Τέσσερα ποιήματα του Μενέλαου Λουντέμη [Απὸ τὴ συλλογή: «Κάτω Ἀπὸ Τὰ Κάστρα Τῆς Ἐλπίδας»] . Ἐρωτικὸ κάλεσμα Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά. Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια. Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές. Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες. Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά. Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος. Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά. Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Γιατί να με κατηγορήσετε; | της Βαγγελιώς Καρακατσάνη Όρμισα στα κύματα και τις κορφές. Αφέθηκα στο πέλαγος της αγκαλιάς του. Ακροβάτησα στις βουνοπλαγιές του ΕΙΝΑΙ μου. Δεν φοβήθηκα τα θαλάσσια τέρατα ούτε τα απόκρημνα γκρεμνά… Ήξερα τι θα αντιμετωπίσω! Μέτρησα σωστά τα εμπόδια στο δρόμο μου. Στη δίνη των ανεμοστρόβιλων κράτησα σταθερά το πηδάλιο. Αυτό ήταν το όπλο μου. ΣυχνόπαιζαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο υιός και ο ιός | της Ιφιγένειας Μανουρά . Ως γνωστόν ο Αλέξης είναι ένα εξαιρετικό παιδί άνευ ελαττωμάτων. Όσο μπορεί μια πέρδικα να δει τα ελαττώματα του τέκνου της, που γι’ αυτήν είναι το καλύτερο πουλί, το εξυπνότερο, το τελειότερο και το ομορφότερο, άλλο τόσο και η μάνα του Αλέξη μπορεί να δει τα ελαττώματά του. Το μοναδικό…ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Καλό νε να θυμούμαστε… | του Αντώνη Κουκλινού . Μουστρούχα πρέπει να φορεί, ο γάιδαρος στη μούρη, σα ντου φορτώνεις δεμαθιές, αστάχια και λαθούρι. Στάργια κριθάργια κ’ αρακά, στ’ αλώνι στιβγιασμένα, ετούτηνέ τη ν’ εποχή, θερίζου ντα σπαρμένα. Απάνω στο βολόσυρο, ολημερίς τση μέρας, κ’ οντε λιχνούνε να φυσά κ’ ο δροσερός αέρας. Κρέμασε το ν’ αγγέλαμο, σ’ ένα κλαδίΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Όσπρια και σιτηρά, πάνε στ’ αλώνι! | του Γεώργιου Χουστουλάκη . Αλωνιστικές μηχανές δεν υπήρχαν πριν τη κατοχή, κι αν υπήρχαν ήταν ελάχιστες, κι αυτές με μεταλλικές ρόδες ή ακόμα και με ερπύστριες. Χώρια που κόστιζε πολύ και η άλεση τους. Δεν προλάβαιναν όμως να εξυπηρετήσουν όλο το κόσμο. Έτσι τα αλωνίσματα όλα, γινόταν αναγκαστικά στο αλώνι με τον βολόσυροΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

«Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα» | της Άννας Τακάκη . Άριστα δέκα. Διαγωγή κοσμιοτάτη! Ήγραφε το ενδεικτικό, της ΣΤ΄ Δημοτικού τση Ζαφειρούλας. Το εβάστα καλά στα χέρια και φεύγει τρεχαπετάμενη να το πάει τω γονέω τζη. Μα εκείνοι, δουλευτάδες αθρώποι, ήτονε ακόμη στο θέρος. Το κοπέλι δεν κρατιέται και πάει γλακιτό στο χωράφι να τως το δείξει. ΦωνιάζειΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τρία ποιήματα του Μίκη Θεοδωράκη . Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον για πάντα λες και μας ρούφηξε η νύχτα σα σκύλα και μ’ άφαντα στόματα. Ας χωριστούμε αγαπημένη τώρα που στέκεσαι μεγάλη μπρος μου κι εγώ μπροστά σου ας χωριστούμε αγαπημένη τώρα που τρώμε αντάμα ακόμα απ’ της νιότηςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Σα ντο χωργιό, ποθές αλλού… | του Αντώνη Κουκλινού . Εκατέβαινε με το μπαστουνάκι το σοκάκι… Στη μ-ποδιά τζη βαστά τ’ αυγά, από το γ-κούμο τω ν’ ορνιθώ. Η γ’ Ελενιά επαράσερνε τη ν’ αυλή τζη κ’ όπως τη νε θωρεί να κατεβαίνει τση φωνιάζει. -Έλα να σε ιδώ, μωρή Βαγγελιά… κόπχιασε μέσα. -Να σταθώ θέλει μνιά σταλιά μωρή, δώμουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μια λιβελούλα στη χώρα των ελεφάντων | Παραμύθι της Άννας Τακάκη Μια φορά, πριν από πολλά πολλά χρόνια ζούσε μέσα στο δάσος ένα κοριτσάκι με τους γονείς του. Το λέγανε Ηλιοστάσια. Σαν τον ήλιο χρυσά ήταν τα μακριά του μαλλάκια, και ροδαλό σαν την αυγούλα ήταν το προσωπάκι του. Το φτωχικό σπιτάκι τους ήταν μια καλύβα φτιαγμένη από ξύλα, καλάμιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…