Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

Παραμύθια μ’ άλλο μάτι! | της Εύης Κοντόρα

Δεύτερο μέρος (το πρώτο μέρος ΕΔΩ)



Παραμυθένιοι γάμοι…

Η πρώτη υπόθεση των νάνων-ντετέκτιβ πήγαινε κατά διαόλου… όταν –επιτέλους– η άγνωστη κοπελίτσα θυμήθηκε και κάτι άλλο.

«Ένας γάμος! Κάπου μέσα στο παραμύθι υπάρχει κι ένας γάμος!»

«Ε, μα τότε, σίγουρα το βρήκαμε το παραμύθι που ψάχνεις!» φώναξε η Σταχτοπούτα «Αν δεν το ξέρεις, στο τέλος της ιστορίας μου παντρεύομαι, και μάλιστα με γάμο πριγκιπικό!»

Τι ήταν να το πει;… Όρμησε να την ξεμαλλιάσει η Χιονάτη, ενώ οι αποτυχημένοι ντετέκτιβ κατάπιανε τη γλώσσα τους γιατί το μόνο παραμύθι που δεν είχαν σκεφτεί να ψάξουν ήταν το δικό τους!

Τελικά, ούτε ο γάμος ήταν πολύ διαφωτιστικό στοιχείο. Εφτά στα δέκα παραμύθια έχουν στο τέλος τους κι ένα τέτοιο γεγονός… Αλλά η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα κάνανε γάμους διάσημους και, φυσικά, οι δύο νύφες άρχισαν να τσακώνονται για τα πρωτεία.

Φαίνεται λοιπόν (απ’ όσα τουλάχιστον έλεγαν) ότι ο γάμος της Χιονάτης είχε περισσότερο ενδιαφέρον από εκείνον της αντίζηλης, εξαιτίας του συμβάντος με τη μάγισσα-βασίλισσα. Δεν ήξερε, βλέπετε, η κακίστρα ότι πήγαινε στη δεξίωση της προγονής της –που τη νόμιζε μακαρίτισσα– κι έτσι οι καλεσμένοι είχαν την ευκαιρία να τη δουν να τα κακαρώνει επί τόπου… «Λάιβ», είπε η Χιονάτη, γι’ αυτό –επέμενε– η δική της δεξίωση, που είχε και τέτοιο κλου, δεν μπορούσε να μπει στην ίδια κατηγορία με τους άλλους γάμους. Πάντως, και η δεξίωση της Σταχτοπούτας είχε επιτυχία, κι ας μην έπαθε κανείς αποπληξία από τη σύγχυση. Μόνο ένας λακές έριξε κάτω, κατά λάθος, το δίσκο με τις σαμπάνιες. Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα (στημένοι, για την περίσταση, σαν απολιθώματα προϊστορικού μουσείου) επιδείκνυαν τζάμπα –λόγω της ημέρας– το μεγαλείο τους στο κοινό και φόραγαν τα πιο αστραφτερά χαμόγελα της αίθουσας. Τα κουτσομπολιά έλεγαν ότι είχαν πληρωθεί για να διαφημίσουν μια καινούργια μάρκα οδοντόκρεμας!… Άλλες φήμες τους ήθελαν δυσαρεστημένους με την εκλογή του γιόκα τους, που πήγε και παντρεύτηκε –ο ηλίθιος– μία υπηρέτρια. Σύμφωνα με τις φήμες αυτές, οι εστεμμένοι γονείς γκρίνιαζαν στον πρίγκιπα κάτι μήνες, αλλά στο τέλος έκαναν τα πικρά γλυκά κι αποφάσισαν να του αφήσουν το βασίλειο να το ροκανίσει με την ησυχία του κι αυτοί να πάνε διακοπές διαρκείας στην Ελβετία, που είχαν δική τους Τράπεζα και δικό τους πεντάστερο ξενοδοχείο… Η Σταχτοπούτα πανηγύριζε. Όχι μόνο γιατί τα στριμμένα πεθερικά της άφησαν στο καινούργιο βασιλικό ζεύγος το πεδίο ελεύθερο, αλλά και γιατί ένα κοσμικό γεγονός με τόσο μεγάλη γκάμα κουτσομπολιών αντικειμενικά βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα των σχετικών εκδηλώσεων. Κι έβγαλε να δείξει τον κατάλογο με τους «VIP» που είχαν παρευρεθεί, για να μη νομίζει κανείς ότι δεν μπορούσε να συναγωνιστεί στα ίσα τη γαμήλια τελετή του αντίπαλου παραμυθιού.

κι ερευνητικά αδιέξοδα!

Δυστυχώς, ούτε οι πριγκιπικοί γάμοι βοήθησαν καθόλου.

«Δε μου θυμίζουν τίποτε όλα αυτά…» είπε λυπημένα το άγνωστο κορίτσι.

Οι πρώην μεταλλωρύχοι, που είχαν σκοπό να ζητήσουν την πληρωμή τους σε χρυσά αυγά, όταν επιτέλους θ’ ανακάλυπταν –όπως νόμιζαν– το χαμένο παραμύθι, άρχισαν ν’ απογοητεύονται. Ο Σοφός, που ήταν επικεφαλής της ομάδας των ντετέκτιβ, έκανε ανακεφαλαίωση των δεδομένων.

«Λοιπόν… έχουμε και λέμε: μία χήνα με χρυσά αυγά, καταχωνιασμένα σ’ ένα βαρέλι, ένα αόριστο στοιχείο για κάποιο γάμο…»

«Και μια φέτα ψωμί!» θύμισε ο Υπναράς.

Ο Υπναράς ξυπνούσε σπάνια, όμως οι ιδέες του δεν ήτανε καθόλου για πέταμα. Μάλλον θα του έρχονταν στον ύπνο του!

«… Μία φέτα ψωμί…» επανέλαβε ο επικεφαλής του γραφείου, σημειώνοντάς το κι αυτό στο τεφτέρι (αν και δεν πίστευε ότι το ψωμί ήταν το κρίσιμο στοιχείο της υπόθεσης).

Όποιο κι αν ήταν το κρίσιμο, έπρεπε να παραδεχτούν ότι είχανε φτάσει σε αδιέξοδο. Το άγνωστο κοριτσάκι κόντευε ν’ απελπιστεί… Όσο κι αν έστυβε το μυαλό του δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε άλλο. Ποια θα ήταν η τύχη του, αν τελικά δεν έβρισκαν το παραμύθι;…

Οι «συνεργάτες» των νάνων είχαν βαρεθεί να ψάχνουν και δε φαίνονταν διατεθειμένοι να συνεχίσουν την προσπάθεια. Ο Χένσελ κι η Γκρέτελ θα προτιμούσαν να πέσουν στα κρεβάτια τους (έστω κι αν τ’ άχυρα που είχαν μέσα τα στρώματα ήταν γεμάτα ψύλλους) και να ονειρεύονται βούτυρο, λαρδί, λουκάνικα, αυγά, πατάτες και φασόλια… Κι ακόμα σοκολάτα, τούρτες, ταρτάκια γεμιστά με κρέμες γλυκές, σταφίδες και σύκα, αμύγδαλα και χουρμάδες…

Η Κοκκινοσκουφίτσα κουράστηκε να χώνεται στα κοτέτσια και να κολλάει κοτόψειρες κι είπε ν’ αφήσει τις χήνες στην ησυχία τους και να πάει στο δάσος να μαζέψει λουλούδια. Οι δυο αντίζηλες πριγκίπισσες, εκνευρισμένες από τους καβγάδες για τα πρωτεία των γαλαζοαίματων, φώναξαν τις καμαριέρες τους και παράγγειλαν η μία τον τζουτζέ της και η άλλη τη βασιλική ορχήστρα, να της παίξει κανένα νανούρισμα. Όσο για τον ψαρά με τη νταρντάνα γυναίκα, δεν είχε όρεξη να μείνει βοηθός ντετέκτιβ. Το κακό ήταν ότι δεν είχε όρεξη ούτε να ψαρέψει, αλλά τι θα ’λεγε στην Ίλζεμπιλ, που δεν είχε συμπληρώσει ούτε καν τετράωρο στη δουλειά;… Ο ήλιος άρχιζε να ζεματάει και του χαλούσε το συνηθισμένο του ύπνο. Να ’χε τουλάχιστον καμιά ομπρέλα να του κόβει την αντηλιά…

Η λύση του μυστηρίου

Ο ακαμάτης ψαράς τις σκέψεις του τις έλεγε φωναχτά. Κι ήταν μεγάλη τύχη αυτό γιατί η λέξη «ομπρέλα» έφερε στη χαμένη κοπελίτσα αναμνήσεις που, με το πέσιμο, είχαν προσωρινά εξαφανιστεί.

«Τώρα που το σκέφτομαι, εκτός από το γάμο, θυμάμαι και μια ομπρέλα!»

«Νομίζω ότι ξέρω ποια είναι η ιστορία σου!» χτύπησε τα χέρια του ένας νάνος που, ως τότε, δεν είχε βγάλει άχνα «Μήπως έπεσες από τη Μαίρη Πόπινς;…»

«Καλέ, αυτοί εδώ είναι σωστό τσίρκο!» είπε η πιπεριέρα (που είχε μέσα αλάτι) στη διπλανή αλατιέρα (που είχε μέσα πιπέρι).

Η αλήθεια ήταν ότι διασκέδαζαν πολύ. Μπορεί να ξενυχτούσαν, αλλά ήταν ένα ξενύχτι πολύ διασκεδαστικό. Οι τσαπατσουλιές της ιδιότροπης Στέφης είχαν επιτέλους προκαλέσει και μια ανακατωσούρα πιο ευχάριστη από τις συνηθισμένες. Τα πιατικά της κουζίνας παρακολουθούσαν τις σκηνές, που διαδέχονταν η μία την άλλη, σα να βρίσκονταν στο θέατρο. Η τσαγιέρα, μάλιστα, έβαζε στοιχήματα με τη χύτρα για το αν το γραφείο των «ντετέκτιβ» θα έβρισκε το χαμένο παραμύθι ή όχι. Η χύτρα, βλέπετε, δεν είχε εμπιστοσύνη στους νάνους. Έλεγε ότι ο καθένας έπρεπε να μένει στη δουλειά που ήξερε και ότι μία τόσο δραματική αλλαγή (όπως, ας πούμε, ν’ αντικαταστήσεις ένα ορυχείο μ’ ένα γραφείο ερευνών) δεν μπορούσε να έχει και τα καλύτερα αποτελέσματα. Η τσαγιέρα, από την άλλη μεριά, ήταν τύπος πιο αντισυμβατικός… Πάντως, τα κουζινικά περνούσαν ευχάριστα την ώρα της αναγκαστικής τους ξαγρύπνιας (με τέτοια φασαρία, και να ’θελαν, ήταν αδύνατο να κλείσουν μάτι!), ενώ η σκοτεινή κουζίνα είχε αποκτήσει μάτια κι αυτιά, γεμάτα ενδιαφέρον για το θρίλερ του χαμένου παραμυθιού.

Πάντως, ο νάνος πρέπει να είχε δίκιο γιατί η «Μαίρη Πόπινς» ήταν το παραπανίσιο βιβλίο του ραφιού! Κι αν δε σκέφτηκε κανείς άλλος αυτό το ενδεχόμενο από την αρχή, μάλλον συνέβη γιατί η ιστορία της μάγισσας-γκουβερνάντας που έφτανε στα σπίτια των παιδιών κρατώντας μία ιπτάμενη ομπρέλα ήταν σχεδόν άγνωστη στους υπόλοιπους της παρέας. Το ράφι συνήθως φιλοξενούσε παλιότερα παραμύθια. Μονάχα ένας ενδιαφέρθηκε να ενημερωθεί για το περιεχόμενο του νεοφερμένου συντρόφου και, απ’ ό, τι φάνηκε, αξιοποίησε τις γνώσεις του με μεγάλη επιτυχία.

Εκείνος που είπε για τη Μαίρη Πόπινς ήταν ο Ντροπαλός κι άνοιγε το στόμα του μόνο για να φάει (τόσο πολύ ντρεπότανε τους γύρω του)… Αυτός κι ο Καλόκαρδος ήταν οι πιο ήσυχοι νάνοι. Σαν μεταλλωρύχος, ο Ντροπαλός ήταν δουλευταράς αλλά σιωπηλός. Στο καινούργιο γραφείο εκτελούσε προσωρινά χρέη γραμματέα. Δεν υπήρξε ανταπόκριση στην αγγελία γι’ αυτό το πόστο, κι έτσι ο Σοφός του το ανέθεσε μάλλον χαριστικά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται. Ποιός να φανταστεί ότι θα έλυνε το μυστήριο;…

«Αν όμως είναι στ’ αλήθεια έτσι, γιατί κανείς απ’ το ίδιο το βιβλίο δεν αναγνώρισε το κορίτσι;» απόρησε ο Σοφός.

«Επειδή δεν είναι κομμάτι της ιστορίας, αλλά κομμάτι των παραμυθιών που η μάγισσα-γκουβερνάντα έλεγε στα παιδιά!» είπε ντροπαλά ο μοναδικός πρώην μεταλλωρύχος που κατάφερε να λύσει το γρίφο.

Να λοιπόν που υπήρχε ανάμεσά τους κι ένας αληθινός ντετέκτιβ! Όλοι τον συγχάρηκαν και πρώτος και καλύτερος ο Σοφός (πράγμα που έδειχνε πως ήταν αληθινά σοφός). Στο τέλος, βέβαια, είπε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Άλλοι ισχυρίστηκαν ότι θα το ’βρισκαν τελικά και μόνοι τους, άλλοι ότι τους μπέρδεψαν η χήνα και το ψωμί, κι ο Γκρινιάρης τα ’βαλε με τη Μαίρη Πόπινς.

«Γιατί κυρά μου δεν έλεγες από την αρχή πως είναι δικιά σου η κοπέλα;… Είδαμε και πάθαμε να τ’ ανακαλύψουμε!»

«Και πού να το ξέρω;…» είπε αδιάφορα η γκουβερνάντα «… Νομίζεις ότι τα θυμάμαι τα παραμύθια που λέω;… Εκείνη την ώρα τα σκαρφίζομαι!»

Ωστόσο η κοπελίτσα, αν κι εξακολουθούσε να πάσχει από αμνησία, ξαναγύρισε στο βιβλίο της. Τώρα δεν έμενε παρά να περιμένουν το ξημέρωμα, γιατί αφού είχαν λυθεί πια οι γρίφοι και τα μυστήρια, τα βιβλία δεν έβλεπαν την ώρα να επιστρέψουν στο ράφι τους. Τα μισά είχαν τσαλακωθεί, κάνα-δυο είχαν λαδωθεί όπως το ψωμάκι, κι όλα τους είχαν καταλήξει με το πέσιμο σε μια τόσο άβολη στάση, ώστε θα σακατεύονταν για καλά αν δεν ερχόταν κανένα χέρι σπλαχνικό, να τα βάλει πάλι στη θέση τους.

Όλοι οι υπόλοιποι (πιατικά, κουζινικά, κατσαρολικά και πάει λέγοντας), μετά το τέλος της «παράστασης» και τη λύση του «μυστηρίου» το ’ριξαν στον ύπνο ευχαριστημένοι. Δεν είχε απομείνει πολλή ώρα μέχρι να ξαναπιάσουνε δουλειά, όμως χαλάλι… Τέτοια διασκεδαστική νύχτα είχανε καιρό να περάσουν! Μόνο η χύτρα και η τσαγιέρα έμειναν ξυπνητές. Ήταν και οι δυο γέρικα σκεύη και, όπως είναι γνωστό, οι γέροι δεν έχουν ύπνο…

Ειδικά η χύτρα, που ήταν εκεί μέσα το πιο παλιό κατσαρολικό, μπορούσε να μείνει νύχτες ολόκληρες χωρίς να κλείσει μάτι… Αν και πλήρωσε χωρίς διαμαρτυρίες το στοίχημα στην τσαγιέρα, κάτι δεν της πήγαινε καλά αφού, στην πραγματικότητα, ούτε η Μαίρη Πόπινς ήταν σίγουρη ότι το κορίτσι ανήκε στα παραμύθια της, ούτε η κοπελίτσα είχε συνέλθει από την αμνησία. Εκείνη τη στιγμή, η «πελάτισσα» των νάνων θα περιπλανιόταν σε σελίδες άγνωστες, ψάχνοντας απεγνωσμένα για μία μητέρα που κατείχε άθελά της μία μαγική χήνα, ένα καταχωνιασμένο βαρέλι φίσκα στο χρυσάφι, έναν γάμο αγνώστων λοιπών στοιχείων και μία ομπρέλα, που κανείς δεν θα ’παιρνε όρκο πως ήταν της Μαίρης Πόπινς…

«Πάλι τα ίδια θα έχουμε αύριο…» σκέφτηκε η χύτρα, γελώντας μόνη της.

Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι, όταν το άτυχο κορίτσι θα ’βαζε πάλι τις φωνές, γιατί δεν θα είχε βρει πουθενά στα παραμύθια της Μαίρης Πόπινς εκείνα που έψαχνε, το «γραφείο ερευνών» αναγκαστικά θα ξανάνοιγε, προσπαθώντας να λύσει το καινούργιο μυστήριο (που, στην ουσία, θα ήταν το άλυτο παλιό!)… Και τότε, η τσαγιέρα θα υποχρεωνόταν να επιστρέψει την είσπραξη από το στοίχημα, αλλά και να παραδεχτεί πόσο άδικο είχε!

Έτσι τουλάχιστον σκεφτόταν η παλιά χύτρα, πιστεύοντας ότι δεν έκανε λάθος. Θα επιβεβαιωνόταν άραγε;…

Εύη Κοντόρα


Την εικόνα που συνοδεύει το κείμενο δημιούργησε για το παραμύθι της Εύης Κοντόρα ο εικονογράφος Αλκέτας Λεοννάτος (AL-Leon.24)

Η Εύη Κοντόρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει κατά καιρούς εργαστεί ως συντάκτρια στον περιοδικό τύπο και ως υπεύθυνη προγράμματος και παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Είναι μέλος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και έχει ήδη εκδώσει τα βιβλία: «Ο Σπόρος κι εγώ», «Το κυνήγι της χαμένης παρτιτούρας», 1987, (που έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μιχαήλας Αβέρωφ από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών), «Η ανταρσία της Κυριακής» 2001, «Τρεις καβγάδες και μια σκανταλιά» 2005, «Πέντε πολεμικές μάσκες» 2006, «Η συμμορία των εφτά» 2007, 2013, «Τα μυστήρια της οδού Κενταύρων» 2010, «12 μέρες από τη ζωή του Αϊ-Βασίλη» 2011, «Οι δικές μας ιστορίες» 2013, «Λόγια της τάξης…» 2014, «Συνηθισμένες κι ασήμαντες» 2019. Έχει εικονογραφήσει το βιβλίο του Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή «Παραμυθέατρο 2» 1993. Διηγήματά της, για παιδιά και ενηλίκους, έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Συμμετέχει επίσης σε θεματικές ανθολογίες διηγημάτων. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:77