Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Η πρώτη Αγάπη | της Ιφιγένειας Μανουρά


Ήτανε κάποτε ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που είχε έρθει στην μεγάλη πολιτεία από το χωριό της, λίγα χρόνια πριν. Ένα άβγαλτο και αθώο παιδί γεμάτο με φόβους, ανησυχίες αλλά και όνειρα για το μέλλον του. Εκείνος ήρθε στη ζωή της έτσι απρόβλεπτα, αλλά πολύ νωρίς για να μπορεί να το αντέξει η μικρή ζωούλα της. Και περίμενε όλη την ημέρα να έρθει να τον δει έστω για λίγο, για να φύγουν μετά με τον αδελφό της που ήτανε φίλοι. Και άρχισε να της γίνεται τόσο απαραίτητος, που την ημέρα που δεν ερχόταν να μην μπορεί να ησυχάσει και να βάζει χίλια δυο με το μυαλό της. Τα Σαββατοκύριακα που έφευγε για το χωριό του δεν μπορούσε να αντέξει την μοναξιά. Της φαινότανε όλος ο κόσμος άδειος και χωρίς νόημα. Ζούσε μόνο και μόνο γιατί υπήρχε αυτός στον κόσμο. Όνειρα δεν έκανε ακόμα για τους δυο τους. Άλλωστε πώς να κάνει λες και ήξερε τι ένοιωθε γι αυτήν! Άραγε ένοιωθε τίποτα, λίγη έστω συμπάθεια, ή μήπως και την αντιπαθούσε αφού σχεδόν ποτέ δεν την κοίταζε στα μάτια, ούτε της μιλούσε εκτός από ένα γεια. Αλλά μήπως δεν ήθελε να προδοθεί; Μήπως ντρεπότανε τον αδελφό της και δεν ήθελε να χαλάσει η φιλία τους; Ερχότανε και γι αυτήν στο σπίτι ή μόνο για τον αδελφό της;

Αυτές οι σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό της μέρα και νύχτα, λες και δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο σημαντικότερο να την απασχολήσει.

-Ναι σου λέω ο Στέφανος του Τηλέμαχου.

-Μα ποιος σου τόπε;

-Επήρεμε τηλέφωνο από το χωριό η αδερφή μου.

-Κρίμα το κοπέλι δεν άντεξε την πίεση. Ήθελε να ρωτήσει, να μάθει, αλλά δεν τόλμησε μην προδώσει το μυστικό της. Έφυγε τρέχοντας με την σχολική τσάντα στον ώμο και πήγε στο σπίτι της. Δεν ήξερε τι να κάνει, πού να πάει να ρωτήσει να μάθει τι έγινε και αν είναι αλήθεια. Περίμενε τον αδελφό της να έρθει από το σχολείο. Μα πάλι δεν άντεχε να περιμένει. Έφυγε σαν άνεμος και πήγε στο σπίτι του θείου της. Δεν μπορεί κάτι θα ήξεραν εκεί. Ησυχία. Δεν ήξεραν τίποτα. Αφού η θεία της που ήτανε συγγενείς δεν ήξερε τίποτα, μάλλον λάθος θα κάνανε, μάλλον γι άλλον θα λέγανε και εκείνη δεν άκουσε καλά. Γύρισε σπίτι της. Ψέματα θα είναι σκέφτηκε. Γιατί να το κάνει αυτό; Σε λίγη ώρα ή πολύ, ούτε και αυτή ήξερε, μπαίνει ο αδελφός της τρελαμένος.

-Επέρασα από το καφενείο του Γιάννη και άκουσα ότι βρήκανε το Στέφανο του Τηλέμαχου κρεμασμένο στο μετόχι τους και φεύγω για το χωριό, θα ρθεις;

-Όχι.

Σαν έτοιμο από καιρό να το είχε αυτό το όχι. Γιατί όχι; Μήπως ήθελε να μην αποδεχτεί ακόμα την αλήθεια ή μήπως φοβότανε πώς θα αντιδρούσε. Τώρα ήτανε σίγουρη πια. Και αυτή, την ίδια συζήτηση άκουσε στο ίδιο καφενείο από όπου περνούσε. Έμεινε μόνη. Μα πάλι δεν το άντεχε. Φεύγει πάλι τρεχάτη για το σπίτι του θείου της. Δυστυχία της όμως, το κακό μαντάτο είχε φτάσει και εκεί. Και αυτή που είχε μια τελευταία ελπίδα ότι κάποιο λάθος είχε γίνει ή έστω πρόλαβαν και τον πήγαν στο νοσοκομείο! Έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Πού να πάει, τι να κάνει, σε ποιόν να μιλήσει! Πήγε στη θάλασσα, την πρώτη γενέθλια γη, που έμοιαζε σαν μια απέραντη αγκαλιά και μιλώντας της, ξέπλενε όλους τους φόβους και τις αγωνίες. Και δεν ξέρει πόσο έμεινε εκεί. Ούτε έκλαψε, ούτε φώναξε, ούτε σπάραξε. Ένοιωθε ένα κενό μέσα της. Σαν να μην έβλεπε, σαν να μην άκουγε, σαν να βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο, δικό της. Της φάνηκε πως ήτανε εκείνο το μικρό περιστέρι που της έφερε τραυματισμένο ο μπαμπάς της με τη φτερούγα σπασμένη, όταν ήταν μικρούλα. Ένα μεγάλο γιατί, τη βασάνιζε. Γιατί το έκανε τι να έφταιξε και πήρε μια τέτοια απόφαση; Γιατί να φτάσει σε αυτό το σημείο, πόση απογοήτευση θα είχε νοιώσει, αλλά γιατί; Μήπως έφταιγε εκείνη;

Κάποια στιγμή γύρισε στο σπίτι. Αποκοιμήθηκε. Και είδε ένα υπέροχο όνειρο. Βρέθηκε λέει σε ένα παραδεισένιο μέρος, σαν λιβάδι της φάνηκε, με πολλά νερά, καταρράκτες, ποτάμια, λίμνες που κολυμπούσαν μέσα πανέμορφα πουλιά, λουλούδια μοσχομυρισμένα, δέντρα πανέμορφα και στη μέση ένα κάτασπρο σπίτι. Χτύπησε την πόρτα… και τότε ξύπνησε. Εκεί σε αυτόν τον παράδεισο θα πάει σκέφτηκε ο Στέφανος, σημαδιακό όνειρο. Αν είναι τόσο όμορφα εκεί που θα πάει δεν πειράζει, να είναι καλά και ευτυχισμένος και ας είναι μακριά της. Μα πάλι είχε ακούσει ότι όσοι φεύγουν με δική τους απόφαση ποτέ δεν πάνε στον Παράδεισο. Περίμενε τον αδελφό της και ήρθε από το χωριό. Την κοίταξε στα μάτια.

-Έχασα τον καλύτερό μου φίλο. Και εκείνη το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει.

-Τον είδες Κώστα μέσα στο φέρετρο;

-Ναι και ήτανε πολύ όμορφος, σα να γελούσε. Τον είδε; Άρα είναι εντελώς σίγουρο. Μα πώς μπορεί ακόμα να είχε αμφιβολίες ότι ήτανε αλήθεια;

-Και είπανε την αιτία;

-Την πήρε στο τάφο του. Λένε από την πολύ πίεση. Από την πολύ πίεση; Μα μήπως εκείνη τον πίεσε χωρίς να το καταλάβει!

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Σκεφτότανε ότι τώρα θα πρέπει να αρχίζει να το συνηθίζει. Μα τι να συνηθίσει; Να μην τον περιμένει να ’ρθει, να μην μετρά τις ώρες που έμεναν για να τον δει, να μην βλέπει το γλυκό του χαμόγελο, να μην ακούει τη φωνή του που ήτανε τόσο βαθιά και αισθησιακή αν και παιδί και εκείνος ακόμα, ή να μην βλέπει εκείνα τα υπέροχα μελαγχολικά μάτια. Αυτά τα μάτια που της στοίχειωσαν την ζωή. Τι να συνηθίσει; Να τον σκέφτεται μέσα στη μαύρη γη νεκρό, ποιόν να σκέφτεται νεκρό τον δικό της Στέφανο; Και πώς θα είναι ο κόσμος πια χωρίς εκείνον, πώς θα ζούσε σε τόση ερημιά; Αφού ακόμα και ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό γιατί υπήρχε εκείνος και η ζωή ήτανε τόσο όμορφη και γλυκιά γιατί υπήρχε εκείνος. Και τώρα…. Δεν μπορούσαν να χωρέσουν όλα αυτά στο μυαλό της. Την επόμενη ημέρα πάλι πήγε στη θάλασσα. Τώρα πια δεν σκεφτόταν όπως την προηγούμενη φορά, τώρα είχε αποδεχθεί το κακό που συνέβη. Τώρα ένοιωθε θυμό. Αναγνώρισε αυτό το συναίσθημα, ναι θυμός ήτανε. Θυμό για τον Στέφανο που τόσο άπονα την άφησε χωρίς να σκεφτεί πόσο θα την πλήγωνε κι ας μην ήξερε τι ένοιωθε γι αυτήν. Θυμό για τον αδελφό της που δεν κατάλαβε ότι είχε πρόβλημα να τον βοηθήσει. Μα πιο πολύ ένοιωθε θυμό και ενοχές γι αυτήν τη ίδια, γιατί θα μπορούσε να του έλεγε τι ένοιωθε και αν και εκείνος αισθανόταν το ίδιο να μην έπαιρνε μια τέτοια απόφαση. Και πάλι αν δεν αισθανόταν τίποτα; Δεν πειράζει τουλάχιστον θα ήταν περισσότερο ήρεμη τώρα. Αλλά πιο πολύ για εκείνο το βράδυ που της είχε πει.

-Σου αρέσει η ζωή;

-Ναι.

-Εμένα όχι . Έπρεπε να το είχε καταλάβει. Μα πώς δεν το κατάλαβε ότι κάτι ήθελε να της πει; Γιατί να μην προλάβει το κακό; Και ήτανε πολύ βασανιστικές αυτές οι σκέψεις.

Το Σαββατοκύριακο ετοιμάστηκε και πήγε στο χωριό της. Να πάει στο καταφύγιό της ήθελε. Κάτω από τη δάφνη δίπλα στο ποτάμι. Εκεί θα έβρισκε γαλήνη μόνη της. Να σκεφτεί ήθελε. Σαν φάρμακο της φάνηκε η ηρεμία, η γαλήνη του τοπίου και ο ψίθυρος του γάργαρου νερού. Πήρε μια πέτρα αμμουδερή και χάραξε σε μια άλλη πέτρα τα δυο αρχικά των ονομάτων τους Σ+Μ όπως έκανε παλιά πάνω στα δέντρα ή στην αμμουδιά. Και μετά σε άλλη μια έγραψε πάλι Σ+Μ, αλλά το σίγμα το έσβησε με μεγάλη μανία και πέταξε πέρα μακρυά μέσα στο ποτάμι την πέτρα. Σαν να ήθελε να ξεχάσει, σαν να ήθελε να ξορκίσει το κακό. Μετά, «τον πέταξα πέρα», σκέφτηκε. Σαν να το εγκατέλειψε σαν να τον πρόδωσε. Εκείνη την ώρα άκουσε τη φωνή που άκουσε και ο Ζορμπάς τότε που πέθανε ο Δημητράκης του και του είπε η φωνή. «Χόρεψε». Και όρθωσε το κεφάλι ψηλά κοιτώντας τον ουρανό και χόρεψε ένα χορό σαν μεθυσμένη και ξεπλάνταξε. Μετά πάλι κάθισε χάμω και ξέσπασε σε ένα γοερό κλάμα. Και ευχαριστήθηκε δάκρυα και πόνο. Δάκρυα λυτρωτικά. Αυτό χρειαζόταν. Εκεί καθάρισε το μυαλό της. Σε μια μόνο στιγμή κατάλαβε ότι δεν μπορεί να είναι τόσο αδύναμη, ότι έπρεπε να μην καταρρεύσει και να σηκωθεί από τη γη που είχε πέσει. Σηκώθηκε, κοίταξε ψηλά τον ουρανό και έδωσε την υπόσχεση ότι, δεν θα ξεχάσει ποτέ και θα προχωρήσει την ζωή της έστω και χωρίς αυτόν. Ανακουφίστηκε που θυμήθηκε την παροιμία που άκουσε κάποτε «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός» και αναθάρρεψε. Περίμενε να την λυτρώσει ο χρόνος. Μα όμως θυμήθηκε πάλι και τη μαντινάδα. «Λένε στη φεύγα ντου ο καιρός είναι γιατρός του πόνου, μα γω πονώ για δε κλουθά η σκέψη μου του χρόνου». Τί άραγε από τα δυο θα ίσχυε.

Χρόνια μετά.

-Θυμάσαι τον Στέφανο του Τηλέμαχου;

-Πώς βρε Γιώργη, δεν τον θυμάμαι!

-Ήτανε ξέρεις πολύ καλός μου φίλος.

-Ναι το ξέρω!!!

-Θα σου πω κάτι που δεν θα έπρεπε γιατί με όρκισε να μην σου το πω, αλλά το έχω βάρος στην συνείδησή μου.

-Τί; Και άρχισε να τρέμει και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια, μην και ακούσει κάποια αλήθεια που φοβόταν.

-Μου είπε μια φορά ο Στέφανος. «Αν πάθω κάτι να προσέχεις τη Μυρτώ μου»!

Γιατί τώρα; Γιατί να της το πει τώρα….

Ιφιγένεια Μανουρά


[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι ψηφιακό κολάζ του εικονογράφου Αλκέτα Λεοννάτου, 2023]


Ιφιγένεια Μανουρά

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:281