Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Τα γλάνια… | του Αντώνη Κουκλινού


Εκλείσανε τα σκολιά και εζωήρεψε το κονάκι ντου από τσι φωνές.

Τα δυο μικιά γλάνια τση θυγατέρας του, θα ξεκαλοκαιρέψουνε στου παππού οφέτος.

Δεν τα γνοιάζει πως θα ν’ είναι στο χωργιό ετόσονά καιρό, ίσα ίσα κάνουνε τα έτη ντος έπαε.

Ένα σπίτι απού ’χει απ’ ούλα…

Κατσούλια, σκύλους, όρθες, χοίρο, αίγες, ρίφχια, και γάϊδαρο.

Ήντα ατζιρίθια έχουνε να παίξουνε εδά, απού θα βρούνε κι άλλα γειτονάκια, να κάνουνε παρέα και θα ’χουνε τη άπλα ντος.

Μα και στα περβόλια, όντε θα κλουθούνε του παππού στο μ-πόδα κάθα μέρα.

Τα μεσημέργια κοιμούνται στην αυλή, από κάτω στη κρεβατίνα και όντε θα βραδιάσει, τροζαίνουντε με τσι ιστορίες τω γερόντω.

Όντε θα στέσουνε τηγάνι στη παρασιά, κοντέβγουνε να φάνε μνια μοσώρα πατάτες τα δυο ντος, μα και στη σαλάτα στη λεκανίδα, βουτούνε το παξιμάδι στο λάδι και γλύφουνε τα δαχτύλια ντος.

Πρωί, πρωί, εσηκωθήκανε, ήπχιανε το γάλα ντος και μολάραρανε για το περβόλι.

Το Γιωργιό ξετελεμένο αντράκι, σαφή τον ερωτά:

-Παππού, παππού, μα ηντάνε κειονέ, απάνω στο καλάμι;

-Αυτό ’νε παιδί μου σκιάχτρο!

-Και ήντα το κάνεις εκειά;

-Αυτό Γιωργιό μου φοβερίζει τα πουλιά και δε σιμώνουνε να τρώνε τα κηπικά!

Παρατηρούνε το παππού στο πηγάϊδι απού ρίχνει το γουβά να βγάλει νερό, για να ποτίσει πεντέξε αυλακιές κήπο.

Κολοκυθιές εφύτεψε, να κόβγει τσ’ αθούς για να του σάζει ντολουμάδες η κερά ντου.

Δε θέλει και πολλά μνια δεκαρά ντομαθιές, αγγουργιές, φασολιές, μπαμνιέδες, μελιτζάνες και να φυτρώξουνε βλιταράκια με στίφνο.

Μέρα παρά μέρα τα ποτίζει και έχει τα μαγεροψήματά ντου στο σπίτι, να πέψει και τω κοπελιώ.

Δίπλα στο πηγάιδι τα ’χει φυτεμένα και με δυο ζάλλα, φκεραίνει το νερό στην αυλακιά.

Κάθε σκινιά απού θα σύρει απάνω το γουβά γεμάτο νερό, ευχαριστεί το μεγαλοδύναμο απού το πέμπει και ποτίζει.

Απίς θα ξεδιψάσει τα ζαρζαβατικά θα πχιάσει τα ζούμπερα.

Δυο αίγες τζενομένες στη καλαμνιά να βόσκουνε με τα ρίφχια ντος και τη γαϊδάρα αξέστρωτη, δεμένη από κάτω στην απιδιά στον ασκιανό.

Εδά με τσι κάψες θένε κι αυτά νερό πρωί, βράδυ.

Όσην ώρα ποτίζει και μεταδένει τα ζούμπερα, εβρήκα ντα κοπέλια παιχνίδι το σωμάρι τση γαϊδάρας.

-Παππού να βάλεις το σωμάρι του γαιδάρου να καβαλικέψομε να πάμε στο χωργιό;

-Όι στο χωργιό, επαέ θα κάμετε ένα βολιταράκι ’σάμε το ποταμό απού θα πάμε να τη ποτίσομε.

Βάνει το σωμάρι τση γαιδάρας και καθίζει το ένα απάνω και το άλλο στη καπούλα.

-Βάστα το χαλινάρι Γιώργη και συ Μανωλιό να κρατείς τα σκαρβέλια να μη πέσεις.

Αυτή η χαρά τση βόλτας, να καβαλικεύγουνε και τα δυο, είναι ότι καλύτερο μπορεί να νοιώσει το κοπέλι.

Μόνο τα γέλια και τση φωνές τως να γροικάς, φτάνει να καταλάβεις πόσο χαρούμενα περνούνε.

Απίς θα ποσαστεί με τα ζούμπερα, τω σε φωνιάζει να σιμώσουνε κοντά.

-Ελάστε δα επαέ φέρετε το καλαθάκι, από τη ρογδιά, να μαζώξομε τα κηπικά τση γιαγιάς.

Αγλακούνε ντελόγω από κάτω στη ρογδιά και το φέρνουνε.

Εκειέ στην άκρα τσι αυλακιάς το ‘φήσετε κι ελάστε δα επαέ κοντά.

Κόβγει ντομάτες αγγουράκια και τως-ε ’δίδει ένα ένα στο χεράκι και τα βάνουνε στο καλάθι.

Εμάθανε πώς να κουτσοτρουλίζουνε το στίφνο και τα βλίτα.

Η αίσθηση πως κάνουνε δουλειές, πως βοηθούνε κι αυτά το παππού, είναι μνια καταγραφή στο «σκληρό» δίσκο τση μνήμης, που μνια μέρα θα ξαναδιαβάζεται και θα τα συγκινεί απεριόριστα.

-Άντεστε δα πχιάσετε χεράκι χεράκι να γιαγύρομε στο χωργιό, για θα μας-ε ’πχιάσει η κάψα.

Η κερά ντου θα ετοιμάσει το κολατσό, με φρέσκα αυγουλάκια από το γκούμο με μνια φέτα τυροζούλι του κάθα κοπελιού.

Έχει κι εκείνη τσι δουλειές τση ποσασμένες.

Να ταΐσει τσι όρνιθες, το χοίρο, να λαντουρίσει την αυλή και να ποτίσει τσι ντενέκες με τσι βγιόλες.

Ετσά θα κάτσουνε από κάτω στη κρεβατίνα στη δροσεράδα, να ξεκαψωθούνε και να κολατσίσουνε.

Το εγγόνια εγεμίσανε τη ψυχή ντως ομορφχιές πάλι σήμερο και όπως και να το πεις το καλύτερο μάθημα τση ζωής επήρανε.

Ότι κάμανε σήμερο στο περβόλι, το λένε τση γιαγιάς κι εκείνη τα επιβραβεύει με μνια μεγάλη αγκαλιά και μόνο απού τα γροικά τροζαίνεται, απού τη χαρά τζη.

Αθρώποι νοικοκύρηδες…

Εκάμανε το χρέος απού ’πρεπε.

Ποκαταστεμένα τα κοπέλια ντως, έχουνε οικογένειες με τσι δουλειές τως και πομείνανε οι γερόντοι πάλι οι δυο ντως στο χωργιό.

Τα καλοκαίργια έχουνε τη καλύτερη παρέα μα και χρέος να δασκαλέψουνε τα εγγόνια, πως η ζωή δε θέλει πολλά για να ζήσεις.

Να κατέχεις να ζεις θέλει…

Όσο θα ’χουνε την υγειά ντως να σαλεύγουνε οι γερόντοι, τα καλοκαίργια θα ’ναι ωσά κι εδά.

Το πηγάιδι θα βγάνει νερό να ποτίζει με το γουβά το περβολάκι και τα εγγόνια θα μαθαίνουνε ήντα θα πει ζωή στο χωργιό…

Άλλο πράμα να τα διαβάζεις κι άλλο να τα σπουδάζεις στη πράξη.

Άμα δεν αγαπήσεις το χώμα και τη πέτρα, νοικοκύρης δε γίνεσαι σωστός.

Αντώνης Κουκλινός


Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:110