκαιργιού, τό χανε καρκανιασμένο από τη ν’ ανομβρία. Μπελί τονε, γιατί τα μελιτακάκια εκάμανε κολάι και εμαζώξανε σωρουλάκια χώμα γύρου, γύρου από τσι μελιτακιές. Το Φθινόπωρο εσφάλιξε τη πόρτα του Καλοκαιργιού και μας ήρθενε με όρεξη. Εδροσέρεψε ντελόγω μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…