Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις; | του Γεώργιου Σουρή

.

Ποιὸς εἶδε

Ποιὸς εἶδε κράτος κλασσικὸ
σ’ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενῆντα νὰ μαζεύῃ;

Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
Ταμεῖο δίχως χρήματα,
καὶ δόξης τόσα μνήματα;

Νἄχῃ Βουλὴ ὡσὰν κι’ αὐτὴ
μὲ Τσουτσουνᾶτο βουλευτή,
νὰ γεμίζῃ κάθε μέρα
ἀπὸ λόγια τὸν ἀέρα;

Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρᾶ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι’ ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;

Νἄχῃ καὶ ἄνδρες θηλυκούς,
σακατεμμένους, φθισικούς,
νὰ τοὺς δέρνουν, νὰ τοὺς γδύνουν,
καὶ φωνὴ νὰ μὴν ἀφίνουν;

Νὰ θέλῃ δὰ κι’ ἀπ’ τὴν Τουρκιά,
χωρὶς νὰ ρίξῃ τουφεκιά,
χίλιες χιλιάδες στρέμματα,
ν’ αὐξήσῃ μὲ τὰ ψέμματα.

[ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ, 1880]

Ὁ Ῥωμηὸς στὸν Παράδεισο

Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις;
νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου,
ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις
καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου;

Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια,
χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ
βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό,
διαβάζω συναξάρια, παραμύθια,
κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά,
μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια,
νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!

Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη
κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις…
Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει
καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης,
νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι,
νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί,
νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ,
νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι…

Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά,
ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει,
καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά!

Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε,
γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη,
πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε,
κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι!

Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις,
καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή,
νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή…

Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις,
καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά,
γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις…
Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά!

[ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ, 1883]

Τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια

Τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια… περνᾷ ὁ ἕνας χρόνος
καὶ ἔρχεται ὁ ἄλλος, διαβαίνει καὶ αὐτὸς
καὶ νά σου πάλιν νέος, καὶ πάντα θλῖψις, πόνος,
πολιτικά, παράταις, εἰρήνη καὶ στρατός.
Τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια… βραδυάζει, ξημερόνει,
καὶ ἕνα πέσε σήκω εἶν’ ἡ ζωή μας μόνη.

Γιατί στὸν κόσμο ἕνας νὰ φέγγῃ ἥλιος μόνο;
γιατί φεγγάρι ἕνα καὶ ὄχι δεκατρία;
γιατί ἀπ’ ἐδῶ πέρα ἕως ἐκεῖ στὸν Κρόνο
νὰ μὴ μπορῇ νὰ γίνῃ καμμιὰ συγκοινωνία;
Ἂν ἤξευρα τῳόντι πὼς δὲν θὰ σκοτονόμουν,
μ’ ἕνα κανόνι Ἄρμστρονγκ θ’ αὐτοχειριαζόμουν.

Γιατί τὰ τόσα ἃστρα ν’ ἀνάβουν καὶ νὰ σβύνουν;
καί τί καταλαβαίνει ἐκεῖνος ποὺ τὰ βλέπει;
καλλίτερα δὲν εἶναι νὰ πέσουν καὶ νὰ γίνουν
πεντόφραγκα ἢ λίρες μὲς στὴ δική μου τσέπη;
Ὤ! τί καλὰ θὰ εἶναι ἂν εἰς τὀγδόντα τρία
καὶ γιὰ παράδες γίνῃ καμμιὰ ἐπιστρατεία!

Γιατί κἂν ἕνα νέο σ’ ἑμᾶς νὰ μὴ συμβαίνῃ;
γιατί μὲς στὰ Ταμεῖα νὰ τρέχουν ποντικοί;
γιατί ὁ πόλεμός μας στὸ βρόντο νὰ πηγαίνῃ,
γιατί καὶ ἡ χολέρα δὲν μᾶς πολιορκεῖ;
Τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια… βραδυάζει, ξημερόνει,
καὶ ἕνα πέσε σήκω εἶν’ ἡ ζωή μας μόνη.

Κι’ οἱ τόσοι ἀστρονόμοι μᾶς λένε πὼς ἡ σφαῖρα
τοῦ κόσμου θὰ χαλάσῃ, μὰ δὲν χαλᾷ ποτέ…
Ὤ! πότε πιὰ μὲ μία ψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα
θὰ τιναχθοῦμε ὅλοι, πεζοὶ καὶ ποιηταί;
Μέσα σὲ τόσα λόγια καὶ τόση σιχασιὰ
θὰ εἶναι σωτηρία ἡ Κοσμοχαλασιά.

[ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ, 1883]

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:66