Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Χριστούγεννα στα χιόνια | της Άννας Τακάκη




Μια φορά πριν από πολλά χρόνια, ζούσαν σε ένα μικρό και φτωχικό σπιτάκι μαζί με τον πατέρα τους δυο αδελφάκια, η Μυρσίνη και ο Σίμος. Η μητέρα τους είχε πεθάνει και ο πατέρας τους ήταν βοσκός και έβοσκε τα κοπάδια του. Το φτωχόσπιτό τους ήταν στην κορφή του βουνού και ήταν πολύ μακριά από τα άλλα σπίτια. Δεν είχε ανέσεις ούτε ηλεκτρισμό. Τα δυο παιδιά πήγαιναν στο σχολείο αλλά έπρεπε να περπατήσουν δύο ώρες κάθε μέρα για να μάθουν γράμματα. Το χειμώνα έκανε κρύο πολύ στο βουνό και έριχνε χιόνι. Βούλιαζαν τα ποδαράκια τους στο αφράτο χιόνι, μα τους άρεσε πολύ. Σ’ όλη τη διαδρομή έκαναν μπαλίτσες από χιόνι και τις πετούσαν ο ένας στον άλλο και γελούσαν. Είχαν κάνει πολλούς φίλους στο σχολείο, αλλά όταν γύριζαν στο καλύβι τους ήτανε μόνα τους. Δεν είχαν παιγνίδια να παίξουν ούτε άλλα παιδιά για να κάνουν παρέα. Έτσι έπαιζαν με τα αρνάκια και τα κατσικάκια. Πηδούσαν από βράχο σε βράχο, έτρεχαν, κι έκαναν κατασκευές από πέτρες και ξύλα. Σκάβανε το χώμα και φυτεύανε βότανα και αγριολούλουδα που είχε πάρα πολλά στο βουνό.

Σε λίγες μέρες ερχόταν τα Χριστούγεννα. Τα παιδιά θα είχαν δεκαπέντε μέρες διακοπές από το σχολείο. Έτσι θα γλίτωναν τον μακρύ δρόμο που είχαν να κάνουν. Δεν θα κρύωναν και δεν θα πάγωναν τα ποδαράκια τους στα χιόνια. Τα αδελφάκια όμως στενοχωριόταν, γιατί θα έχαναν τους φίλους τους και έπρεπε να είναι όλη μέρα μόνα τους. Έπρεπε να φροντίσουν για το φαγητό τους, γιατί ο πατέρας τους είχε δουλειά με τα ζώα του. Και έπρεπε να βρουν ξυλαράκια να ανάψουν φωτιά να ζεσταθούν. Πάγωναν τα χεράκια τους για να μαζεύουν τα ξυλαράκια που ήταν κι αυτά καλυμμένα από χιόνι. Ακόμη είχαν να βοηθήσουν τον πατέρα τους. Να βάλουν τα πρόβατα στη μάντρα και στο άρμεγμα βοηθούσε ο Σίμος που ήταν μεγαλύτερος. Η Μυρσίνη αν και μικρότερη ήξερε να μαγειρεύει και να τακτοποιεί το μικρό τους σπίτι.

Μια μέρα είπε στον πατέρα της με κάποιο παράπονο.

-Μα γιατί, μπαμπά, μας την πήρε ο θεούλης τη μανούλα; Θα μας έκανε κουλουράκια και θα μας έλεγε παραμύθια. Θυμάμαι, κάθε φορά πριν κοιμηθούμε, μας έλεγε ένα παραμύθι και μας έβαζε να πούμε την προσευχή μας. Εσύ πατερούλη δεν ξέρεις παραμύθια;

-Δεν ξέρω, κοριτσάκι μου. Κι είμαι τόσο κουρασμένος όταν έρχομαι το βράδυ από το κοπάδι, που δεν προλαβαίνω ούτε μια αγκαλιά να σας κάνω και με παίρνει ο ύπνος. Ξέρω πως σε λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα και δεν έχω να σας δώσω τίποτα. Είμαι πολύ φτωχός, καλά μου παιδιά. Και είμαστε πολύ μακρυά από τον κόσμο. Ξέρω πως κάνουν δώρα αυτή τη μέρα οι γονείς στα παιδιά τους κι εγώ δεν μπορώ να σας κάνω, ούτε ένα τόσο δα μικρό δωράκι και στενοχωριέμαι πολύ.

-Μη στενοχωριέσαι πατερούλη, λένε και τα δυο παιδιά μαζί. Δεν θέλουμε δώρα. Θέλουμε να είσαι εσύ καλά γιατί αν πάθεις κι εσύ τίποτα τι θα γίνουμε εμείς εδώ πάνω;

Ο πατέρας συγκινήθηκε πολύ και τους είπε:

-Σκέφτομαι όμως τώρα ότι μπορώ να σας κάνω ένα καλό δώρο.

-Τι δώρο πατέρα, ρωτάνε όλο χαρά.

-Αύριο είναι παραμονή των Χριστουγέννων. Να ετοιμαστείτε να σας πάω στην πόλη.

-Στην πόλη; Μα δεν έχουμε ξαναπάει ποτέ εκεί. Γιούπι! θα πάμε στην πόλη, θα πάμε στην πόλη! ξεφώνιζαν όλο χαρά τα δυο παιδιά.

-Είναι μακριά η πόλη πατέρα; Ρώτησε ο Σίμος.

-Είναι μακριά, αλλά δεν είναι και τόσο δύσκολο. Τώρα που δεν έχει πέσει χιόνι θα είναι πιο εύκολο. Θα ανεβούμε όλοι μαζί στο άλογο και θα μας πάει. Έχουμε πολύ δρόμο γιαυτό θα σηκωθούμε πολύ πρωί αύριο. Εγώ θα φροντίσω τα ζώα στη μάντρα, θα τους βάλω φαγητό κι έτσι θα κάνουμε όλη τη μέρα στην πόλη, να γυρίσουμε το βράδυ.

-Ευχαριστούμε πατερούλη, είσαι πολύ καλός!

-Να βάλετε τα αδιάβροχά σας, γιατί μπορεί να πιάσει βροχή στο δρόμο. Να φορέσετε και τα πλαστικά σας μποτάκια.

Όλη τη νύχτα τα δυο παιδιά δεν κοιμήθηκαν από τη χαρά τους. Μιλούσαν, γελούσαν και δεν τα έπιανε ύπνος.

-Πώς θα είναι λες η πόλη Σίμο; Λες να έχει βασιλιά και βασίλισσα; Άρχοντες και αρχοντοπούλες; Θα έχει πύργους και παλάτια; θυμάσαι τη μαμά που μας έλεγε πως σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα… Λες να είναι αυτή η χώρα που θα μας πάει ο πατέρας;

-Δεν ξέρω αδελφούλα μου, μπορεί. Ο πατέρας μου είπε πως σε αυτή την πόλη ζουν πολύ άνετα οι άνθρωποι. Έχει ηλεκτρικά φώτα, έχει μεγάλους δρόμους, ωραία κτίρια, έχει μαγαζιά, έχει θέατρα και μουσεία και έχει πάρκα και παιδικές χαρές.

-Τι είναι οι παιδικές χαρές Σίμο;

Νομίζω ότι εκεί έχει κούνιες, τραμπάλες και δεν ξέρω τι άλλο, άκουσα να λένε τα παιδιά από το σχολείο.

Την άλλη μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, σηκώθηκαν όλοι πολύ πρωί. Δεν είχε ακόμη ξημερώσει και ο πατέρας άναψε τα κεριά στα κηροπήγια. Ύστερα πήρε ένα κερί και πήγε να ετοιμάσει το άλογό τους, τον Κανέλλο, και να ρίξει τροφή στο κοπάδι με τα πρόβατα. Τα παιδιά αφού ήπιαν το γάλα τους έβαλαν ζεστά ρουχαλάκια και πήραν τα αδιάβροχα τους. Πήραν λίγο ψωμί, τυρί και νερό για το δρόμο.

Μετά από κάποιες ώρες φθάσανε στη μεγάλη πολιτεία. Είχε πολύ κίνηση στους δρόμους και στις πλατείες. Κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν. Είχε άμαξες με τους αμαξάδες αλλά και κάποια αυτοκίνητα. Πρώτη φορά έβλεπαν να κυκλοφορούν αυτοκίνητα. Τα καταστήματα ήταν όλα στολισμένα με γιρλάντες και χριστουγεννιάτικα δέντρα. Τα δέντρα είχαν πολλά και πολύχρωμα φωτάκια και πολλών ειδών στολίδια. Ακόμη είχε πολλά και διάφορα παιχνίδια στο παζάρι. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν με όλα αυτά που έβλεπαν για πρώτη φορά. Η Μυρσίνη με τον Σίμο δεν είχαν ξαναδεί τίποτα από όλα αυτά και καθόταν και τα θαύμαζαν. Τους φαινόταν όλα μαγικά, σαν παραμύθι. Ο πατέρας πήγε στα μαγαζιά, πούλησε μερικά τυριά που κρατούσε και πήρε κάποια χρήματα. Με αυτά τα χρήματα αγόρασε στα παιδιά παιχνίδια. Μια κούκλα για τη Μυρσίνη κι ένα ξύλινο αυτοκινητάκι για τον Σίμο. Τους πήρε γλυκά και λιχουδιές. Τους αγόρασε κι από ένα καινούριο ρουχαλάκι στον καθένα κι ύστερα τα πήγε στην παιδική χαρά και παίξανε. Τα δυο παιδιά ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ, που έλεγαν στον πατέρα τους πόσο πολύ τον αγαπούσαν.

Πριν ακόμη βραδιάσει έπρεπε να φύγουν, γιατί είχαν πολλές ώρες δρόμο για να πάνε στο σπιτάκι τους στο βουνό.

Ξαφνικά όμως ο καιρός άλλαξε και σύννεφα μαύρα και πυκνά γέμισε ο ουρανός. Ύστερα άρχισε να βρέχει και να κάνει πολύ κρύο.

-Βάλετε γρήγορα τα αδιάβροχά σας και μη φοβάστε τη βροχή. Θα περάσει, είπε ο πατέρας. Όσο πήγαιναν όμως, άρχισε η βροχή να γίνεται χιόνι. Πυκνές και μεγάλες νυφάδες άρχισαν να πέφτουν και να βάφονται όλα λευκά. Το χώμα, τα χωριά που συναντούσαν, τα δέντρα όλα ήταν λευκά, ακόμη και το άλογό τους, ο Κανέλλος. Ύστερα το χιόνι έπεφτε ακόμη πιο πυκνό. Το άλογο πήγαινε με δυσκολία. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Ο πατέρας τους είπε ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο κι έπρεπε να μείνουν σε μια σπηλιά που ήταν εκεί κοντά να περάσουν τη νύχτα.

Μπήκαν μέσα στη σπηλιά μαζί και το άλογό τους. Ο πατέρας έβγαλε τρία κεριά που είχε αγοράσει και τα άναψε για να βλέπουν. Έστρωσαν κάτω τα αδιάβροχά τους και κάθισαν όλοι μαζί. Αγκαλιάστηκαν για να ζεσταίνονται. Ο πατέρας τους έδωσε να φάνε κάποια γλυκά που είχαν πάρει. Έδωσαν και στον Κανέλλο τους να τον γλυκάνουν. Τόσο δρόμο έκανε ο καημενούλης στο κρύο και στο χιόνι. Ύστερα χουχούλιασαν με τις ανάσες τους και προσπαθούσαν να ζεσταθούν.

-Κρυώνετε παιδιά μου;

-Όχι,πατερούλη!

-Να σας πω τώρα ένα παραμύθι και να κοιμηθείτε;

-Ναι! είπαν και τα δυο παιδιά με μια φωνή.

-Μια φορά κι έναν καιρό, η Μαρία με τον Ιωσήφ ξεκίνησαν από το χωριό τους τη Ναζαρέτ να πάνε στην πόλη της Βηθλεέμ που είχαν κάποια δουλειά. Η Μαρία ήταν έγκυος και στις μέρες της να γεννήσει. Όταν έφθασαν στην πόλη με το γαϊδουράκι τους, έψαχναν να βρουν ένα πανδοχείο να περάσουν τη νύχτα αλλά όλα ήταν γεμάτα. Ήταν χειμώνας και έκανε κρύο. Έπρεπε να βρουν ένα μέρος κάπου να προφυλαχτούν. Έτσι βρήκαν μια σπηλιά και μπήκαν μέσα. Εκεί η Μαρία γέννησε ένα αγοράκι και το έβαλε σε μια πάχνη που είχε άχυρα για τα ζώα. Τότε όλα τα ζώα που ήταν εκεί κοντά τρέξανε και το ζέσταιναν με τις ανάσες τους. Κι ύστερα ένα άστρο έλαμψε πάνω από τη σπηλιά…

-Μα αυτό το παραμύθι είναι η γέννηση του Χριστού, πατερούλη. Το μάθαμε στο σχολείο. Μου αρέσει όμως να το ακούω από εσένα. Είπε με ενθουσιασμό η Μυρσίνη.

-Πατέρα λες να ήταν αυτή η σπηλιά; Δηλαδή φτωχός γεννήθηκε και ο Χριστός σαν κι εμάς; Είπε με απορία ο Σίμος.

-Φτωχός και ταπεινός, παιδί μου, και έτσι ταπεινά έζησε, και δίδαξε στον κόσμο πολλά και ωραία πράγματα. Κι ήταν αυτά τα πλούτη που άφησε. Κοιμηθείτε τώρα, παιδιά μου, και αύριο είναι Χριστούγεννα. Θα πάμε στο σπιτάκι μας με το φως της μέρας. Θα κάνουμε λευκά Χριστούγεννα αύριο.

-Γιούπι! θα πατάμε στο χιόνι, θα παίζουμε χιονοπόλεμο. Θα φτιάξουμε και χιονάνθρωπο, είπε με ενθουσιασμό η Μυρσίνη.

Ξημέρωσαν τα Χριστούγεννα. Όλα ήταν κάτασπρα. Λες και ο θεός είχε ρίξει όλα τα βαμβάκια κι όλα τα πούπουλα και σκέπασε τον κόσμο. Οι νυφάδες είχαν σταματήσει να πέφτουν. Τα παιδιά δεν ήθελαν να ανέβουν στο άλογο γιατί τους άρεσε να πατούν πάνω στο πουπουλένιο χιόνι.

‘Όταν έφθασαν στο φτωχό σπιτάκι τους, άναψαν φωτιά στο τζάκι και κάθισαν όλοι να ζεσταθούν. Τα παιδιά έπαιζαν τα παιχνίδια τους. Πρώτη φορά είχαν αληθινά παιχνίδια. Έφαγαν μια ζεστή σούπα που είχε ετοιμάσει ο πατέρας κι ύστερα βγήκαν κι έπαιζαν στο χιόνι. Έφτιαξαν ένα χιονάνθρωπο. Μα όταν τον τέλειωσαν είδαν πως είχαν κάνει τη μητέρα τους. Είχε τα ίδια μεγάλα μάτια και το πλατύ της χαμόγελό. Της έβαλαν στο κεφάλι το μαντήλι της και στο λαιμό το κασκόλ της. Τα χιόνια κράτησαν ως την Πρωτοχρονιά, κράτησαν και όλες τις διακοπές. Τώρα δεν ήταν μόνα τους. Είχαν συντροφιά τη μητέρα τους. Ακόμη κι αν ήταν χιονάνθρωπος. Την έβαλαν μέσα στο μικρό τους καλύβι και τους έκανε παρέα και τους χαμογελούσε όλες τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ώσπου έλιωσαν τα χιόνια κι έλιωσε και η μητέρα χιονάνθρωπος. Όταν πήγαν στο σχολείο έλεγαν στα παιδιά πόσο όμορφα πέρασαν τα Χριστούγεννα.

….Ήρθαν και τα άλλα Χριστούγεννα και τα άλλα…Κάθε φορά έπεφτε χιόνι και κάθε φορά η Μυρσίνη με το Σίμο έφτιαχναν τη μητέρα χιονάνθρωπο. Ώσπου τα παιδιά μεγάλωσαν και πήγαν στην πόλη για να σπουδάσουν. Ύστερα άρχισαν να δουλεύουν και να βγάζουν χρήματα. Έφτιαξαν μεγάλα και άνετα σπίτια και πήραν τον πατέρα τους στην πόλη. Είχε γεράσει πια και ήθελε την παρέα και τη βοήθειά τους. Τα παιδιά έφτιαξαν τις οικογένειές τους, και είχαν όλα τα καλά και τα πλούτη, μα ποτέ δεν ξέχασαν το φτωχικό τους σπιτάκι στο βουνό. Πάντα ήθελαν να πηγαίνουν εκεί τα Χριστούγεννα και πάντα έκαναν τη μητέρα χιονάνθρωπο.

Δεκέμβρης 2023

Άννα Τακάκη


[Την εικόνα που συνοδεύει το κείμενο δημιούργησε για το παραμύθι της Άννας Τακάκη ο εικονογράφος Αλκέτας Λεοννάτος, 2023.]


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:568