Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Ο Αύγουστος στην ελληνική ποίηση

Ο Αύγουστος, του Οδυσσέα Ελύτη

Ο Αύγουστος ελούζονταν
λούζοντας την αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.

Ο Αύγουστος ελούζονταν
λούζοντας την αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν’ ανάψουμε.

[Οδυσσέας Ελύτης, Τα Ρω του Έρωτα]

.

Μεσημέρι Αυγούστου, Γιάννης Ρίτσος

Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.
Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο
κάτω απ’ το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,
είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από κει
κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα
από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.
Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα
στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –
μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.

[Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα]

.

Αυγουστιάτικος άνεμος, Νικηφόρος Βρεττάκος

Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν
καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν
αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά
κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα
στην κάτασπρη γύρη του.
Νιώθω μέσα στο στήθος μου
την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω
σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε
για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και
χαρούμενος,
προς τα πάνω. Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι
κάθεσαι και
δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,
δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,
ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις
φωτιά στην κυψέλη σου.
Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;
Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.

[Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα ποιήματα]

.

Αύγουστος, Δώρα Μοάτσου – Βάρναλη

Σκορπά το κλήμα γύρω τους χυμούς του
Τρυγούν μέσα στ’ αμπέλι τα σταφύλια.
Κι’ απ’ τη γυρτή του μπαλκονιού μας γρύλλια,
Μέσα στ’απομεσήμερο τ’ Αυγούστου,

Η μυρουδιά του πατημένου μούστου
Στην κάμαρά μας μπαίνει την ανήλια,
Κ’ ηδονικά χαϊδεύει μου τα χείλια
Το κλήμα με τους ώριμους καρπούς του.

Τριγύρω μας απλώνει πονηρά
Τη μέθη με τα φλόγινα φτερά.
Δε φταίμε μεις αν μέσα στις καρδιές μας

Ξυπνούν αμαρτωλές οι επιθυμιές μας…
Ζεστό τ’ απομεσήμερο τ’ Αυγούστου,
Μεθυστικιά κ’ η μυρουδιά του μούστου.

[Δώρα Μοάτσου – Βάρναλη, Χανιά 1917]

.

Για τον Αύγουστο, Νίκος Καββαδίας

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφώρι
Αύγουστος, ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι.

Κάτω από τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τιε νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές,
τότες που σε έφεραν κατσίβελε, στη μπόλια.

[Νίκος Καββαδίας, Federico Garcia Lorca]

.

Αύγουστος, Λούλα Αναγνωστάκη

Αύγουστος, φώτα στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.
Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.
Με γέλασες και είναι αργά.

Ήρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή.
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,
χαθηκες μέσα στη βροχή…

[Λούλα Αναγνωστάκη – Χάθηκα μες στη ζωή μου]

.

Καλημέρα στον όγδοο μήνα του φεγγαριού, Τάκης Βαρελάς

Θαρρώ πως το φεγγάρι, με ξεγέλασε απόψε.
Μου είπε πως θα βγει για σεργιάνι
και αν το μπορώ, στην ώρα μου να είμαι συνεπείς.
Μου ζήτησε μαντήλι να κρατώ
και ένα λουλούδι, σαν βγει από τη σκοτεινιά,
να το έχει για σημάδι.
Μα δεν κρατήθηκα και του έγραψα ένα γράμμα.

Ρωτώ, ποιο χρώμα αγαπάς,
μαντήλι για να βάψω,
στων λουλουδιών τα πέταλα,
ποιο άρωμα να στάξω;

Τότε με μια αναλαμπή,
χαμόγελο μου στέλνει,
με δυο γραμμές μου απαντά,
σε δυο κορφές διαβαίνει.

Αν στο μαντήλι που κρατάς,
το δάκρυ έχει στεγνώσει,
μελάνι θα ΄ναι διάφανο
και της καρδιάς σημάδι.

Και στο λουλούδι που κρατάς,
για χρώμα μη σε νοιάζει,
αν το άρωμα που απλώθηκε
στο πρώτο κοίταγμα σου,
θα είναι από τα ροδοπέταλα
που κρύβεις στην καρδιάς σου!

Λόγια μου είπε της χαράς
και μου έκλεισε το μάτι.

Με μιας αγρίεψε ο καιρός,
συννέφιασε ο κόσμος
και το φεγγάρι κρύφτηκε,
στα απόμερα του κόσμου.

Μα που ο καιρός να γιατρευτεί,
ο ουρανός να ανοίξει,
τα αστέρια να λογικευτούν,
φεγγάρι να φωτίσει.

Ώσπου μια νύχτα παγερή,
μες του χιονιού τη χάσει,
ξάφνου προβάλλει από ψηλά
με λαμπερό στεφάνι.

Κρατάει μαντήλι κόκκινο,
γαρύφαλλο στο πέτο
και αντάρτης φεύγει στα βουνά
με πύρινο κασκέτο.

Φως για τις κορυφογραμμές
μου έγινες φεγγάρι,
εκεί που διαβαίνουν οι εραστές,
με του λαού τη χάρη

[Βαρελάς Τάκης]

.

Στο ηλιόφρυδο τ’ Αυγούστου, Ζωή Δικταίου

Ανέμη του παλιού καιρού
η μνήμη και γυρίζει,
στ’ απόβραδα, στα μάτια σου
που έλιωναν φεγγάρια,
εκεί που ακόμη γιασεμί
στη σκέψη σου ανθίζει
κι ύστερα σκόνη και καπνός
στου κόσμου τα παζάρια.

Αλήθεια, πόσα πίστεψα
της νιότης παραμύθια,
για μια ψυχή κρεμάστηκα
στο ηλιόφρυδο τ’ Αυγούστου
και τώρα δες πως καίγομαι
απ’ την παλιά συνήθεια,
να μην με πνίγουν οι βροχές
μα οι μυρωδιές του μούστου.

Πως πέρασα απ’ τα χέρια σου
νερό, διάφανες στάλες
πως τη ζωή μου ξόδεψα,
φιλιά στη ζητιανιά,
κεχριμπαρένιες ποιες στιγμές,
μου ’ταζες θα ’ρθουν κι άλλες
μα έγινε αγρύπνια τ’ όνειρο
βάρκα χωρίς πανιά.

Αλήθεια, πόσα πίστεψα
του πόθου τα λουλούδια
καίει κρυφό παράπονο
στ’ Αυγούστου τις φωτιές
ένας καημός στο Ρέθυμνο
της Κυριακής τραγούδια
κι ένα σου γέλιο στα Χανιά,
στην Πάργα ξενιτιές..

Κρατώ μια πίκρα αμίλητη
στου ήλιου το πανηγύρι,
μελάνια η μοίρα σκόρπισε
ξημέρωσε, μα ο νους
κι αν ρόδισε η Ανατολή
για ένα σου χατίρι,
μέθυσε η νύχτα, την αυγή
σε άλλους ουρανούς…

Γύρισε, μα να μη σταθείς
στης λήθης το καρνάγιο
ο ίσκιος απ’ το φεγγάρι σου
σ’ άλλο στενό σωπαίνει
μενεξεδένια ντύθηκε
μια θλίψη στο μουράγιο
και απ’ τον όρκο τον παλιό
καινούργια αγάπη υφαίνει.

Σκόρπια, τριμμένα ψέματα
και ξεγραμμένα λόγια,
όλα, στην κόψη του γκρεμού
στου φεγγαριού το φρύδι,
τον Αύγουστο ξαναγυρνούν
απ’ της καρδιάς τα υπόγεια
ξενιτεμένα όνειρα
στο χέρι δαχτυλίδι.

Αύριο… εν ονόματι της Αγάπης
[Ζωή Δικταίου]

.

Αυγούστιασε καλό μήνα…του Αντώνη Κουκλινού

Αύγουστος εξεπρόβαλε κ’ οι κάψες του κλουθούνε,
ίντα βαστά στη βούργια ντου κ ίντα του μελετούνε.
Να φέρει δροσερό νερό, να πχεί ο διψασμένος,
να ξημερώνει με χαρές και ο βασανιζμένος.
Και να ποβγάλει τ’ άσκημα, απου μα σε τρυγούνε,
ετόσανά που γίνουνται και μα σε τυραννούνε.
Ο τζίτζιρας να μη σταθεί, να τραγουδεί στ’ αμπέλια,
ρώγες να κοκκινίζουνε, να τρώνε τα κοπέλια.
Σ’ ούλα τα ξωμονάστηρα, στση Παναγιάς τη Χάρη,
να λειτρουϊσει το λαό, αντίντερο να πάρει.
Μα και να ξανασμίξουνε, να κάμουνε παρέα,
στα πανηγύργια στα χωργιά, γέροι και νεολαία.
Αυγούστιασε κ’ η θάλασσα, σμίγει με το φεγγάρι,
τα ηλιοβασιλέματα, με ομορφχιά και χάρη…!
Εκρέμασα το πανί τση θύμησης, στο τοίχο τση σκέψης μου και καθισμένος οκλαδόν, κατάχαμα… ονειροπολώ…
Αργαδινή… με το φεγγάρι να ζωγραφίζει όνειρα, θα κάμω τη περασά του αποχαιρετισμού.
Πρωτογούλης, Δευτερογούλης… εθερίσαμε, ελωνέψαμε, ελυχνίσαμε…
Φεύγει ο αλωνάρης κι έχει εδά σειρά, ο τρυγητής…
Τα αμπελάκια φορτωμένα κρασοστάφυλα και στσι γύρους οι συκές οι αμυγδαλιές και οι απιδιές μνιά ν’ ομορφχιά.
Τα βράδια στη δροσεράδα τσ’ αυλής καθούμενοι να πίνομε ρακές με τσι βραστούς χοχλιούς με τσ’ ελιές και τα ξυλάγγουρα.
Ονειροπολώ τα Αυγουστιάτικα φεγγάργια με τσι λοτζέτες και τα χάχανα απο τις ατέλειωτες ιστορίες τω μεγάλω.
Τσι ξομονές μας απάνω στα δώματα μ’ ένα σεντόνι κ’ ένα μαξελάρι και για κλινοσκέπασμα το ν’ ουρανό με τ’ άστρα.
Αλλάξανε οι εποχές όπως, αλλάξαμε κι εμείς.
Με τη Χάρη της Παναγιάς θα γιορτάσομε κι οφέτος το Πάσχα του Καλοκαιργιού.
Οι παραφαγάδες θα συμπληρώνουνε τα παρεάκια στα χωργιά, απο σπίτι σε σπίτι και σε κάθε πανηγύρι.
Οι δουλειές δε ξελείπουνε ακόμη και στσι κάψες πρέπει να βγούνε.
Ούλα θένε υπομονή να τα παλέψεις… ακόμη και του γείτονα το κουλούκι, απου γαβγίζει ούλη τη νύχτα και δε μ’ αφήνει ήσυχο του ύπνου.
Μα και τη γλωσσού τση γειτονιάς, απου βαταλαλεί και δε βάνει γλώσσα στη μπούκατζη τα μεσημέργια.
Ούλοι πχιάνομε τόπο σ’ ετούτονε τον κόσμο… ο καθ’ ένας με τον τρόπο ντου.
Κι εγώ με το δικό μου…

άντε και καλό μας Αύγουστο..!

[Αντώνης Κουκλινός]

.

Αύγουστος, της Αυγουστιανής Θαλασσώ

Αυγουστή μου Καλομήνα,
Πενταφά και Συκολόγε,
με φεγγάρια σαν τη λάβα
και αρμαθιές καρδιές και πόθους.
Τραπεζοφόρε αυξητή
με σύκα και σταφύλια,
πο’ χεις τον πόθο στο κορμί
και το φιλί στα χείλια.
Πετιμέζι και σερμπέτι,
να μας φτιάξεις κέρασμα
και για τη χαμένη αγάπη, Αι Φανουράκη μου!
βρες το μας το πέρασμα.
Κλειδοχρονιά που τέλειωσε,
τους πελαργούς μαζεύει
κι αφήνουν πίσω τις φωλιές
και πιάνουνε τους δρόμους.
Τα μερομήνια σου γλυκά
να ΄ναι για τους ανθρώπους
κι οι Αλουστίνες που ρωτούν
μην παίρνουν τους διαβάτες.
Φέρε και το γιορτάσι μου
Μαριώ και Παναγία
μες στα πλατάνια, τις δροσιές
και στα νερά τα κρύα…

[Αυγουστιανή Θαλασσώ, Μήνες δωδεκάκλωνοι]

.

Αύγουστος, Νίκος Παπάζογλου

Μα γιατί το τραγούδι να ‘ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με ‘πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις

Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό

Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει

Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό.

[Νίκος Παπάζογλου, Αύγουστος] 

.


[Ο πίνακας που συνοδεύει το άρθρο είναι «ο μπλέ Αύγουστος» του Henry Scott Tuke (12 June 1858 – 13 March 1929)]


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:186