Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Η θεία Πηνελόπη | της Ιφιγένειας Μανουρά


Σήμερα στη παρέα της θάλασσας προστέθηκε και η Μαρία που της αρέσει να λέει ανέκδοτα και ιστορίες. Λέγοντας λοιπόν ένα ανέκδοτο θυμήθηκα μιαν ιστορία την οποία μου είπε ο μπαμπάς μου χρόνια πολλά πριν, που έγινε στο χωριό του τα Ανώγεια.

Στο καφενείο του Άη Γιώργη μια παρέα ανδρών – δηλαδή όχι ότι εκείνα τα χρόνια θα μπορούσε να υπάρξει και παρέα γυναικών στα καφενεία ή έστω και η παρουσία μιας γυναίκας, αλλά κάνω την διευκρίνιση για τα νέα παιδιά – έφεραν την κουβέντα περί των συζύγων τους.

-Εγώ έλεγε ο ένας έχω την πιο καλή και υπομονετική γυναίκα του κόσμου.

-Και εμένα καλή είναι δεν μπορώ να πω, αλλά εκεινά η γλώσσα ντζη δε παλεύγεται.

-Εμένα δα, την-ε γατέχεται όλοι σας πόσο καλή νοικοκερά έναι, και καλή μαγέρισσα, μα δεν την-ε παλεύγω με τσοι καθαριότητές τση. Όλη μέρα μας-ε κάνει παρατηρήσες και εμένα και τω κοπελιώ να μη μπαίνομέ νε στο σπίτι με τα στιβάνια που πάμε στη μάντρα και στα αμπέλια, να μη τση το μαγαρίσομενε. Μας-ε λέει να πλύνομενε καθαργά τα πόδια μας και λάσει κάθε μέρα τα σεντόνια. Δεν την-ε παλεύγομε εδά μπλιο!!!

-Καλιά τσα μρε Γιώργη παρά η αδική μου που είναι χάτσα και θα μας-ε φάνε οι σκουλίκοι. Λέγανε…, λέγανε…, λέγανε και σταματημό δεν είχανε και για τα καλά αλλά και για τα βάσανα που τους προκαλούσαν οι κεράδες τους.

Κάποια στιγμή πετάγεται και ο Καμπουραντρέας και λέει:

-Εμένα η γυναίκα μου δε μούπενε ποτέ «στραβά πατείς». Ότι θέλω την-ε κάνω και ποτέ τζη δε μου αντιμιλεί ούτε και επαραπονέθηκενε, έτσα μπραγή έναι.

Όλοι ξέρανε βέβαια ότι η Πηνελόπη ήτανε από τις ξεχωριστές εκείνες γυναίκες που σπάνια συναντά κανείς. Αλλά επίσης ξέρανε πόσο δύστροπος, εγωκεντρικός, ξεροκέφαλος και όλα τα κακά του Θιου είχε ο Καμπουραντρέας. Του λέει κάποιος:

-Έχεις δίκιο, εμείς γατέχομενε ότι η γυναίκα σου έναι πολλά καλή μα δε μπιστέμε δα κιόλας ότι ποτέ δε σου αντιμιλεί σε ό, τι κάνεις!!!

-Ε κάμετε μια δοκιμή να δείτε.

Ο Μπεκρογιώργης που ήτανε και το ζιζάνιο της παρέας του λέει:

-Να πας τη νταχυνή να φορτώσεις το γάιδαρο με ξύλα και σα θα ’ρθεις αντί να τον-ε βάλεις με τη γκεφαλή στο αχίρι να τον-ε βάλεις με τον γκ… να δούμε ήντα θα κάμει η κερά σου.

Συμφωνήσανε λοιπόν και τέσσερα άτομα θα παρακολουθούσαν διακριτικά, να δούνε τις αντιδράσεις της Πηνελόπης. Πήγε πρωί-πρωί ο Καμπουραντρέας φορτώνει με ξύλα τον γάιδαρο, τον φέρνει μπροστά από το αχούρι και τραβώντας τον από τον καπλοδέτη προσπαθεί να τον βάλει μέσα. Το δύσμοιρο το ζωντανό προσπαθεί να αντισταθεί, κλοτσά, μουγκρίζει και ο Καμπουραντρέας να φωνάζει και να σπρώχνει, και έγινε το πανδαιμόνιο. Ακούει τη φασαρία η Πηνελόπη βγαίνει έξω και πάει προς βοήθεια του συζύγου της, τραβώντας και αυτή από την μια μεριά τον καπλοδέτη και προσπαθώντας να βάλει τον ταλαίπωρο τον γάιδαρο με την όπισθεν μέσα στο αχούρι φωνάζοντας δυνατά:

– Ωωωω, μαύρε παντέρμε δεν εξεβαρέθηκες μωρέ ετοσανά χρόνια να μπαίνεις στο αχίρι με τη γκεφαλή; Μπες και μια φορά με τον γκ…!!!

Λέγοντας λοιπόν την ιστορία περίμενα να ακούσω αντιδράσεις. Η μια της παρέας έλεγε ότι ήτανε χαζή, η άλλη μαλακιά, η άλλη έξυπνη και η Καίτη πετάγεται και λέει:

-Και μπήκε τελικά ο γάιδαρος με το γκ…;

Συνέχισα λοιπόν την ιστορία και τους είπα:

-Κάποια φορά που βρέθηκα στ’ Ανώγεια ρώτησα και πήγα και βρήκα την Πηνελόπη. Μετά από τις σχετικές συστάσεις, έφερα τεχνηέντως την κουβέντα εκεί που την ήθελα.

-Εγώ παιδί μου είχα έναν άντρα που ο Θιος να τον-ε κάμει άθρωπο που ήτανε πολλά παράξενος. Κοιτάζει όπως μου μιλούσε στο μέσα δωμάτιο φοβισμένη. Σκέφτηκα ότι οι πληροφορίες μου ήτανε λανθασμένες και μάλλον ζούσε ακόμα ο Καμπουραντρέας.

-Θεία, ποθαμένος είναι ο άντρας σου;

-Ναι παιδί μου, εξεκουρασέ ντονε ο Θιος και αυτό και εμένα.

Ξαναβάζοντας λάδι στη φωτιά εγώ.

-Και γιάιντα εξάνοιξες στο μέσα δωμάτιο σαν να σε γροίκα κιανείς;

-Ιιιιιιι, παιδί μου και ποθαμένο τον-ε φοβούμαι να μην ξεπροβάλει από κιανένα ρούκουνα και ντακάρει πάλι τσι φασαρίες.

-Σώπα θεία μα από κια που ένα δα, δεν εγιάγυρε κιανείς.

-Εγώ τον έχω ικανό να γιαγύρει!!!

-Πες μου δα θεία, ανε θες, την ιστορία με το γάιδαρο. Δεν έχω γελάσει τόσο πολύ στη ζωή μου με καμιά άλλη περιγραφή όσο αυτή. Ήτανε τόσο παραστατική, χειρονομούσε τόσο έντονα που λες και έσπρωχνε πάλι το γάιδαρο να μπει στο αχίρι με τον γκ…

-Θεία, δε θέλω να σε κάνω να αναθυβάνεις πράματα που σε στενοχωρούνε μα αν-ε θες μπορείς να μου πεις γιάιντα δε τον-ε χώριζες αφού ήτανε έτσα μπίζιλος; Ή ίμπα και τον-ε πήρες από έρωντα; Ήθελα δα και ’γω η έξυπνη να την πειράξω λίγο.

-Ντα εγατέχαμενε παιδί μου εμείς κιανά τα χρόνια ήντα θελα πει έρωντας; Μιαν αργαδυνή ήρθενε ο πατέρας μου και μου λέει.

–Έδωκά σε του Καμπουραντρέα που είναι καλός νοικοκύρης και έχει και ένα καλό κουράδι ζα και ελιές και αμπέλια και περβόλια και δε θα πεινάσεις στα χέρια ντου!!!

-Και συ θεία ήντα έκαμες;

-Πράμα παιδί μου, ντα εμπόριες ετοτεσάς να αντιμιλήσεις στσοι γονέους σου; Επήγα και εκλαύτηκα τση μάνας μου ή μπα ’θελά με λυπηθεί, ότι ήτονε μεγάλος και άσκημος και μαυριδερός και είχε και μεγάλη κοιλιά και τα αυθιά ντου ήτανε ωσά του γαϊδάρου μας και τον-ε πέρνουνα και μια γκεφαλή στο μπόι, αλλά η μάνα μου μού ’πενε ότι δε πρέπει να ποβγάλω τη τύχη μου γιατί ήτονε καλός γαμπρός και εμείς φτωχοί και δεν εγύρεψε πράμα ούτε προυκιά ούτε περιουσίες. Και ότι α δε ’θελά τον-ε πάρω ’θελά τον-ε δώσει ο πατέρας μου τση δεύτερης αδελφής μου. Μα είμαστε παιδί μου και εννιά κοπέλια και ήντα ’θελά γενούμενε έτσα μεγάλη φαμελιά. Εσκέφτηκα και ’γω να τον-ε πάρω να μη μποβαραίνω και τσοι γονέους μου.

-Και εσκέφτηκες θεία ποτέ να τον-ε χωρίσεις;

-Εκιανά παιδί μου τα χρόνια δεν εχωρίζανε οι αθρώποι όπως σήμερο, που ο Θιος να τσοι ’χει καλά που δε νταλαιπωρούνται και ο Θιος να συχωρέσει εκιουνά που έβγαλε το διαζύγιο. Εγώ παιδί μου είχα εφτά κοπέλια να αναθρέψω. Αν είχε τον-ε παραιτήσω ήντα ’θελα κάμω τα κοπέλια και που ’θελα πάω, στου πατέρα μου το σπίτι ή στσοι αδελφούς μου; Γιακιονά εκάθουμουνε κια και τον-ε ποδινάζουμουνε. Την αρχή επήγα να τρεζαθώ δεν έτρωγα και επόμεινα ωσάν τον ατσέλεγκα και έκλεγα μέρα νύχτα και εγρίκουμουνε την γκαρδιά μου να σπάσει πολλές φορές από τη στενοχώρια μου. Μια ναργαδινή που από τα νεύρα ντου μου ’χενε σπασμένα όλα τα πιατικά και μου σήκωσε και χέρα, εσκέφτηκα να τον-ε παντονιάρω να πάρω τα κοπέλια να φύγω και έπρεπε γω ετοτεσάς να το κάμω που είχα ακόμα δυο κοπέλια και ’θελα πάω στην Αθήνα στση αξαδέρφης μου τση Ζηνιώς που είχενε τόπο και μου ’χενε βριμένη και δουλειά στση Έλενας το νοσοκομείο. Μα εσκέφτηκα πως ’θελα ντρέπουνται τα κοπέλια μου να βγούνε από τη μπόρτα κι όξω και ’θελα τα κοροιδένε που η μάνα ντος επαντόνιαρε το μπατέρα ντος και έφυγε. Και αλαμπιλίρι ήντα ’θέλα λένε και οπίσω από τη μπλάτη μου. Εκεινά την αργαδινή επήρα τη μεγάλη απόφαση και είπα τση απατής μου. «Αφού μαύρη δε μπορείς να κάμεις πράμα ούτε και να τον ελλάξεις πήγαινε σκιας με τα νερά ντου να περνάς πιο καλά». Και έτσα παιδί μου επορεύτηκα στη ζωή μου και εμέρωσε και αυτός μια ουλιά και στα στερνά τον-ε συνήθισα κιόλας. Μα να σου πω ένα μπράμα, ελιπούμουνε ντονε γιατί επόμεινε από μικιός αρφανός και ήτανε δυστυχισμένος και δεν εχέρουντονε με πράμα στη ζωή του. Όλοι του φταίγανε, εχτός από τον απατό ντου. Και τη μέρα που επηγαίναμε να τον-ε θάψομενε εσκέφτηκα μια στιγμή. «Πού μωρέ πάω και έφηκα αμοναχό το γέρο μου;» Εθάρουνε πως επήγαινα σε αλλουνού κηδεία!!!

Σκέφτηκα να μεταφράσω τις δύσκολες λέξεις αλλά θα μου πάρει ένα μεροκάματο. Γιαυτό καλύτερα έχω να σας κάνω το τραπέζι και εκεί να σας εξηγήσω τα ανεξήγητα παρά να το κάνω τώρα εδώ.

Ιφιγένεια Μανουρά


Ιφιγένεια Μανουρά

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:104