Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

Η μαντινιάδα η φταίχτρα | της Άννας Τακάκη

Νύχτα ως πάραργαi η αυλόπορτα άνοιγε σιγά σιγά, να μην τρίξουνε τα σίδερα κι ακούσουνε οι γειτόνοι. Δίδει του ζάλου του φόρα ο Ηρακλής και πορίζει όξω ξαλαφρωμένος απ’ όλα τα βάρη της μέρας. Απόψε τα άδειασε όλα στη φτωχή γωνιά και στην πλουσιοπάροχη αγκαλιά της Ζουμπουλιάς του. Κρατεί καλά και το πεσκέσι του, ένα κατωκαύκαλοii, και μισό γουλίδιiii τυρί, να φάει την επαύριο, μπεκιάρηςiv άθρωπος ως ήτανε. Το πανωκαύκαλοv δηλαδή μόλις που τ’ απομάσισε με λάδι, αλάτσι και μυζήθρα τση κουρούπαςvi, ξελιμπαρισμένος, μαθές, από τα ερωτικά του «τσαλίμια».

Δεν ήτανε μόνο οι νύχτες οι πλια μπιστικές για να καλαφατίζειvii τη Ζουμπουλιά ο βαρβάτοςviii νεαρός. Μα και μέρα μεσημέρι τηνε κουκούριζεix, όπου την πετύχαινε, ή στο κηπούλι να ποτίζει, ή στο θέρος να θερίζει, ή στο φούρνο να φουρνίζει, ή να πλύνει στη σκάφη. Αμοναχή μόνο να την πετύχαινε. Κι εκείνη μετά χαράς άνοιγε χέρια, πόδια και τον περιποιότανε.

Φαίνεται ο μυαλός τούτης της νιας ήτανε ολίγον αρύςx και το ένα της μάτι αλληθώριζε. Τα χέρια όμως, τα πόδια, το κορμί της ήτανε γερά. Ολίγον αμπάσαxi στις κινήσεις, μα δουλειές δεν άφηνε, μήδε και νοικοκυριό ακατάστατο. Νοικοκερά και παστρική ήτανε η Ζουμπουλιά. Κανείς όμως δεν ήθελε να την παντρευτεί για τα κουσούρια απού ’χε. Μήδε σορτερόςxii, μήδε και παζαβόςxiii. Δεν ήτανε, μαθές, κι άσκημη κοπελιά. Μια σταλιά παζαβή ήτανε. Δυο αδερφούς απού ’χε τους μεγέρευε, τους έπλυνε και κατάστενε το σπίτι. Μα εκείνοι, πούρι, τον πλια πολύ καιρό ελείπανε στα μετόχια τους, απού ’χανε οζά και περιουσίες κι η αγαθή κοπελιά επόμενε ολομόναχη.

Η μάνα τους ήτανε χρόνους αποθαμένη κι η Ζουμπουλιά είχε μάθει να τα κάνει όλα. Μέχρι απού ’μαθε και το «κοκό»xiv κι εγλυκάθηκε. Σάμπως και δεν εκάτεχε η έρμη πως ο κορακομάτης ο Ηρακλής επήγαινε για να βγάλει τα σώψυχα και τα ξώψυχά του. Κι εκείνη η αγαθιάρα του σύμπασχε κι αρεσκότανε σ’ όλες του τσ’ ορέξεις. Άμα του ’κανε τη δύσκολη της έλεγε πως το ’χε σκοπό να τηνε στεφανωθεί κι εκείνη με το λίγο μυαλό απού ’χε το πίστευε και του καθότανε σαν την όρνιθα. Το κατέχανε και τ’ αδέρφια της το νταλαβέρι απού ’χε με τον Ηρακλή, μα σου λέει μια του κλέφτη δυο του κλέφτη θα τονε πιάνανε στα πράσα για να του τηνε πασάρουνε.

Περιουσία είχανε καλή να τηνε πανωπρουκήσουνεxv. Δεν ήτανε δα κι ολότενα για τη Σούδαxvi. Το ότι γειτόνευγε ο Ηρακλής τη Ζουμπουλιά το νωρίζανε οι χωριανοί κι έλεγε ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του.

-Που κατέχεις; Μπορεί και να τηνε πάρει. Ας είναι μιαολιά παζαβούλα. Νογά όμως από νοικοκεριό, ντα δεν είναι πλια καλός κι εκείνος. Πώς κατέχει να τηνε γειτονεύγει;

-Κοντόxvii, να τηνε πάρει την παλαβιάρα, απού ’ναι και μεστωμένηxviii. Ελέγανε άλλοι. Δεν τονε θωρείς πως πετά το μάτι του και ξανοίγει τα κοριτσόπουλα; Εκείνος εβρήκε να περνά την ώρα του, εβρήκε κουβά ν’ αδειάζει τ’ ασκάγια του, κι απόι, άιντε γεια σας, άιντε γεια σας, και αέρας στα πανιά σας!

Μια γειτόνισσα, η Φιλιά τηνε δασκάλεψε.

-Ωρή Ζουμπουλιώ, εγώ θωρώ κι έχεις πολλά σύρε ξέσυρεxix με τον Ηρακλή. Να σε πάρει θέλει;

-Άμα βγει, λέει, ο γάιδαρός μας στη σκιαxx, να ’χω τ’ αμέντεxxi μου για να’ρθει να με ζητήξει από τσ’ αδερφούς μου. Κατέχεις, ελόγου σου, ποιο μήνα βγαίνουνε οι γαϊδάροι στη σκια;

-Ε, κακομοίρικο, παίζει σε! Είντα δουλειά έχει, ωρή, ο γάιδαρος στη σκια; Μπορεί να βγει εκειά πάνω; Πιάσε τον αδερφό σου να του μιλήσει. Αν έχει σκοπό να σε στεφανωθεί, να κάμει την απόφαση και καλή περιουσία έχεις. Αλλιώς είντα πράματα είναι τούτανά, κοπελιά αμάλαγηxxii και να σ’αφήσει «καταστρεμμένη»xxiii; Κι ανέ σ’αφήσει ωρή κι αγαστρωμένη και φύγει είντα θα γενείς; Για να σε δω καλά, Ζουμπουλώ… Θωρώ και τρουλώνειxxiv η κοιλιά σου. Επάχυνες ωρή, γή έχεις πράμα αγάστρι;

– Ε, φαι… φαίνεται πως επάχυνα, γιατί εδά τελευταία μ’ άνοιξε την όρεξη ο Ηρακλειός. Ντα, βάνω του κι αυτινού και τρώει μια πιατιά φαΐ κι απόι φεύγει.

-Δηλαδή, τονε καλοταΐζεις απ’ όλες τσι μπάντες, ε;

Την άλλη μέρα πιάνει η Φιλιά από κοντά τον αδερφό της τον Αγησίλαο, γιατί ο άλλος δεν ήτανε κι αυτός πολλά σορτερός. Λέει του να ’χει το νου του, γιατί ετούτονά το νταλαβέρι απού ’χει η αμπλάxxv του με τον Ηρακλή δε θα βγει σε καλό.

– Κι ανέ τηνε γαστρώσει;

-Ε, άμα τηνε γαστρώσει, θέλει και δε θέλει θα τηνε πάρει. Τσ’ απαντά.

Την επαύριο, σαν εγύρισε από το μετόχι ο Αγησίλαος καλεί το λεγάμενο στο σπίτι και του λέει φωνιαχτά και με μάνητα ότι ετούτανά δεν είναι πράματα σοβαρά και τίμια να γίνονται, να τα μαθαίνει ο κόσμος και να τους κατασύρνει*. Είναι ξεγιβέντισμαxxvi να μπαινοβγαίνει στο σπίτι της κοπελιάς, να το κατέχει όλος ο κόσμος κι εκείνος να μην έχει ένα σοβαρό σκοπό.

-Να τηνε στεφανωθείς, να μη λένε, μπλιο, τα στόματα των αθρώπω. Αλλιώς θα να ’χεις να κάνεις μ’ εμένα. Ήκουσες; Μη παίζεις άλλο μιαν αγαθή κοπελιά.

– Δεν είμαι ακόμη έτοιμος, Αγησιλάκι, μα α να δεις, πως σ’ ένα μήνα το πολύ θα τηνε στεφανωθώ.

-Δηλαδή, γάμου χαρές θα να ’χομε, Ηρακλάκι; Να δούμε, θέλει, νύφη τη Ζουμπουλιά μας;

-Ελόγου μου πάντως γαμπρός θα ντυθώ!…

-Ετότεσας κι η Ζουμπουλιά μας νύφη! Εύγε, ωρέ κοπέλι! Αντρίκιες κουβέντες να λέμε!

-Αντρίκιες και σοβαρές, Αγησιλάκι!

Δεν περνά ένας μήνας και σκα η είδηση στο χωριό ότι ο Ηρακλής παντρεύεται…

…Είδες εδά που λέγαμε ό,τι εκορόιδευγε τη Ζουμπουλιά ο Ηρακλής; Να τηνε πάρει θέλει. Φαίνεται πως είναι αγαστρωμένη αλλιώς, κοντό, να μην ήπαιρνε μια παζαβή! Είχε να λέει η Φιλιά στη γειτονιά, μα κι εκεινής σαν να μην της τα ’χανε πει καλά.

-Δεν εκατάλαβες καλά, Φιλιώ. Αυτός έχει λογοδώσει μια ξενοχωριανή και θα γενεί ο γάμος, λέει, την αποπάνω Κεριακή. Μήδε αρραβώνας εγίνηκε, μόνο ο γάμος μια και καλή και μάνι μάνι. Έχουνε, λέει, μεγάλο καλεσώναxxvii στο διπλανό χωριό. Ετοιμάζουνε γλέντια και χαρές. Τονε χάνομε από ’παδάxxviii τον Ηρακλή. Στο χωριό τση κοπελιάς θα εγκατασταθεί απού ’χει σπίτια και περιουσίες, αλώνια και μιτάτα, πράματα και θάματα. Κι είναι και μια κοπελιά, ήκουσα, απού πατεί τη γη και βγάνει αθούς, και ξανοίγει τον ουρανό και λιάζει η μέρα.

– Ωρέ μη μου πεις! Αλήθεια; Ε,το κακομοίτσικο, το ζαβόxxix το Ζουμπουλιώ κι επόμεινε έρμο και παντέρμο. Κι αν είναι κι αγαστρωμένο; Εμένα δε μου το βγάνεις απού το νου.

-Καλός είναι κι εκείνος! Να παίζει μιαν αγαθή κοπελιά. Ήκανε απού ’κανε τη δουλειά του, μα δεν είχε και τ’αμέντε του, σκιας.

Την Κυριακή ο Ηρακλής ντύνεται γαμπρός. Βάνει την καινούρια του βράκα με το ζωνάρι, το πλουμιστό μεϊντανογέλεκοxxx, τα ολοκαίνουρια άσπρα στιβάνια, το σαρίκι του, στολίζει και το σομάρι τση Κανελιάς του φοράδας με μια περαματιστήxxxi πατανία από την προύκα, που του ’χε η μάνα του, Θεός σχωρέσει τη, και καβαλικεύει απάνω πεσίχαρος να πάει στο χωριό που τον περίμενε η νύφη κι όλο της το σόι για τη στεφάνωση. Την προηγούμενη είχανε συνεννοηθεί με τους φίλους του και με τους συγγενείς για το ψίκιxxxii. Να είναι μαζεμένοι όλοι την τάδε ώρα στον Πέρα Μύλο, και να πάρει η γαμηλιώτικη πομπή τη μακρά στράτα για το χωριό της νύφης. Είχανε ένα λυράρη και κι ένα βιολάτοραxxxiii, να παίζουνε τις κοντυλιές και μαντινιαδολόγους να τραγουδούνε μαντινιάδες του γάμου.

Ο Ηρακλής κλειδώνει το μπεκιάρικο σπίτι του και φεύγει με την Κανελιά του τ’ απομεσήμερο της Κυριακής, καβαλάρης, στα γαμπριάτικά του, στα καλά του. Σε λίγες ώρες θα ’ναι στεφανωμένος με τη Λαμπρινή του και θα λάμπρυνε κι αυτός από τα περίσσια κάλλη της. Μα δεν το βάσταξε ν’ απογυρίσει και να μην περάσει από το σπίτι της Ζουμπουλιάς. Και δεν τον έφτανε, μαθές, να περάσει δίχως να βγάλει τσιμουδιά, καμπαετιλήςxxxiv απού ’τανε, μόνο κοντοστένει την φοράδα του, σταματά στην αυλόπορτα κι αρχινά τις μαντινιάδες:

Περνώ και σ’αποχαιρετώ, Ζουμπούλι, Ζουμπουλιά μου,

π’εσύ μου τη δροσέρευγες την άνυδρη καρδιά μου.

Μα στέρεψε η φλέγαxxxv σου κι αλλού βρήκα πηγάιδι….

Δεν επρόλαβε να τελειώσει τη δεύτερη μαντινιάδα και πέφτει κάτω ο γαμπρός αναίστητος, σε μια λούζαxxxvi αίμα. Κι η Ζουμπουλιά να κλαίει στην αυλή σαν το μικρό κοπέλι.

-Είντα γίνηκε; Παναγία μου σώσε!

Κόσμος μαζώχτηκε, απ’ όλο το χωριό. Εσκοτώσανε τον Ηρακλή; Εκείνος, μαθές, επήγαινε για γαμπρός. Πού τονε πέτυχε, ωρέ, ο Χάρος;

Με δυο, τρεις, μπαλωτιέςxxxvii κι εσείστηκε το χωριό. Ένας σκουφαλόςxxxviii εγενίκανε οι αθρώποι, όξω από το σπίτι της Ζουμπουλιάς. Ετούτο απού’γινε ήτανε απίστευτο.

– Όι, το παλικάρι, ω, κρίμας το λεβέντη! Ποιος τονε σκότωσε; Και γιάιντα, μαθές; Τέτοια μέρα, γάμου ώρα;

Ο Αγησίλαος προβαίρνει στα σύμπορταxxxix του σπιτιού και βαστά ακόμη τον τσιφτέxl.

-Εγώ τονε σκότωσα, χωριανοί! Δεν ήντεξα, μα το Θεό! Ας με δικάσει Αυτός πρώτα κι απόι το δικαστήριο. Μου ’ναψε τα αίματα! Αυτός ο διάολος μ’ άναψε πρώτος τη φωτιά, μου πέταξε πρώτος τα σκάγια του. Κι εγώ ειντά’ θελα να κάμω; Μια τιμή την έχομε…

-Να σου πω δίκιο έχεις Αγησίλαε. Η τιμή τιμή δεν έχει και χαράς τον που την έχει. Τον δικαιολογεί ένας συγχωριανός.

-Είχε την αδερφή μου τόσονά χρόνια και την ήπαιζε, και τη μεταχειρίστηκε σαν να ήτονε ένα οζό! Ε, άθρωπος είναι κι αυτή με καρδιά! Πως είναι μ’ ένα ελάττωμα; μην ήμπλεκε! Μα δεν ήτονε αυτό, μαθές, που μου ’ναψε τη φωτιά. Τη φωτιά μου την ήναψε με τη μαντινιάδα του. Εκεινιά μου πύρωσε το αίμα ν’αρπάξω τον τσιφτέ. Καρφί πυρωμένο ήρθε και με κάρφωσε! Ήκανες, ωρέ, τη δουλειά σου, γιάντα το κοκορεύγεσαι κι από πάνω;

Άλλοι είπανε, «από τη μια έχεις δίκιο Αγησίλαε! Για μια τιμή ζούμε, για ένα πρέπος». Άλλοι εκλαίγανε το γαμπρό, που του κόπηκε η ζωή απάνω στο σκαλοπάτι. Απάνω στην πιο καλή του ώρα.

Οι νεαροί γαμηλιώτες, οι συνεπαρτάδεςxli, επεριμένανε στον Πέρα Μύλο μαζί με τους μουσικάντες για να συνοδέψουνε το γαμπρό, μα ο γαμπρός με τη φοράδα του δεν εφαινότανε. Εκείνοι δεν είχανε πάρει ακόμη χαμπάρι το τι συνέβηκε στο χωριό. Και πώς να πάρουνε, μαθές, απού ’χανε μπει στο κέφι, παίζανε τα όργανα, τραγουδούσανε κι εχορεύανε; Γάμου χαρές ήτανε αυτές. Σαν επερνούσε η ώρα εμπήκανε στην έγνοια.

-Γιάιντα αργεί ο γαμπρός, πού εσκόνταψε; Μπάνα το μετάνιωσε;

Φεύγουνε δυο τρεις νεαροί και πάνε στο χωριό να δούνε είντα γίνεται, και μαθαίνουνε τα κακά μαντάτα. Όλο το χωριό ήτανε άνου κάτω. Τους είπανε πως μια διαολεμένη μαντινιάδα ήτανε η αιτία που ’ριξε κάτω τον Ηρακλή. Μια μαντινιάδα φισέκιxlii!

-Κατέχομέ το δα πώς είναι καλός μαντινιαδολόγος, αλλά πως θα ’φευγε κι από μαντινιάδα, ποτέ μας δεν το λογαριάσαμε, ελέγανε οι φίλοι του.

Ο Αγησίλαος απού ’στεκε ακόμη αποσβολωμένος, φαίνεται να μην έχει μετανιώσει για ό,τι ’καμε και λέει στους νεαρούς φίλους του Ηρακλή:

-Εκειά…εκειά στη δεύτερη μαντινιάδα που πήγε να πει, εκειά τον ήκοψα στη μέση. Η μαντινιάδα του επόμεινε λειψή, κι εκείνος τελειωμένος.

Οι νεαροί από περιέργεια παρακαλούνε να τους πει ποια ήτανε η φόνισσα μαντινιάδα. Κι ο Αγησίλαος, που ’τανε αετός και τα’ πιανε στον αέρα όλα με το πρώτο, ενθυμούντανε καλά τα λόγια και τους την είπε:

Φεύγω και σ’αποχαιρετώ, ζουμπούλι, Ζουμπουλιά μου

π’ εσύ μου τη δροσέρευγες την άνυδρη καρδιά μου.

Δεν εστάθηκε δα εκειά μόνο εσυνέχιζε και τη δεύτερη.

Μα στέρεψε η φλέγα σου κι αλλού βρήκα πηγάιδι…

Εκειά ήτανε που ήβρασε το αίμα μου κι ήπιασα τον τσιφτέ. Ένα μπαμ, δυο, τρία, κατευθείαν στην καρδιά κι η μαντινιάδα του επόμεινε μισή.

Μα στέρεψε η φλέγα σου κι αλλού βρήκες πηγάιδι…

εκειά που τρέχουν οι πηγές όλες μαζί στον Άδη.

Αποτελειώνει την μαντινιάδα ο Πετράκης, ένας μερακλής και καλός φίλος του Ηρακλή.

Στο άλλο χωριό, νεαροί, κοπελιές και συγγενολόι, το ’χανε στέσει στο γλέντι από νωρίς, με μαντινιάδες του γάμου, κεράσματα, και πολλές ευχές! Η ώρα η καλή και η ευλογημένη!…να ζήσετε!…να προκόψετε!…να παιδιώσετεxliii!… Η νύφη πεσίχαρη μέσα στο άσπρο νυφικό της φουστάνι και στο τούλινο πέπλο της περίμενε το γαμπρό να πάνε στην εκκλησιά. Μα εκείνος σαν πολλά ν’ αργεί. Αρχίζει να νυχτιάζει κι ο γαμπρός άφαντος. «Χαράς τονε που στολιστεί και κάτσει κι ανιμένει», που λένε. Προ πάντως να στολιστεί με νυφικά.

-Μπάνα το μετάνιωσε ο γαμπρός την τελευταία ώρα; Ρωτούσανε όλοι. Κι όλο ξανοίγανε στην στράτα να δούνε αν ερχότανε ο γαμπρός με τη συνοδεία του.

-Γλακάτεxliv, ωρέ, πηγαίνετε το μαντάτο τση νύφης, λέει ο Πετρής στους φίλους του. Μα, για σταθείτε… Καλιά δώσετέ τση τούτονέ το χαρτί. Μη τση ’ρθει νταμπλάς και χάσομε και τη νύφη.

Σταθείτε να πογράψω τη μαντινιάδα:

Νύφη μου, κερανύφη μου βγάλε τα νυφικά σου,

γιατί ο γαμπρός εμίσεψε κι εχάθηκ’ η χαρά σου.

Κι η Νύφη βγάνει το νυφικό, ο Αγησίλαος βάνει τις χειροπέδες κι η Ζουμπουλιά παίρνει τα όρη και τα διάπλατα…

.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

i Πάραργα: πολύ αργά

ii Κατωκαύκαλο: το κάτω μέρος της κριθαροκουλούρας,

iii Μισό γουλίδι: μισό τυρί

iv Μπεκιάρης: εκείνος που μένει μόνος του

v Πανωκαύκαλο: το πάνω μέρος της κουλούρας

vi Κουρούπα: πύλινο δοχείο αποθήκευσης τροφίμων

vii Καλαφατίζει: προσεγγίζει ερωτικά

viii Βαρβάτος: ζωηρός ερωτικά

ix Κουκούριζε: ερωτοτροπούσε

x Αρύς: αραιός

xi Αμπάσα: αργή σε κινήσεις

xii Σορτερός: σοβαρός και μετρημένος

xiii Παζαβός: χαζός

xiv Κοκό: η ερωτική πράξη

xv Πανωπρουκίσουνε: δώσουνε παραπάνω προίκα

xvi Σούδα: εκεί υπήρχε παλιά το ψυχιατρείο της Κρήτης

xvii Κοντό; Ερωτηματικό επίρρημα

xviii Μεστωμένη: ηλικία που έχει περάσει η πρώτη νεότητα.

xix Σύρε ξέσυρε: πάρε δώσε

xx Σκια: συκιά

xxi Έχω τ’αμέντε μου: προσέχω

xxii Αμάλαγη: αγνή

xxiii Καταστρεμμένη: χωρίς παρθενιά

xxiv Τρουλώνει: φαίνεται σαν τρούλος

xxv Αμπλά: αδερφή

xxvi Ξεγιβέντισμα: ντροπιαστική πράξη

xxvii Καλεσώνας: κάλεσμα σε γάμο

xxviii Από ’παδα: απ’εδώ

xxix Ζαβό: χαζό

xxx Μεϊντανογέλεκο: γελέκι κρητικής φορειάς

xxxi Περαματιστή: είδος υφαντικής τέχνης

xxxii Ψίκι: γαμήλια πομπή

xxxiii Βιολάτορας: βιολιτζής

xxxiv Καμπαετιλής: φταίχτης, ένοχος

xxxv Φλέγα: πηγή

xxxvi Λούζα: ποσότητα υγρού, πεσμένη καταγής

xxxvii Μπαλωτιές: τουφεκιές

xxxviii Σκουφαλός: πολυπληθής ομάδα σε πυκνή διάταξη

xxxix Σύμπορτα: δίπλα στην πόρτα

xl Τσιφτές: τουφέκι

xli Συνεπαρτάδες: αυτοί που προηγούνται και συνεπαίρνουν την πομπή του γάμου

xlii Φισέκι: φισίγκι

xliii Παιδιώσετε: να κάνετε παιδιά

xliv Γλακάτε: τρεχάτε

(Το διήγημα βασίζεται σε πραγματικό γεγονός στις αρχές του περασμένου αιώνα. Η «φταίχτρα» μαντινάδα είναι δικής μου επινόησης καθώς δεν έχει διασωθεί).


Άννα Τακάκη

[Από τη συλλογή διηγημάτων «Αροδαμοί κι Αγκαραθιές»]

 

 

 

 

 

 

 

 


[Η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο είναι της Nelly’s ( Έλλη Σουγιουλτζόγλου – Σεραϊδάρη, 2311/1899 – 17/08/1998) από την Κρήτη του 1927]


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:64