Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Ο φόβος και τα φαντάσματα | της Άννας Τακάκη


Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα αδυναμίας και ανασφάλειας που όλοι από μικρά παιδιά το αισθανόμαστε. Φοβόμαστε λιγότερο ή περισσότερο αναλόγως τον ψυχισμό του καθενός. Πάντως το αίσθημα του φόβου μας ακολουθεί στο ενσυνείδητο και στο υποσυνείδητο. Ξυπνάμε με ένα κακό όνειρο και τρομάζουμε μήπως κάτι κακό μας συμβεί. Αλλά και στον ξύπνιο, χίλιοι δυο φόβοι, μικροί ή μεγάλοι κυριεύουν την ψυχή μας.

Παιδιά της δικής μου γενιάς για να φάμε το φαγητό μας ή για να μην κάνομε αταξίες μας φοβέριζαν με τους «Μπαμπούληδες»! «Έρχεται ο Μπαμπούλας, πιες γρήγορα το γάλα σου!». Τι ήταν αυτός ο Μπαμπούλας, αλήθεια; Νάταν φάντασμα, νάταν ξωτικό; Στη δική μου φαντασία ήταν ένα τρομαχτικό πρόσωπο, καλυμμένο με μαύρη κελεμπία που αιωρούταν στον αέρα και άρπαζε τα παιδιά. Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορούσε να μου το εξηγήσει.

Μικρό κοριτσάκι άκουγα τις ιστορίες της γιαγιάς μου για μάγισσες κι ανεράιδες που παρουσιαζότανε στις στράτες, νύχτα ώρα που πήγαιναν στις δουλειές τους οι οδοιπόροι. Θυμάμαι ένα προς ένα τα λόγια της γιαγιάς: «Τοτεσάς, παιδί μου, οι αθρώποι ήτονε άκακοι και αθώοι και βγαίνανε oι δαίμονες και τσοι πειράζανε, γιατί θέλανε να τσοι κάμουνε κι αυτούς δαιμόνους. Εδά είναι όλοι δαιμόνοι γιακειόνα δεν παρουσιάζονται μπλιο».

Ο φόβος συχνά συνδέεται με τη φαντασία. Ακούμε τρίξιμο στο παράθυρο ή στην πόρτα ειδικά νύχτα ώρα και φανταζόμαστε ότι θα μπει από στιγμή σε στιγμή ο ληστής. Βλέπομε ένα σκύλο που γαυγίζει δίπλα μας και σκεφτόμαστε πως θα ορμίσει να μας κατασπαράξει. Πολλές φορές ο φοβισμένος προκαλεί το ένστικτο του ζώου και μπορεί τότε να γίνει επιθετικό.

Αφορμή γι αυτό το άρθρο μου έδωσε μια ιστορία του αείμνηστου πατέρα μου, από τα παιδικά του χρόνια, και μου έκανε εντύπωση. Ήταν έντεκα χρονών και οι γονείς του τον έστειλαν στην Αγριλιά, (μετόχι μεταξύ Ζάκρου και Ξεροκάμπου) για να ποτίσει τις ελιές. Ήντα να κάμει το κοπέλι, αν και φοβιτσάρικο που ήτανε, αποφασίζει να πάει αφού έτσα το ορίσανε οι γονέοι του. Ξυπνά, λοιπόν, λίαν πρωί για να προλάβει να κάμει τη δουλειά του και να μη νυχτιαστεί, γιατί τον μεγαλύτερο φόβο τον είχε τη νύχτα. Φοβότανε πολύ το σκοτίδι. Φεύγει από το χωριό του, τη Ζήρο, και κατεβαίνει του Αμυγδάλου το Πλάι, χαράματα, πριν να βγει ο ήλιος. Σταματά και κάθεται λίγο στην πέτρινη πλάκα που ο μπάρμπας του, ο Γιώργης Τακάκης, είχε χαράξει εκεί το όνομά του πριν να φύγει μετανάστης για την Αυστραλία. Παίρνει μια ανάσα το κοπέλι και φτάνει στο μετόχι, όταν ο ήλιος είχε πια καλά ανατείλει. Εκτός από τα πουλιά και τα ζωύφια, άλλη ψυχή δεν υπήρχε αυτή τη μέρα και το κοπέλι ήτονε πεντού πενταμόναχο στσ’ ερημιές. Άνοιξε τη στέρνα και πότιζε με τον αηγό (αγωγό) ένα ένα τα μουρέλα αλλά δεν επρόλαβε να τελειώσει το πότισμα κι ο ήλιος εβασίλευε. Τότε άρχισε να τον κυριεύγει ο φόβος γιατί, αναγκαστικά έπρεπε να ξωμείνει στο μετόχι. Έπρεπε να περάσει τη νύχτα εκεί στο μικρό αγροτόσπιτο και να συνεχίσει το πότισμα την επαύριο. Το πρόβλημα όμως ήτανε πώς θα ξώμενε ολομόναχος μια ολόκληρη νύχτα χωρίς να υπάρχει ψυχή πουθενά; Το πυκνό σκοτίδι τρόμαζε τον εντεκάχρονο τότε πατέρα μου. Έτυχε να μην έχει ούτε φεγγάρι. Έτσι σκέφτηκε να πάει να κοιμηθεί με το που βασίλευε ο ήλιος, ούτως ώστε ξυπνώντας το πρωί θα είχε περάσει η τρομαχτική νύχτα. Γι αυτό δεν άναψε ούτε τον λύχνο αφού κοιμήθηκε σχεδόν μέρα. Έκλεισε την ξύλινη πόρτα, τράβηξε το μάνταλο και ξάπλωσε πάνω στην πεζούλα με τις αστιβίδες που τις σκέπαζε ένα φαντό χιράμι, υποτυπώδες κρεβάτι σε ένα σπιτάκι κτισμένο με πέτρες και χώμα. Έριξε πάνω του κι ένα χιράμι μάλλινο, το μόνο σκέπασμα που βρήκε. Αν και καλοκαίρι, έπρεπε να σκεπαστεί, γιατί νόμιζε πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα ξεγελούσε το φόβο του. Δεν άργησε να τον-ε πάρει ο ύπνος, καθώς ήταν πολύ κουρασμένος. Όμως πολύ πριν ξημερώσει ξύπνησε μέσα στην άγρια και πυκνή νύχτα. Ούτε ένα αμυδρό φως δεν έμπαινε από πουθενά. Πίσα σκοτίδι. Τότε άρχισε να τον κυριεύγει περισσότερος φόβος. Κουκουλώνεται το χιράμι και προσπαθεί να ξανακοιμηθεί, αλλά δυστυχώς δεν τον ξαναπαίρνει ο ύπνος. Ο φόβος του μεγαλώνει κι άλλο. Αρχίζει να τρομάζει και να τρέμει, καθώς νιώθει από στιγμή σε στιγμή τους «Μπαμπούληδες». Δεν ήργησε να περάσει λίγη ώρα και αισθάνεται κάποιον στην κάτω μεριά του υποτυπώδες κρεβατιού να του σύρνει το χιράμι. Ο μικρός το φέρνει πάλι μπροστά του και κουκουλώνεται. Νιώθει όμως πιο έντονο το τράβηγμα του σκεπάσματος. Σύρνει το κοπέλι, από τη μια σύρνει ο «άγνωστος επισκέπτης» από την άλλη. Του κοπελιού του κόβγεται και η εμιλιά. Δεν τολμά να πει λέξη, «ποιός είσαι κι είντα θες επαέ;» Δεν μιλεί δεν λαλεί μόνο σύρνει το χιράμι. Οληνυχτίς της νύχτας έκανε αυτή τη δουλειά, μέχρι που ξημέρωσε. Στο τέλος πίστευψε πως κάποιος μπήκε να τον-ε τρομάξει και περίμενε να ξημερώσει για να δει ποιός ήτονε αυτός που του ’κανε αυτό το φοβερό πείραγμα στην ερημιά. Επιτέλους ξημέρωσε, αλλά δεν είδε κανένα στο μικρό αγροτόσπιτο. Είδε μόνο τα χέρια του να είναι πληγιασμένα και κοκκινισμένα από τη δύναμη που ’βανε να σύρνει το αδρύ ρούχο. Ο φόβος, η ερημιά και το σκοτίδι δημιούργησε στο κοπέλι αυτό το συναίσθημα. Όλη νύχτα πάλευγε με τα φαντάσματα της φαντασίας του.

Πολλές φορές, άκουγα τον πατέρα μου να μας διηγείται αυτό το βίωμά του, για να πει πως όλα τα δημιουργεί η φαντασία του ανθρώπου. Εξού και φάντασμα, από τη φαντασία.

Τουλάχιστον ας φανταζόμαστε όμορφα πράγματα, είτε φοβόμαστε είτε όχι. Ακόμη κι αν μας κυνηγούν οι «Μπαμπούληδες».

Άννα Τακάκη


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:217