Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Και του καιρού και πάντα…| του Αντώνη Κουκλινού

Έβρεχε από βραδύς και εντάκαρε να μυρίζει ανάδοση το χώμα…

Οι κάψες του Καλοκαιργιού, τό χανε καρκανιασμένο από τη ν’ ανομβρία.

Μπελί τονε, γιατί τα μελιτακάκια εκάμανε κολάι και εμαζώξανε σωρουλάκια χώμα γύρου, γύρου από τσι μελιτακιές.

Το Φθινόπωρο εσφάλιξε τη πόρτα του Καλοκαιργιού και μας ήρθενε με όρεξη.

Εδροσέρεψε ντελόγω με το πρωτοβρόχι το ψεσινό.

Τα πρώτα χοχλιδάκια εξεστουμπώσανε και ντακάρανε να σαλεύγουνε με τη δροσούλα.

Εξεπλυθήκανε τα φύλλα τω ν’ ελιώ και πρασινίσανε ντελόγω σα τζι βασιλικούς, φορτωμένες καρπό.

Να και τσι καμινάδες απού καπνίζουνε και τσι νοικοκεράδες με τσι παρασύρες, να νεμαζώνουνε από τσ’ αυλές τα φύλλα τση κρεβατίνας, για να τα τρώνε οι αίγες.

Στο ντουκιάνι ο καφετζής ψήνει από τη ταχινή καφέδες, βράζει νερό για τσάγια, χαμομήλια και κανέλες.

Εμύρισε μνιά ολιά κρυγιώτη ζάβαλες και το κρασί θέλει παρέα από δά και πέρα.

Ο κασάπης έχει σαζμένα μνιά μοσόρα γαρδούμνια παραγγελιά.

Εδά και δυό ώρες σκύφτει στη γούρνα, απου τρέχει το νερό και τα πλύνει απου εγενίκανε ολάσπρα.

Απάνω στη ν’ ώρα φτάνει ο Νικόλας και θωρεί τη μοσόρα τίγκα γαρδούμνια.

-Ωωω τα παντέρμα μεζές για κρασί…

-Δε λες πράμα Νικολή, δυό ώρες τα παλεύγω έπαέ να πλυθούνε..!

-Κοντώ και πουλείς τα…;

-Αυτά ναι παραγγελιά, από στα ν’ οψές, του γείτονά σου του Σπυρίδω…!

-Εεε το μπαγάσα, επρόλαβέ ντα… να πχεί θέλει κράσους, απου θα το φχαριστηθεί, καλοφάγωτα να του πεις…!

-Έχω τη σκοταργιά ανέ ντη θες, μα κ’ αυτή κάνει του κρασού καλή παρέα.

-Φέρτηνε μρε φίλε, κιαμίντας, σήμερο θα φάμενε ψιλό μεζέ στο τηγάνι και θα στουμπώσει μυρωδιές η γειτονιά…!!!

-Έχω και ένα κεφαλάκι πομεινάρικο, απού σφαξα οψές ένα γουρουνάκι και κάνει βραστό, απου θα νε λουκούμι στην ονοστιμνιά.

-Εσύ σαι σάϊκα πειρασμός πρωί, πρωί, τύλιξέμουτο να το πάρω θέλει…!

Αμα σου τυχαίνει στη πορπατηξά σου ετσέ, γλισολοϊδι, παρετάς το..; ντα που θα το ξαναβρείς…;

Εμπασκάλιασε ο Νικολής τα μεζεκλίκια και ντουγρού για το κονάκι ντου.

Έδωκε παραγγελιά τση κεράς του να στέσει ντελόγω το τσικάλι.

Σάμε να βράσει το κεφαλάκι να το ξαφρίσει, θα πλύνει τη σκωταργιά να τη ν’ αλατσίσει.

Εκατέβηκε στο κελάρι και βάνει κρασί στη νταμιτζάνα, να μη ντο γυρεύγει τελευταία ώρα.

Ο γείτονας φτάνει απάνω στη ν’ ώρα με τα γαρδούμνια στη ν’ αμπασκάλη και μπώθει τη ν’ αυλόπορτα και του φωνιάζει.

-Εεεε Νικολή…! Έπαέ σαι μρε…;

-Ναι μρε Σπυρίδο… έλα μέσα… έμπα..!

-Είπε μου ο κασάπης καλοφάωτα, μα δε μου κάνει καρδιά και θα σου φύσω δυό γαρδούμνια, να κάμεις τη χαρά ντος…

-Έμπα μέσα, να ιδείς και του λόγου μου, ίντα θα να χω στο τραπέζι σήμερο, γείτονα.

Ξανοίγει τη χοιροκεφαλή απου βράζει στο τσικάλι και στη χροιγιά τη σκωταργιά.

-Μπρέ φίλε εδά εζήλεψα, Θεόψυχά μου..!

-Άντες να μονιάσομε τσι μεζέδες κ’ έχω τη νταμιτζάνα γεμιζμένη κρασί, να μη ν’ αφήσομε σταλιά…!

-Δε με γνοίαζει, μόνο θα κάμομε τση Καλλιόπης το σπίτι άνω κάτω.

Γροικά η κερά ντου και πορίζει στη ν’ αυλή.

-Σάλευγε γείτονα και πε τση Κατίνας να μη ν’ ετοιμάζει πράμα, μα γω δε με γνοιάζει, έπαέ στο παρακούζινο θα βάλω το σοφρά, απου χει ζεστασά και θα κάμετε τη παρέα με το Νικολή.

-Μπρέ γυναίκα εγω λέω να πάει να τση πεί κ’ αφτινής να κοπχιάσει, μα έχει μπόλικο μεζέ για να φάμενε.

-Ξάσας ντα γω αιτία γυρεύγω, εδά θα στέσω το τηγάνι, να ψήσω τη σκώταργιά.

-Πάω σκιάς να φωνιάξω τση Κατίνας και πάρε τα γαρδούμνια, ετοίμαζε και θα νάρθωμε οστόσο.

Εφώνιαξενε τση γυναίκας του, να μη μαγερέψει πράμα και παίζει δυό ζάλα σάμε τη λεμονιά και κόβγει δυό τρία λεμόνια, ξεπατώνει δυό μαρούλια και φρέσκο κρομύδι.

Λέει τση κεράς του να βγάλει από το φούρνο δυό τρία νταγκούλια παξιμάδι, να βάλει και σ’ ένα σακούλι σταφιδολιές, απου τσι κουζουλαίνεται ο Νικολής.

Εμονιάσανε πάλι…!

Χαρά Θεού και σήμερο…

Μισά ήβαλε ο γης και τ’ αποδέλοιπα ο άλλος, μα τη ν’ όρεξη τη ν’ έχουνε στη καρδιά ντος, να βρεθεί αιτία, με το παραμικρό να σμίξουνε.

Εφάγανε, ήπχιανε το κρασί λάου, λάου και μνιά στιμής εσηκώθηκενε ο Νικολής απάνω.

-Γυναίκα φέρε τη μαντόλα, να πούμενε δυό αμανέδες με το γείτονα, εδά απου εμερακλωθήκαμε…!

-Νάσαι καλά μρέ Νικόλα, εσκέφτηκά το και του λόγου μου, από το νού μου το πήρες..!

Εξεκρέμασε τη μαντόλα να τραγουδήξουνε οι μερακλήδες και φέρνει δυό ρόγδια στο τραπέζι.

-Στερεμένα τά χα οντε θελα σμίξετε να πχείτε τη ρακή σας…!

-Έχω αδε φτάξουνε στο σπίτι δυό κυδώνια, (κάνει η Κατίνα).

-Σάλευγε να τα φέρεις, γιατί η δουλειά θα σύρει…!!!

Φθινόπωρο…

Η ωραιότερη εποχή, να κάνεις παρέες, με τα ρακοκάζανα και τσι οφτές πατάτες.

-Εγώ σας έβαλα ιδέες σήμερο, εεεε βάλετε κ’ εσείς τη ν’ όρεξη και εβίβα τω καλώ ν’ αντρός..!

-Και του καιρού και πάντα που λένε…!

Αντώνης Κουκλινός


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:80