Αθιβολές | του Κώστα Μιχαήλ Μαρή Ε, τον μ-παντέρμο τον γ-καιρό, πως γίνεται αδερφός μου και σμίγει αθρώπους και θεούς, πάνω και κάτω κόσμου… Στο φίλο, ο φίλος θα στραφεί, που δε χαλά χατίρι, να πιούνε πίκρες και χαρές, στο ίδιο το ποτήρι… Παλιών γ-καιρών αθιβολές, μονιάζει η μοίρα, ανάδια σε μιας Ροδιάς τον ασκιανό και μέσα στα Λιβάδια… ΈΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ούτε η πρώτη στο Παρίσι ούτε η τελευταία στον κόσμο. Μικρές ιστορίες γυναικών. Καλλιστώ | της Ζωής Δικταίου Άνοιξε τη μικρή πάνινη τσάντα, έβγαλε προσεχτικά το ασημένιο καθρεφτάκι, ακριβό ενθύμιο, βυθίζοντάς το στο νερό, – τέχνη μαντική – είδε διαφορετικό το πρόσωπό της, εκείνη τη μέρα το ρολόι της έδειχνε 21 Ιουνίου, κρύβοντας δάκρυα και συγκίνηση από τους περαστικούς, μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι άνθρωποι φεύγουν | της Άννας Τακάκη Οι άνθρωποι φεύγουν, γιατί η ζωή τους έχει γεμίσει από ωραιότητα. Μην τους κλαίτε που φεύγουν! Κι ας έχουν πονέσει πριν το ταξίδι κι ας έχουν τυραννιστεί στη ζωή. Μην τους κλαίτε που φεύγουν! Φεύγουν γεμάτοι με ωραία πράγματα. Πλημμυρισμένοι με πολλά συναισθήματα. Ακόμη κι αν η αγωνία τους να κρατηθούν στη ζωήΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο άστεγος | του Θεοχάρη Παπαδόπουλου Απόψε κάνει πολύ κρύο και η κουβέρτα είναι τρύπια από καιρό, νοτισμένο το πεζοδρόμιο κι εκείνος νύσταξε. Έχει νυχτώσει για καλά ώρα να πάει σπίτι μα ποιο σπίτι; Το έχασε σε μια παρτίδα πόκερ με την τράπεζα. Κι η τράπεζα της γειτονιάς η φίλη του τράπεζα αίματος κατάντησε με τόσο που του ήπιε. ΤώραΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ποιήματα (Ι) | του Αντώνη Κουκλινού Η κάψα του Καλοκαιργιού Κάψα π’ ο ήλιος σήμερο, τη πέτρα θα τη λιώσει, κάτσετε μέσα χωργιανοί, όξω κιανείς μη δώσει. Νερό να πίνετε κρυγιό, λίγο φαί στο πχιάτο, τη κεφαλή να βάνετε, στη βρύση αποκάτω. Να τρώτε φρούτα μπόλικα, η μέρα να περάσει, γιατί στη κάψα σήμερο κι ο τζίτζικας θα σκάσει. ΗΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο δράκος κοιμάται… | της Μαρίας Σταυρίδου Ο Δράκος κοιμάται… αφήστε τον να κοιμηθεί να ναρκωθεί βαθιά, να ονειρευτεί μια όμορφη νια, να γαληνέψει… Κάντε σιγά… το νανούρισμα τελείωσε, μα η ανάσα ακόμη χορεύει βαριά… Δεν υπάρχουν τύψεις και οι συνειδήσεις φύγαν… μακριά. Φόρεσαν βιαστικά νέα λούσα και είπαν να πάνε… για χαβά, να συκοφαντήσουν, να χλευάσουν, να χορέψουν γύρωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μακρονήσι | του Γιώργου Ηρακλέους Το ένα χέρι ακουμπισμένο στις σημαίες, στο άλλο ένα ξεροκόμματο, ζήσανε για το όνειρο, κυνηγήσανε τα ιδανικά μας! Τα πρόσωπα φαγωμένα απ’ τον ήλιο, την αλμύρα και τα δάκρυα, στα κορμιά σημάδια… Οι γυναίκες τους έρημες στα σπίτια, φόραγαν τις ποδιές τους και προσπαθούσαν να καθαρίσουν τον βρώμικο καιρό! Τώρα πια όλα σε κλείνουν έξωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Καντάδα | του Κώστα Μιχαήλ Μαρή Μ’ έφερε στο κατώφλι σου, ξημέρωμα Σαββάτο, ένα μελτέμι ανάλαφρο, της νύχτας το βιμπράτο, με μια κιθάρα βρέθηκα και θολωμένη σκέψη, να τραγουδώ στην πόρτα σου, ώσπου η αυγή να φέξει… Ήρθα τα ξημερώματα, προτού σβηστεί η σελήνη, για το χατίρι του έρωτα, στη σκοτεινή σου κλίνη, με μια κιθάρα βρέθηκα, στη σφαλιστή σουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ούτε η πρώτη στο Παρίσι ούτε η τελευταία στον κόσμο. Μικρές ιστορίες γυναικών. Lou | της Ζωής Δικταίου Ανάμεσα στο γέλιο και στο δάκρυ είχε αφήσει να της κλέψουν τόσες και τόσες στιγμές, μια ολόκληρη ζωή σαν κάλπικο νόμισμα της φαινόταν, πάντως παρέμενε αμετανόητη, η Lou, τα πιο ακριβά της ενθύμια τα είχε χαρίσει στη μέθη του έρωτα, τώρα, ακουμπισμένηΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…