Η Ελένη | του Γιάννη Ρίτσου
(Από μακριά κιόλας φαινόταν η φθορά — ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι· ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα· τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος. Όταν πλησίασε, —δισταχτικός πάντα,— η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο: θρασεμένα φυτά, σαρκώδη φύλλα, ακλάδευτα δέντρα· τα σπάνια λουλούδια πνιγμένα στις τσουκνίδες· τα σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα· στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Πόσα χρόνια πριν. Ήταν πολύ νέος τότε· — είκοσι δύο; εικοσιτριώ; Κι εκείνη; Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις, — ήταν τόσο το φέγγος που ανάδινε, —σε τύφλωνε· σε διαπερνούσε·— δεν ήξερες πια τί ήταν, αν ήταν, αν ήσουν. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άκουσε απέξω το κουδούνισμα, πολύ μοναχικό, μέσα σ’ ένα γνωστό του χώρο, άγνωστα τώρα διαρρυθμισμένο, με άγνωστες διακλαδώσεις, σε σκοτεινά χρώματα. Αργούσαν ν’ ανοίξουν. Κάποιος έσκυψε απ’ το πάνω παράθυρο. Δεν ήταν αυτή. Μια υπηρέτρια, — πολύ νέα. Σα να γέλασε. Έφυγε απ’ το παράθυρο. Αργούσαν πάλι. Ύστερα βήματα στη μέσα σκάλα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα. Ανέβηκε. Μια μυρωδιά από σκόνη, σάπιους καρπούς, στεγνή σαπουνάδα, ούρα. Από δω. Κρεβατοκάμαρα. Ντουλάπα. Μετάλλινος καθρέφτης. Δυο σαραβαλιασμένες σκαλιστές πολυθρόνες. Τσίγκινο τραπεζάκι με φλιτζάνια του καφέ κι αποτσίγαρα. Κι εκείνη; Όχι, όχι, — δεν είναι δυνατόν. Γριά — γριά — εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια — Όχι, όχι. Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί, ασάλευτη· καθιστή στο κρεβάτι· καμπουριασμένη. Μόνο τα μάτια της — ακόμη πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια).
Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες —κάτι θέλουν να πουν,— ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του
και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.
Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —
μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν· βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό· από κει πάνω
διακρίνω χαμηλά την κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες· βλέπω τη μια ανεβασμένη
σ’ ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ’ τη φωτογραφία της Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό· βλέπω το ξεσκονόπανο ν’ αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.
Βλέπω κι εσένα μ’ ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο
απ’ τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το πρόσωπό σου
με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,
μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κι εντοπίζεται σ’ έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω
εδώ, λίγο πιο κάτω απ’ το λαρύγγι μου. Και νά με πάλι
στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια
που με κοιτούν ένα ένα κατανεύοντας· — είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.
Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τί να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να ’χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κι η ουρά του κρεμόταν ώς κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.
Πέρασε πια ο καιρός των ανταγωνισμών· στερέψανε οι επιθυμίες·
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις —έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές— η νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.
Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν· άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια·
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια που πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια· — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων· —
απόξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα που περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.
Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μια πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μια τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίτες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του· το τινάζει στον αέρα·
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει· ασπρίζουν τα μαλλιά του·
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν· περιμένουν ν’ ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα· φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανά του.
Καμιά, λοιπόν, σημασία στα γεγονότα ή στα πράγματα· — το ίδιο κι οι λέξεις, παρότι
Μμ’ αυτές ονοματίζουμε όπως όπως κείνα που μας λείπουν ή εκείνα
που ποτέ μας δεν τα ’δαμε —τα αέρινα, που λέμε, τα αιώνια·—
λέξεις αθώες, παραπλανητικές, παρηγορητικές, διφορούμενες πάντα
μες στην εκζητημένη τους ακρίβεια· — τί θλιβερή ιστορία,
δίνοντας όνομα σε μια σκιά, λέγοντάς το τη νύχτα στην κλίνη
με το σεντόνι ανεβασμένο στο λαιμό, κι ακούγοντάς το οι ανόητοι να θαρρούμε
ότι κρατάμε το σώμα, μας κρατάει, ότι κρατιόμαστε στον κόσμο.
Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους —
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης— οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα — έτσι λένε, — οδηγοί καραβιών· — Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, — ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι — κι έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει, να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.
Ένα άλλο βούλιαγμα τώρα, πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, — από κει μέσα
ανεβαίνουν κάτι ήχοι πότε πότε, — όταν χτυπούσαν τα σφυριά στο ξύλο
καρφώνοντας μια νέα τριήρη στο μικρό ναυπηγείο· όταν περνούσε
ένα μεγάλο τέθριππο στον πέτρινο δρόμο, συνεχίζοντας τους χτύπους
απ’ το ρολόι της Μητρόπολης σε άλλη διάρκεια, σάμπως οι ώρες
να ’ταν πολύ πιο πολλές από δώδεκα και σάμπως τα άλογα
να γύριζαν μες στο ρολόι ώσπου κουράζονταν· ή, κάποια νύχτα,
που τραγουδούσαν κάτω απ’ τα παράθυρά μου δυο όμορφοι νέοι
ένα τραγούδι για μένα, χωρίς λόγια· — ο ένας ήταν μονόφθαλμος· ο άλλος
φορούσε μια μεγάλη πόρπη στη ζώνη του — γυάλιζε στο φεγγάρι.
Οι λέξεις τώρα δε μου ’ρχονται από μόνες τους· — τις ψάχνω, σα να μεταφράζω
από μια γλώσσα που δεν ξέρω, — ωστόσο μεταφράζω. Ανάμεσα στις λέξεις,
ή και μέσα στις λέξεις, μένουν τρύπες βαθιές· κοιτάω μέσ’ απ’ αυτές τις τρύπες
σα να κοιτάω μες απ’ τους ρόζους που έχουν πέσει απ’ τα σανίδια μιας πόρτας
κατάκλειστης, καρφωμένης εδώ και αιώνες. Τίποτα δε βλέπω.
Όχι πια λέξεις και ονόματα· κάτι ήχους μονάχα ξεχωρίζω· — ένα ασημένιο κηροπήγιο
ή ένα κρυστάλλινο ανθογυάλι ηχεί από μόνο του και ξαφνικά σωπαίνει
κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτα, πως δεν κουδούνισε αυτό, πως κανένας
δεν το ’χε αγγίξει, πως κανένας δεν πέρασε πλάι του. Ένα φόρεμα
σωριάζεται μαλακά απ’ την καρέκλα στο πάτωμα, μεταθέτοντας
την προσοχή απ’ τον προηγούμενο ήχο στην απλότητα του τίποτα. Ωστόσο
η ιδέα μιας σιωπηλής συνωμοσίας, παρότι διαλυμένη στον αέρα,
επιπλέει πυκνωμένη σ’ ένα επίπεδο πιο πάνω, σχεδόν σταθμητή,
τόσο που αισθάνεται το χάραγμα των ρυτίδων να βαθαίνει πλάι στα χείλη σου
απ’ αυτήν ακριβώς την παρουσία ενός παρείσακτου που παίρνει τη θέση σου
μεταβάλλοντας εσένα σε παρείσακτο, εδώ στο κρεβάτι σου, στην κάμαρά σου.
Ω, αυτή η ξενιτιά μας μέσα στα ίδια μας τα ρούχα που παλιώνουν,
μες στο ίδιο μας το δέρμα που ζαρώνει· ενώ τα δάχτυλά μας
δεν μπορούν πια να σφίξουν, να κρατήσουν τριγύρω στο κορμί μας
ούτε καν την κουβέρτα, που ανυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, αφήνοντάς μας
ακάλυπτους μπροστά στο κενό. Και τότε η κιθάρα, κρεμασμένη στον τοίχο,
ξεχασμένη από χρόνια, με χορδές σκουριασμένες, αρχίζει να τρέμει
έτσι που τρέμει το σαγόνι μιας γριάς απ’ το κρύο ή απ’ το φόβο, και πρέπει
να βάλεις πάνω στις χορδές την παλάμη σου, να σταματήσεις
το μεταδοτικό τους ρίγος. Μα δε βρίσκεις το χέρι σου, δεν έχεις χέρι,
κι ακούς μες στο στομάχι σου πως είναι το δικό σου σαγόνι που τρέμει.
Σε τούτο το σπίτι ο αγέρας έχει γίνει βαρύς κι ανεξήγητος, ίσως
από τη φυσικότητα της παρουσίας των νεκρών. Μια κασέλα
ανοίγει μόνη της, βγαίνουν παλιά φορέματα, θροΐζουν, στήνονται όρθια,
σεργιανούν σιγανά· δυο χρυσά κρόσσια μένουν στο χαλί·· ένα παραπέτασμα
παραμερίζει· —δε φαίνεται κανείς— κι όμως είναι· ένα τσιγάρο
καίγεται μόνο του μες στο σταχτοδοχείο με μικρές διακοπές· — εκείνος
που το ’χει αφήσει εκεί, βρίσκεται στ’ άλλο δωμάτιο, σαν κάπως αδέξιος,
με την πλάτη γυρισμένη, κοιτώντας στον τοίχο, πιθανόν μιαν αράχνη
ή μια κηλίδα υγρασίας, — έτσι προς τον τοίχο, για να μην ξεχωρίζει
το σκοτεινό βαθούλωμα κάτω από τα προτεταμένα ζυγωματικά του.
Οι νεκροί πια δε μας πονούν, — κι είναι παράξενο — δεν είναι;—
όχι για κείνους τόσο, όσο για μας, — αυτή η ουδέτερη οικειότητά τους
μ’ έναν χώρο που τους έχει αρνηθεί και που αυτοί δε συνεισφέρουν
στα έξοδα της συντήρησής του είτε στην έγνοια της φθοράς του,
αυτοί, συντελεσμένοι κι αμετάβλητοι, μόνον σαν κάπως πιο μεγάλοι.
Αυτό ’ναι κάποτε που μας ξενίζει — η υπερτροφία του αμετάβλητου
κι η σιωπηλή τους αυτάρκεια — όχι αγέρωχη, διόλου· δεν πασχίζουν
να σου επιβάλλουν την ανάμνησή τους, να σου είναι αρεστοί. Οι γυναίκες
αφήνουν χαλαρή την κοιλιά τους, πεσμένες τις κάλτσες τους· παίρνουν
απ’ τ’ ασημένιο κουτί τις καρφίτσες· τις καρφώνουν μία μία
σε δυο κανονικές παρατάξεις στο βελούδο του καναπέ· μετά, τις μαζεύουν
και ξαναρχίζουν πάλι με την ίδια ευγενική προσοχή. Κάποιος πανύψηλος
έρχεται απ’ το διάδρομο· — το μέτωπό του χτυπάει πάνω στην πόρτα·
αυτός δεν κάνει κανένα μορφασμό — κι ούτε ακούστηκε χτύπος, καθόλου.
Ναι, τόσο ανόητοι κι αυτοί σαν κι εμάς· μονάχα πιο ήσυχοι. Ένας άλλος
σηκώνει το χέρι του επίσημα, σα να ’ναι να ευλογήσει κάποιον,
κόβει ένα κρύσταλλο απ’ τον πολυέλαιο, το φέρνει στο στόμα του
απλά, σα γυάλινο καρπό, — θαρρείς θα το μασήσει, θα βάλει σε κίνηση πάλι
μια λειτουργία ανθρώπινη· — όχι· το κρατάει ανάμεσα στα δόντια
έτσι να λάμπει το κρύσταλλο με μάταιες λάμψεις. Μια γυναίκα
παίρνει απ’ το στρογγυλό λευκό βαζάκι την κρέμα του προσώπου
με έμπειρη κίνηση των δύο δακτύλων της, και γράφει
στο τζάμι του παράθυρου δυο παχιά κεφαλαία —κάτι σαν Ε και Θ·—
ο ήλιος ζεσταίνει το τζάμι, η κρέμα λιώνει, στάζει στον τοίχο —
κι αυτό δε θέλει να σημαίνει τίποτα — δυο λιπαρά, σύντομα αυλάκια.
Δεν ξέρω γιατί μένουν δω μέσα οι νεκροί, χωρίς τη συμπάθεια κανενός· δεν ξέρω τί θέλουν
και τριγυρνούν στις κάμαρες με τα καλά τους ρούχα, τα καλά τους παπούτσια
βερνικωμένα, αρυτίδωτα, κι αθόρυβα ωστόσο σα να μην πατάνε κάτω.
Πιάνουν τον τόπο, ξαπλώνουν όπου τύχει, στις δυο κουνιστές πολυθρόνες,
χάμου στο πάτωμα ή μέσα στο λουτρό· ξεχνούν τη βρύση να στάζει·
ξεχνούν τα μοσκοσάπουνα να λιώνουν στο νερό. Οι υπηρέτριες,
καθώς περνούν ανάμεσά τους, σκουπίζοντας με τη μεγάλη σκούπα,
δεν τους αντιλαμβάνονται. Μονάχα, κάποτε, το γέλιο μιας δούλας
μοιάζει σαν κάπως στενεμένο — δεν πετάει ψηλά, δεν φεύγει απ’ το παράθυρο,
όμοιο πουλί δεμένο απ’ το πόδι με σπάγγο, που κάποιος το τραβάει προς τα κάτω.
Και, τότε, οι δούλες οργίζονται ανεξήγητα μαζί μου, πετάνε τη σκούπα
εδώ, καταμεσής στην κάμαρά μου, μπαίνουν στην κουζίνα· — τις ακούω
να ψήνουν σε μεγάλα μπρίκια καφέ, να χύνουν τη ζάχαρη χάμου —
η ζάχαρη τρίζει κάτω απ’ τα παπούτσια τους· η μυρωδιά του καφέ
περνάει απ’ το διάδρομο, πλημμυρίζει το σπίτι, κοιτιέται στον καθρέφτη
σαν ένα πρόσωπο κουτό, μελαχρινό, αναιδές, με αχτένιστα τσουλούφια,
με δυο ψεύτικα γαλάζια σκουλαρίκια· φυσάει στον καθρέφτη το χνότο της,
θαμπώνει το γυαλί. Νιώθω τη γλώσσα μου να ψάχνει μες στο στόμα μου·
νιώθω πως έχω ακόμη σάλιο. «Έναν καφέ κι εμένα», φωνάζω στις δούλες·
«έναν καφέ», (μόνο καφέ ζητώ· δε θέλω τίποτ’ άλλο). Εκείνες
κάνουν πως δεν ακούν. Ξαναφωνάζω πάλι και πάλι
χωρίς πίκρα ή οργή. Δεν απαντούν. Τις ακούω να ρουφούν τον καφέ τους
απ’ τα δικά μου πορσελάνινα φλιτζάνια με το χρυσό περιστόμιο
και τα λεπτά, μενεξεδένια ανθάκια. Σωπαίνω και κοιτάζω
κείνη τη σκούπα ριγμένη στο πάτωμα σαν το άκαμπτο πτώμα
εκείνου του ψηλού, λιγνού μαναβόπουλου, που, εδώ και χρόνια,
μου ’δειχνε ανάμεσα στα κάγκελα του κήπου το μεγάλο φαλλό του.
Ω, ναι, γελάω καμιά φορά, κι ακούω το γέλιο μου βραχνό ν’ ανεβαίνει
όχι απ’ το στήθος πια, πολύ πιο κάτω, απ’ τα πόδια· πιο κάτω,
μέσ’ απ’ τη γης. Και γελάω. Πώς ήταν δίχως νόημα όλα,
δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία — πλούτη, πόλεμοι, δόξες και φθόνοι,
κοσμήματα και η ίδια η ομορφιά μου.
Τί ανόητοι θρύλοι,
κύκνοι και Τροίες και έρωτες κι ανδραγαθίες.
Συνάντησα πάλι
σε πένθιμα, νυχτερινά συμπόσια τους παλιούς εραστές μου, με άσπρα γένια,
με άσπρα μαλλιά, με κοιλιές ογκωμένες, σα να ’ταν
έγκυοι κιόλας απ’ το θάνατό τους, να καταβροχθίζουν με μια ξένη βουλιμία
τα ψημένα τραγιά, χωρίς να κοιτάζουν τη σπάλα —τί να κοιτάξουν;—
μια επίπεδη σκιά τη γέμιζε όλη με ελάχιστες άσπρες κηλίδες.
Εγώ, όπως ξέρεις, διατηρούσα ακόμη την παλιά ομορφιά μου
σαν από θαύμα (αλλά και με βαφές, με βότανα και με πομάδες,
χυμούς λεμονιών κι αγγουρόνερο). Τρόμαζα μόνο να βλέπω στη μορφή τους
το πέρασμα και των δικών μου χρόνων. Έσφιγγα τότε τους μυώνες της κοιλιάς μου,
έσφιγγα μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο τα μάγουλά μου, σάμπως
να στέριωνα μ’ ένα φτενό δοκάρι δυο ετοιμόρροπους τοίχους.
Έτσι περίκλειστη, σφιγμένη, τεντωμένη —τί κούραση, θε μου,—
κάθε στιγμή σφιγμένη (και στον ύπνο ακόμη) σαν μέσα
σε μια παγερή πανοπλία ή σ’ έναν ξύλινο ολόσωμο κορσέ, σαν μέσα
σ’ έναν δικό μου Δούρειο Ίππο, απατηλό, στενό, ξέροντας κιόλας
το άσκοπο της απάτης και της αυταπάτης, το άσκοπο της φήμης,
το άσκοπο και το πρόσκαιρο της κάθε νίκης.
Πριν από λίγους μήνες,
με το χαμό του αντρός μου, (μήνες τάχα ή χρόνια;) παράτησα για πάντα
τον Δούρειο Ίππο μου, κάτω στο στάβλο, μαζί με τα γέρικα άλογά του,
να σεργιανάνε μέσα του οι αράχνες κι οι σκορπιοί. Δε βάφω πια τα μαλλιά μου.
Μεγάλες κρεατοελιές φυτρώσανε στο πρόσωπό μου. Χοντρές τρίχες
μου ζώσανε το στόμα — τις πιάνω· δεν κοιτιέμαι στον καθρέφτη —
άγριες τρίχες, μακριές, — σαν κάποιος άλλος να θρονιάστηκε εντός μου,
ένας αδιάντροπος, κακόβουλος άντρας, και τα δικά του γένια
βγαίνουν απ’ το δικό μου δέρμα. Τον αφήνω· —τί να κάνω;—
φοβάμαι μήπως αν τον έδιωχνα, θα ’σερνε πίσω του και μένα.
Μη φύγεις. Μείνε λίγο ακόμα. Έχω τόσον καιρό να μιλήσω.
Κανείς δεν έρχεται πια να με δει. Βιαστήκαν όλοι να φύγουν.
Το ’δα στα μάτια τους — βιαζόνταν όλοι να πεθάνω. Δεν κυλάει ο χρόνος.
Οι δούλες με μισούν. Ακούω τις νύχτες να μου ανοίγουν τα συρτάρια,
να παίρνουν τις δαντέλες, τα κοσμήματα, τα χρυσά τάλαντα· — ποιός ξέρει
αν θα μ’ αφήσαν κάνα φόρεμα της προκοπής για μια ώρα ανάγκης
και κάνα ζευγάρι παπούτσια. Τα κλειδιά μού τα πήραν κι εκείνα
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου· — δε σάλεψα διόλου· έκανα πως κοιμόμουν —
έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα τα παίρναν· — ας μην ξέρουν τουλάχιστο πως ξέρω.
Τί θα γινόμουν αν δεν είχα κι αυτές; «Υπομονή, υπομονή», λέω·
«υπομονή», — κι είναι κι αυτό σαν μια ελάχιστη νίκη, την ώρα
που αυτές διαβάζουν τις παλιές επιστολές των θαυμαστών μου
ή τα ποιήματα που μου ’χαν αφιερώσει μεγάλοι ποιητές· — τα διαβάζουν
με ηλίθιο στόμφο και με λάθη πολλά στην προφορά, στους τονισμούς, στο μέτρο
και στο συλλαβισμό· — δεν τις διορθώνω. Κάνω πως δεν ακούω. Άλλοτε πάλι
σχεδιάζουν με το μαύρο κραγιόν των φρυδιών μου μεγάλα μουστάκια
στα αγάλματά μου, ή τους φορούν στο κεφάλι ένα παμπάλαιο κράνος
ή το δοχείο της νυκτός. Τις κοιτάζω γαλήνια. Αυτές θυμώνουν.
Μια μέρα, που ένιωσα κάπως καλύτερα, τις παρακάλεσα πάλι
να μου βάψουν το πρόσωπο. Μου το ’βαψαν. Ζήτησα έναν καθρέφτη.
Το ’χαν βαμμένο πράσινο, με μαύρο στόμα. «Ευχαριστώ», τους είπα,
σα να μην είδα τίποτα παράδοξο. Εκείνες γελούσαν. Η μια τους
γδύθηκε ολότελα μπροστά μου, ντύθηκε τα χρυσά μου πέπλα, κι έτσι
γυμνόποδη με τα χοντρά της πόδια, άρχισε να χορεύει,
πήδησε πάνω στο τραπέζι — ξέφρενη· χόρευε, υποκλίνονταν
μιμούμενη τάχα τις παλιές μου κινήσεις. Ψηλά, στο μηρό της
είχε μια δαγκωνιά από δυνατά, κανονικά, αντρίκεια δόντια.
Εγώ τις κοίταζα σα να ’μουν στο θέατρο· — καθόλου ταπείνωση ή θλίψη
ούτε αγανάκτηση — πρός τί; Μονάχα επαναλάβαινα βαθιά μου:
«μια μέρα θα πεθάνουμε», ή μάλλον: «μια μέρα θα πεθάνετε» · κι αυτό
ήταν μια βέβαιη εκδίκηση και φόβος και παρηγοριά. Κοιτούσα
κατάματα το καθετί, με μια απερίγραπτη, απαθή καθαρότητα, σάμπως
να ’ταν τα μάτια μου ανεξάρτητα από μένα· κοιτούσα τα μάτια μου τα ίδια
να στέκουν ένα μέτρο μακριά απ’ το πρόσωπό μου, σαν τα τζάμια
ενός απόμακρου παράθυρου, που πίσωθέ τους κάποιος άλλος
κάθεται και παρατηρεί ό,τι γίνεται σ’ έναν άγνωστο δρόμο
με κλειστά καφενεία, φωτογραφεία, αρωματοπωλεία,
κι είχα την αίσθηση πως ένα ωραίο κρυστάλλινο φιαλίδιο
έσπασε, και το μύρο χύθηκε στη σκονισμένη προθήκη. Όσοι περνούσαν
κοντοστεκόνταν αόριστα, οσμίζονταν τον αέρα, κάτι αγαθό θυμούνταν
κι ύστερα χάνονταν πίσω απ’ τις πιπεριές ή στο βάθος του δρόμου.
Στιγμές στιγμές, το άρωμα αυτό το νιώθω ακόμη — δηλαδή το θυμάμαι·
παράξενο δεν είναι; — αυτά που λέμε συνήθως μεγάλα, διαλύονται, σβήνουν —
ο φόνος του Αγαμέμνονα, η σφαγή της Κλυταιμνήστρας (μου ’χαν στείλει
απ’ τις Μυκήνες ένα ωραίο της περιδέραιο, φτιαγμένο
από μικρές, χρυσές προσωπίδες, ενωμένες με κρίκους
στο πάνω μέρος των αυτιών τους — δεν το φόρεσα διόλου). Ξεχνιούνται·
κάτι άλλα μένουν, επουσιώδη, ασήμαντα· — θυμάμαι που είδα μια μέρα
ένα πουλί καθισμένο στη ράχη ενός αλόγου· κι αυτό το ανεξήγητο
σα να εξηγούσε (ιδιαίτερα σε μένα) κάποιο μυστήριο.
Θυμάμαι ακόμα, παιδί, στις όχθες του Ευρώτα, πλάι στις ζεστές πικροδάφνες,
τον ήχο από ’να δέντρο που ξεφλουδιζόταν μόνο του· οι φλούδες
πέφτανε μαλακά μες στο νερό, πλέαν σαν τριήρεις, ξεμακραίναν,
κι εγώ περίμενα, σώνει και καλά, μια μαύρη πεταλούδα με πορτοκαλιές ραβδώσεις
να κάτσει σε μια φλούδα, απορημένη που, ενώ μένει ακίνητη, κινείται,
κι αυτό με διασκέδαζε που οι πεταλούδες, αν και έμπειρες του αέρα,
δεν έχουν ιδέα από ταξίδια στο νερό κι από κωπηλασίες. Και ήρθε.
Είναι κάτι παράξενες στιγμές, μοναχικές, σχεδόν αστείες. Ένας άνθρωπος
περπατάει μεσημεριάτικα φορώντας στο κεφάλι του μια καλαθούνα· το καλάθι
του κρύβει ολάκερο το πρόσωπο σα να ’ναι ακέφαλος ή μεταμφιεσμένος
μ’ ένα τεράστιο αόμματο, πολυόμματο κεφάλι. Ένας άλλος,
καθώς σεργιανάει ρεμβαστικά στο σούρουπο, σκοντάφτει κάπου, βλαστημάει,
γυρίζει πίσω, ψάχνει· — μια ελάχιστη πέτρα· τη σηκώνει· την ασπάζεται· τότε
θυμάται να κοιτάξει ολόγυρά του· απομακρύνεται ένοχα. Μια γυναίκα
χώνει το χέρι της στην τσέπη της· δε βρίσκει τίποτα· βγάζει το χέρι της,
το υψώνει, το παρατηρεί προσεχτικά, σα χνοτισμένο από την πούδρα του άδειου.
Ένα γκαρσόνι έχει σφαλίσει μες στη φούχτα του μια μύγα — δεν την πιέζει·
ένας πελάτης τον φωνάζει· ξεχάστηκε· ξεσφίγγει τη φούχτα του· η μύγα
πετάει ψηλά, κάθεται στο ποτήρι. Ένα χαρτί κυλάει στο δρόμο
δισταχτικά, με πολλές παύσεις, χωρίς να επισύρει
την προσοχή κανενός, — κι αυτό του αρέσει. Μα πάλι, κάθε τόσο,
αφήνει ένα τρίξιμο ιδιαίτερο, που το διαψεύδει· σα να γυρεύει τώρα
κάποιον αδέκαστο μάρτυρα για τη σεμνή, μυστική του πορεία. Κι όλα τούτα
έχουν μια έρημη, ανεξήγητη ομορφιά κι ένα βαθύτατο πόνο
από δικές μας, ξένες κι άγνωστες, χειρονομίες — δεν έχουν;
Τα άλλα, σα να μην ήταν τίποτα — χάθηκαν. Άργος, Αθήνα, Σπάρτη,
Κόρινθος, Θήβα, Σικυών, — σκιές ονομάτων· τα μιλάω· ηχούν σαν βουλιαγμένα
μες στο ασυντέλεστο. Κάποιο χαμένο ευγενικό σκυλί στέκει
μπροστά στην προθήκη ενός φτηνού γαλατάδικου. Μια νέα περαστική το κοιτάζει·
αυτό δεν αποκρίνεται· η σκιά του απλώνεται στο πεζοδρόμιο μεγάλη.
Δεν έμαθα ποτέ μου το γιατί. Κι ούτε υπάρχει θαρρώ. Μένει μονάχα
αυτή η εξευτελιστική, εξαναγκασμένη (από ποιόν;) επιδοκιμασία
καθώς γνέφουμε «ναι» με το κεφάλι, σα να χαιρετούμε κάποιον
με απίστευτη δουλοφροσύνη, ενώ κανείς δεν περνάει, κανείς δεν είναι.
Θαρρώ πως κάποιος άλλος μού αφηγήθηκε, με ολότελα άχρωμη φωνή, ένα βράδυ,
τα περιστατικά της ζωής μου· κι εγώ νύσταζα· μέσα μου ευχόμουν
να σταματήσει επιτέλους· να μπορέσω να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ. Κι όσο μιλούσε, για να κάνω κάτι, ν’ αντιστέκομαι στον ύπνο,
μετρούσα ένα ένα τα κρόσσια απ’ το σάλι μου, ρυθμίζοντας το μέτρημα
πάνω σ’ ένα κουτό, παιδιάστικο τραγούδι της τυφλόμυγας, ωσότου
να χάσει κάθε νόημα απ’ την επανάληψη. Μα ο ήχος διατηρείται —
θόρυβοι, γδούποι, συρσίματα, — το βουητό της σιωπής, ένα παράταιρο κλάμα,
κάποιος ξύνει τον τοίχο με τα νύχια του, κάποιο ψαλίδι πέφτει στα σανίδια,
κάποιος βήχει· — η παλάμη στο στόμα του, μη και ξυπνήσει έναν άλλον
που κοιμάται μαζί του —ίσως το θάνατό του·— σταματάει· ύστερα πάλι
εκείνο το σπειροειδές βουητό από ’να άδειο πηγάδι, κλεισμένο.
Τις νύχτες ακούω που μεταφέρουν οι δούλες τα μεγάλα έπιπλά μου·
τα κατεβάζουν απ’ τη σκάλα, — ένας καθρέφτης, κρατημένος σα φορείο,
δείχνει τα φαγωμένα γύψινα στολίδια απ’ το ταβάνι· ένα τζάμι
χτυπάει στα κάγκελα — δεν έσπασε· το παλιό πανωφόρι στην κρεμάστρα
σηκώνει μια στιγμή τα αδειανά χέρια του, τα ξαναχώνει στις τσέπες·
οι μικρές ρόδες απ’ τα πόδια των καναπέδων τρίζουν στο πάτωμα. Νιώθω
εδώ στον αγκώνα μου το γδάρσιμο του τοίχου απ’ τη γωνιά της ντουλάπας
ή απ’ τη γωνιά του μεγάλου σκαλιστού τραπεζιού. Τί θα τα κάνουν; «Γεια σας», λέω
σχεδόν μηχανικά, σα ν’ αποχαιρετώ έναν επισκέπτη, ξένο πάντα. Μονάχα
εκείνη η αόριστη βοή που αργοπορεί στο διάδρομο σαν απ’ το κέρας
ξεπεσμένων αρχόντων κυνηγών, μες στο απόβροχο, σ’ ένα καμένο δάσος.
Αλήθεια, πόσα πράγματα άχρηστα, με πόση απληστία συναγμένα· —
φράζαν το χώρο — δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε· τα γόνατά μας
χτυπούσαν σε ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ω, βέβαια, θα πρέπει
πολύ να γεράσουμε, πολύ, ώσπου να γίνουμε δίκαιοι, να φτάσουμε εκείνη
την ήμερη αμεροληψία, τη γλυκιά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις κρίσεις,
όταν δικό μας πια μερτικό δεν υπάρχει σε τίποτα πάρεξ σ’ αυτή την ησυχία.
Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας
ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι, αθώοι,
να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να χτυπούν το κεφάλι
στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει
ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μες από μια χαραμάδα
λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ’ το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο —ποιός ξέρει—
ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου
ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκαλα ταύρων και αλόγων,
ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη
κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας.
Μείνε λιγάκι ακόμη. Βράδιασε. Το χρυσόμαλλο δέρας που λέγαμε — Ω, η σκέψη
έρχεται αργά σ’ εμάς τις γυναίκες — ξεκουράζει κάπως. Αντίθετα, οι άντρες
δε σταματούν ποτέ τους να σκεφτούν, — ίσως φοβούνται· ίσως δε θέλουν
να δουν κατάματα το φόβο τους, να δουν την κούρασή τους, να ξεκουραστούνε —
δειλοί, ματαιόδοξοι, πολυάσχολοι, προχωρούν στο σκοτάδι. Τα ρούχα τους
μυρίζουν πάντα καπνό από μια πυρκαγιά που πλάι της ή μέσα της
είχαν περάσει χωρίς να το ξέρουν. Γδύνονται γρήγορα· ρίχνουν
τα ρούχα τους στο πάτωμα· πέφτουν στην κλίνη. Όμως και το ίδιο τους το σώμα
μυρίζει καπνό, — τους ναρκώνει. Μες στο τρίχωμα του στήθους τους
έβρισκα, σαν κοιμόνταν πια, κάτι λεπτά, καμένα φύλλα
ή κάτι πούπουλα σταχτόμαυρα από πουλιά σκοτωμένα. Τότε
εγώ τα μάζευα και τα φυλούσα σε μια κασετίνα — τα μόνα σημάδια
μιας μυστικής επαφής· — ποτέ δεν τους τα ’δειξα · — δε θα τ’ αναγνώριζαν.
Κάποιες στιγμές, ω, ναι, ήταν ωραίοι — έτσι γυμνοί, παραδομένοι στον ύπνο,
εντελώς απροσποίητοι, αφημένοι, με τα μεγάλα, δυνατά σώματά τους
υγρά, μαλακωμένα, σαν θορυβώδη ποτάμια που κυλήσαν
από ψηλά βουνά σε γαλήνια πεδιάδα, ή σαν παιδιά εγκαταλειμμένα. Τότε
τους αγαπούσα πράγματι, σα να τους γέννησα εγώ. Παρατηρούσα τα μακριά ματόκλαδά τους
κι ήθελα να τους πάρω μέσα μου για να τους προφυλάξω, ή έτσι
να ζευγαρώσω μ’ ολόκληρο το σώμα τους. Κοιμόταν. Κι ο ύπνος σού επιβάλλει
το σεβασμό, γιατί ’ναι τόσο σπάνιος. Πάνε κι αυτά. Ξεχαστήκαν.
Όχι πως δε θυμάμαι πια, — θυμάμαι ακόμα· μονάχα που οι αναμνήσεις
δεν είναι πια συγκινημένες, —δε μας συγκινούν— απρόσωπες, γαλήνιες,
καθαρές ώς τις πιο ματωμένες γωνιές τους. Μόνον μία
κρατάει ακόμη έναν αγέρα γύρω της, ανασαίνει.
Κείνο το δείλι,
τριγυρισμένη απ’ τις ατελείωτες κραυγές των πληγωμένων,
απ’ τις ψιθυριστές κατάρες των γερόντων και το θαυμασμό τους, μέσα
στη μυρωδιά ενός γενικού θανάτου που, στιγμές στιγμές, λαμπύριζε
πάνω σε μιαν ασπίδα ή στην αιχμή ενός δόρατος ή στη μετόπη
ενός αμελημένου ναού η στον τροχό ενός άρματος, — ανέβηκα μόνη
στα ψηλά τείχη και σεργιάνισα,
μόνη, ολομόναχη, ανάμεσα
σε Τρώες και Αχαιούς, νιώθοντας τον αγέρα να κολλάει επάνω μου
τα λεπτά πέπλα μου, να ψαύει τις θηλές μου, να κρατάει το σώμα μου ακέριο
ντυμένο κι ολόγυμνο, μόνο με μια φαρδιά, ασημένια ζώνη
που ανέβαζε τα στήθη μου ψηλά —
έτσι ωραία, ανέγγιχτη, δοκιμασμένη,
την ώρα που μονομαχούσαν οι δυο αντεραστές μου και κρινόταν η τύχη
του πολυχρόνιου πολέμου· —
μήτε που είδα να κόβεται ο ιμάντας
από την περικεφαλαία του Πάρη, — μάλλον μια λάμψη απ’ το χαλκό της είδα,
μια λάμψη κυκλική, καθώς ο άλλος την περιέστρεφε οργισμένος
επάνω απ το κεφάλι του — ένα ολόφωτο μηδέν.
Δεν άξιζε διόλου να κοιτάξεις· —
την έκβαση την είχαν απ’ τα πριν ρυθμίσει οι θεϊκές βουλές· κι ο Πάρης,
δίχως τα σκονισμένα του σαντάλια, θα βρισκόταν σε λίγο στην κλίνη,
λουσμένος απ’ τα χέρια της θεάς, να με προσμένει μειδιώντας,
κρύβοντας τάχα μ’ ένα ρόδινο τσιρότο μια ψεύτικη ουλή στο πλευρό του.
Δεν κοίταξα άλλο· ούτε άκουγα σχεδόν τις πολεμόχαρες κραυγές τους —
εγώ, ψηλά, στα τείχη, πάνω απ’ τα κεφάλια των θνητών, αέρινη, σάρκινη,
χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα, χωρίς να ’χω κανενός την ανάγκη,
σα να ’μουν (ανεξάρτητη εγώ) ολόκληρος ο έρωτας, — ελεύθερη
από το φόβο του θανάτου και του χρόνου, μ’ ένα άσπρο λουλούδι στα μαλλιά μου,
μ’ ένα λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου, κι ένα άλλο στα χείλη να μου κρύβει
το χαμόγελο της ελευθερίας.
Μπορούσαν
κι από τις δυο πλευρές να με τοξεύσουν.
Έδινα στόχο
βαδίζοντας αργά πάνω στα τείχη, σχεδιασμένη ακέρια
στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας.
Κρατούσα τα μάτια κλεισμένα
για να ευκολύνω μια εχθρική χειρονομία τους — γνωρίζοντας στο βάθος
ότι κανείς δεν θα τολμούσε. Τα χέρια τους τρέμαν απ’ το θάμβος
της ομορφιάς και της αθανασίας μου —
(ίσως τώρα μπορώ να προσθέσω:
δεν τον φοβόμουν το θάνατο, γιατί τον ένιωθα πολύ μακριά μου).
Τότε
πέταξα απ’ τα μαλλιά μου κι απ’ τα στήθη μου τα δυο λουλούδια· — το τρίτο
το κρατούσα στο στόμα μου — τα πέταξα απ’ τις δυο πλευρές του τείχους
με μια κίνηση ολότελα ανεξίθρησκη.
Και τότε οι άντρες, μέσα κι έξω,
ριχτήκαν ο ένας του άλλου, αντίπαλοι και φίλοι, για ν’ αρπάξουν
εκείνα τα λουλούδια, να μου τα προσφέρουν — τα δικά μου λουλούδια. Δεν είδα
τίποτ’ άλλο μετά, — μονάχα πλάτες σκυμμένες, σάμπως όλοι
να ’ταν γονατιστοί στη γης, όπου στέγνωνε το αίμα απ’ τον ήλιο· — ίσως κιόλας
να ποδοπάτησαν εκείνα τα λουλούδια.
Δεν είδα.
Είχα κινήσει τα χέρια,
είχα υψωθεί στα νύχια των ποδιών, κι αναλήφθηκα
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου και το τρίτο λουλούδι.
Αυτό μου μένει ακόμη — κάτι σαν ανταμοιβή, σαν απόμακρη δικαίωση, κι ίσως
αυτό να μείνει, λέω, κάπου, στον κόσμο — μια στιγμιαία ελευθερία,
φανταστική, βέβαια, κι αυτή — παιχνίδι της τύχης και της άγνοιάς μας. Οι γλύπτες,
σ’ αυτή τη στάση ακριβώς (όσο θυμόμουν), δοκίμασαν να φτιάξουν
τα τελευταία αγάλματά μου· — και βρίσκονται ακόμη στον κήπο·
θα τα ’δες μπαίνοντας. Καμιά φορά, κι εγώ (σαν είναι οι δούλες στις καλές τους
και με κρατούν απ’ τις μασκάλες να με πάνε ώς εκείνη την καρέκλα
μπροστά στο παράθυρο), τα βλέπω. Λάμπουν στον ήλιο. Μια άσπρη ζέστα
ανεβαίνει απ’ τα μάρμαρα ώς εδώ. Δε συλλογιέμαι πιο πέρα. Σε λίγο
με κουράζει κι αυτό. Προτιμώ να κοιτάζω ένα κομμάτι δρόμο
όπου δυο τρία παιδιά παίζουν με μια πανένια μπάλα, ή κάποιο κορίτσι
που κατεβάζει ένα καλάθι, δεμένο με σκοινί, απ’ τ’ αντικρινό μπαλκόνι.
Κάποτε οι δούλες με ξεχνούν εκεί. Δεν έρχονται να με βάλουν ξανά στο κρεβάτι.
Και μένω όλη νύχτα να κοιτάζω ένα παλιό ποδήλατο, σταθμευμένο
μπροστά στη φωτισμένη τζαμαρία ενός καινούργιου ζαχαροπλαστείου,
ώσπου σβήνουν τα φώτα, ή εγώ αποκοιμιέμαι στο περβάζι. Κάθε τόσο
θαρρώ πως με ξυπνάει ένα άστρο που γλιστράει στο διάστημα
όπως στο σάλιο απ’ το ανοιχτό, ξεδοντιασμένο στόμα ενός γέρου.
Τώρα
έχουν καιρό να με φέρουν στο παράθυρο. Μένω εδώ στο κρεβάτι
καθιστή ή πλαγιασμένη, — αυτό το μπορώ. Για να περνάει η ώρα
πιάνω το πρόσωπό μου —ένα πρόσωπο ξένο·— το αγγίζω, το ψαύω, μετράω
τις τρίχες, τις ρυτίδες, τις κρεατοελιές· — ποιός είναι μέσα
σε τούτο το πρόσωπο;
Κάτι στυφό ανεβαίνει στο λαιμό μου — η ναυτία κι ο φόβος,
ο ηλίθιος φόβος, θε μου, μήπως χάσουμε κι αυτή τη ναυτία. Μείνε ακόμη —
μπαίνει λιγάκι φως απ’ το παράθυρο — θ’ ανάψανε τους φανοστάτες έξω στο δρόμο.
Δε θα ’θελες να σημάνω το κουδούνι, να σου φέρουν κάτι; — λίγο βύσσινο
ή λίγο νεραντζάκι, — ίσως να μένει κάτι στα μεγάλα βάζα
ζαχαρωμένο πια, πηγμένο — αν, βέβαια, κάτι έχουν αφήσει
οι λαίμαργες δούλες. Τα τελευταία χρόνια, καταπιανόμουν μονάχη
με τα γλυκίσματα — τί άλλο να κάνεις;
Ύστερα απ’ την Τροία, —η ζωή μας στη Σπάρτη
πολύ πληχτική— σωστή επαρχία: Όλη μέρα κλεισμένοι μες στα σπίτια,
ανάμεσα στα στριμωγμένα λάφυρα τόσων πολέμων· κι οι μνήμες,
ξέθωρες κι ενοχλητικές, να σέρνονται ξοπίσω σου, μες στον καθρέφτη
όταν χτενίζεις τα μαλλιά σου, ή μέσα στην κουζίνα, να προβαίνουν
μέσ’ απ’ τους λιπαρούς ατμούς της χύτρας· και ν’ ακούς με το νερό που κοχλάζει
κάτι δαχτυλικούς εξάμετρους από κείνη την Τρίτη Ραψωδία
ενώ ένας πετεινός φωνάζει παράταιρα, κάπου σιμά, απ’ το κοτέτσι του γειτόνου.
Την ξέρεις δα τη μονότονη ζωή μας. Ώς κι οι εφημερίδες
ίδιες στο σχήμα, στο μέγεθος, στους τίτλους, — δεν τις διαβάζω πια. Κάθε τόσο
σημαίες στα μπαλκόνια, εθνικές τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις
σαν κουρντισμένες· — μόνο το ιππικό διατηρούσε κάτι το αυτοσχέδιο,
κάτι προσωπικό — εξαιτίας των αλόγων ίσως. Σηκωνότανε σύννεφο η σκόνη·
κλείναμε τα παράθυρα· — να κάθεσαι ύστερα να ξεσκονίζεις ένα ένα
βάζα, κουτάκια, κορνίζες, πορσελάνινα αγαλμάτια, καθρέφτες, μπουφέδες.
Δεν πήγαινα πια στις τελετές. Γυρνούσε ο άντρας μου καταϊδρωμένος,
ριχνόταν στο φαΐ, χτυπώντας τα χείλια του, και μαζί αναμασώντας
παλιές, βαρετές δόξες και μνησικακίες ξεθυμασμένες. Εγώ παρατηρούσα
τα κουμπιά του γιλέκου του που πήγαιναν να σπάσουν — είχε πολύ παχύνει.
Κάτω από το πηγούνι του αναβόσβηνε μια φαρδιά, μελανόχρωμη κηλίδα.
Έπιανα τότε το δικό μου πηγούνι, συνεχίζοντας το φαΐ μου αφηρημένα,
νιώθοντας μες στη φούχτα μου τις κινήσεις της κάτω μου μασέλας
σα να ’ταν ξεκομμένη απ’ το κεφάλι μου και την κρατούσα γυμνή στην παλάμη.
Ίσως γι’ αυτό να πάχυνα κι εγώ. Δεν ξέρω. Όλοι φαινόνταν φοβισμένοι —
τους έβλεπα καμιά φορά πίσω απ’ τα τζάμια· — περπατούσαν με το πλάι
σα να κούτσαιναν κάπως, σα να κρύβαν κάτι κάτω απ’ τη μασκάλη. Το απόγευμα
οι καμπάνες σημαίνανε πένθιμα. Οι ζητιάνοι χτυπούσαν τις πόρτες. Στο βάθος,
η ασβεστωμένη πρόσοψη του Μαιευτηρίου, καθώς σουρούπωνε, φαινόταν πιο άσπρη,
πιο μακρινή κι ακατανόητη. Ανάβαμε γρήγορα τις λάμπες. Μεταποιούσα
κάνα παλιό φόρεμά μου. Ύστερα χάλασε κι η ραπτομηχανή· τη μεταφέραν
κάτω στα υπόγεια μαζί με κείνες τις παλιές, ρομαντικές ελαιογραφίες
όλο κοινότοπες μυθικές παραστάσεις — Αναδυόμενες, Αετούς και Γανυμήδες.
Έφυγαν ένας ένας οι παλιοί μας γνώριμοι. Λιγόστεψε και η αλληλογραφία.
μόνο σε τίποτα γιορτές, σε τίποτα γενέθλια, μια σύντομη κάρτα —
ένα στερεότυπο τοπίο του Ταϋγέτου με δαντελωτές κορφές, πολύ γαλάζιες,
ένα κομμάτι απ’ τον Ευρώτα με άσπρα βότσαλα και ροδοδάφνες,
ή τα ερείπια του Μυστρά με τις αγριοσυκιές. Μα το συχνότερο απ’ όλα
τηλεγραφήματα συλλυπητήρια. Κι απαντήσεις δεν έρχονταν. Ίσως
στο μεταξύ να ’χε πεθάνει ο παραλήπτης — δε μαθαίναμε πιο πέρα.
Ο σύζυγός μου δεν ταξίδευε πια. Δεν άνοιγε βιβλίο. Τα τελευταία του χρόνια
είχε γίνει πολύ νευρικός. Κάπνιζε ατέλειωτα. Τις νύχτες σεργιανούσε
στο μεγάλο σαλόνι, με κείνες τις ξέφτιες καφετιές του παντόφλες
και τη μακριά νυχτικιά του. Κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι, επανερχόταν
στην απιστία της Κλυταιμνήστρας ή στη δίκαιη πράξη του Ορέστη
σα να απειλούσε κάποιον. Ποιός νοιαζόταν; Δεν τον άκουγα καν. Ωστόσο
σαν πέθανε, μου ’λειψε πολύ, — μου λείψαν προπαντός εκείνες οι κουτές απειλές του,
σάμπως αυτές ακριβώς να μου ορίζαν μια θέση αμετάθετη στο χρόνο,
σάμπως αυτές να μ’ εμπόδιζαν να γεράσω.
Ονειρευόμουν τότε
τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του,
ν’ αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, — με τί προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,
ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε στα χέρια
μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ’ το στήθος, να τον λούζουν
με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του, να τον αλείβουν λάδι.
Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη· — θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της
η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του —
μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, — τί χρειάζονται πια; Οι Συμπληγάδες
μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ’ ένα χώρο πιο μέσα — τις νιώθεις
ασάλευτες, μαλακωμένες — πιο τρομερές από πριν, — δε συνθλίβουν,
πνίγουν σ’ ένα πηχτό, μαύρο ρευστό — δε γλιτώνει κανένας.
Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, — να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα, να ξεχάσω
το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω —
φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν’ ακούω
απ’ το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,
τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν
με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα να ’χουν ησυχάσει.
Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.
Καμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο
οι ρυθμικές οπλές απ’ τ’ άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να επιστρέφει
από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου
με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,
με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,
που ’χει μαζέψει απ’ τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω
διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του ηλεκτρολόγου
που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.
Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία
έχουν απ’ ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα
μένει βαριά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω
απ’ τ’ άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,
με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.
… Κι εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, — να αναλήφθηκα τάχα στ’ αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου — ; Καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,
εδώ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, ν’ ανοίξω τα χέρια, να πατήσω
στις μύτες των ποδιών — να πατήσω στον αέρα, — το τρίτο λουλούδι —
(Σώπασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Ίσως κοιμήθηκε. Ο άλλος σηκώθηκε. Δεν είπε καληνύχτα. Είχε πια σκοτεινιάσει. Καθώς βγήκε στο διάδρομο, ένιωσε τις δούλες, κολλημένες στον τοίχο, να κρυφακούν. Δε σάλεψαν διόλου. Κατέβηκε τη μέσα σκάλα σα να κατέβαινε σ’ ένα βαθύ πηγάδι, έχοντας την αίσθηση πως δε θα ’βρισκε την πόρτα της εξόδου — καμιά πόρτα. Τα δάχτυλά του, συσπασμένα, έψαχναν κιόλας για το πόμολο. Φαντάστηκε μάλιστα πως τα χέρια του ήταν δυο πουλιά που ασθμαίναν από έλλειψη αέρα, ενώ ταυτόχρονα ήξερε πως τούτη η εικόνα δεν ήταν παρά η έκφραση αυτοσυμπάθειας που αντιπαραθέτουμε συνήθως σ’ έναν αόριστο φόβο. Άξαφνα ακούστηκαν φωνές επάνω. Ανάψανε τα ηλεκτρικά στη σκάλα, στο διάδρομο, στα δωμάτια. Ανέβηκε πάλι. Ήταν βέβαιος τώρα. Η γυναίκα καθιστή στο κρεβάτι, με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο τσίγκινο τραπεζάκι, με το μάγουλο στην παλάμη. Οι υπηρέτριες έμπαιναν, έβγαιναν, θορυβούσαν. Κάποιος τηλεφωνούσε στο διάδρομο. Κατάφτασαν κι οι γειτόνισσες. «Αχ, αχ», κάναν, και κάτι κρύβαν κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Και πάλι το τηλέφωνο. Ανέβαιναν κιόλας οι αστυφύλακες. Διώξαν τις δούλες και τις γειτόνισσες. Εκείνες πρόφτασαν κι αρπάξαν τα κλουβιά με το καναρίνια, κάτι γλάστρες μ’ εξωτικά φυτά, ένα τρανζίστορ, κάποια ηλεκτρική θερμάστρα. Η μια κρατούσε ένα μεγάλο χρυσό κάδρο. Βάλαν τη νεκρή σ’ ένα φορείο. Ο επικεφαλής σφράγισε το σπίτι —«ώς να βρεθούν οι κληρονόμοι», είπε,— αν και ήξερε πως κληρονόμοι δεν υπάρχουν. Θα ’μενε έτσι σφραγισμένο το σπίτι σαράντα μέρες, κι ύστερα τα υπάρχοντά του —όσα γλιτώσαν— θα βγαίνανε στον πλειστηριασμό προς όφελος του δημοσίου. “Για το Νεκροτομείο”, είπε στον οδηγό. Το σκεπασμένο αυτοκίνητο ξεμάκρυνε. Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλα. Απόλυτη σιωπή. Αυτός μόνος. Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματα του κήπου — τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω απ’ το σφραγισμένο σπίτι. Κι ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι. Πού θα πήγαινε τώρα;)
ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΣΑΜΟΣ, Μάιος – Αύγουστος 1970
[Γιάννης Ρίτσος, Η Ελένη, Αθήνα 1972, Κέδρος]
Γιάννης Ρίτσος
Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι της Αγγλίδας ζωγράφου Έβελιν Ντε Μόργκαν (Evelyn De Morgan, 30 Αυγ 1855 – 2 Μάη 1919)