Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

«Άνθρωποι που τους λεν ψυχασθενείς» τρία ποιήματα | του Χρήστου Δημούλα

Τρία ποιήματα από την προς έκδοση εργασία του Χρήστου Δημούλα

«Άνθρωποι που τους λεν ψυχασθενείς».

Μέσα από βιώματα φίλων του & υλικό από συνεδρίες βοηθώντας διάφορους ανθρώπους.

1
Οι αρμοί της αντοχής

Μικρά πουλιά που φεύγουν τρομαγμένα
από αγρίων συνθηκών τις τουφεκιές
μου ξανάφεραν στο νου μου εσένα
των μεγάλων φόβων σου τις αυλακιές.

Η περιπέτεια της μνήμης σου στο χρόνο
προσπάθεια συγκράτησης στης Σαλώμης το χορό
απάνω σου οι μέρες να σου κερνάνε πόνο
δυσκίνητοι διαβάτες σ ‘ανηφορικό ντορό.

Κοπέλες λυγερές τα όνειρά σου
που γέρασαν σ ‘αδιέξοδα ταξίδια
λόγια άκουσες από πρόσωπα «δικά σου»
που βάλανε στα πόδια σου βαρίδια.

Μακρόσυρτο ταξίμι στις χορδές σου
παίξανε με το «έτσι θέλω» άνθρωποι μοχθηροί
σκεπάσανε της ηρεμίας τις ωδές σου
και τις βγάλαν στο σφυρί.

Στους τοίχους του σπιτιού σου
σε κάρφωσαν οι μνήμες
εικόνες ασύνδετες κι ασύντακτες οι ρίμες
παίξανε κρυφτό στις γωνίες του μυαλού σου.

Φόβος και θάρρος σ’ επικράτησης αγώνα
πάνω στον άλλο ποιος θα γίνει νικητής
της θέλησής σου τ ‘ανθεκτικό το στρώμα
το ξέσκισε ένας αγέρας σαρωτής.

Χαρές και βάσανα σ ‘ατέλειωτα παιχνίδια
μα ως γνωστόν, πουλημένος ο διαιτητής
της γαλήνης σου κρυμμένα τα στολίδια
που έψαξες ως νέος ποιητής.

Τετράδια παμπάλαια, υγείας εξετάσεις
γράμματα κι αφιερώσεις ξεχασμένες
βιάστηκες να διαλέξεις τι απ’ αυτά θα χάσεις
από τέτοιες αναμνήσεις παγωμένες.

Πότε λαμπρός ήλιος οι χαρές σου
πότε οι λύπες σου σαν μαύρες νύχτες
μέχρι που συλλογίστηκες τις μεγάλες ήττες
και ταράχτηκαν οι σταθερές σου.

Κορμί αποπροσανατολισμένο
προσπαθείς να βρεις τάξη και ρυθμό
κύτταρο εγκεφάλου χτυπημένο
πασχίζεις για συνδετικό ιστό.

Μέρες περιπλάνησης που καταλήξαν στο μηδέν
περάσαν από μέσα σου
και βαρέθηκαν να κλαίν.

Μαδημένες μαργαρίτες
οι μέρες σου κι ανήμερες
έψαχνες να βρεις που καταλήγουνε
οι αγάπες σου οι χίμαιρες.

Ως τώρα η ζωή σου
σαν μικρό αστέρι
που έχασε το δρόμο του
μέρα μεσημέρι.

Σ ‘έβλεπα σε φωτογραφίες
μες στη συννεφιά, στα κρύα
το χέρι έκανα ν ‘απλώσω
σ ‘αφάνιζε της θλίψης η κυρία.

Νύχτα κι άστρα πέφτουνε στο παράθυρό σου
στην αυλή σου άδεια από φύλλα τα κλαριά
κι εσύ ψάχνεις στο δωμάτιο-κελί σου
που καταλήγουνε της ψυχής σου τα πουλιά.

«Όμορφη η ζωή!» μονολογούσες
ακούγοντας γνώμες, συμβουλές
μα κρυβόσουν οι ευθύνες μη σε βρούνε
μη σου πούνε: «εδώ είναι η ζωή και μπες!».

Με τα φιλαράκια σου
σε πήρε μπάλα η κατάθλιψη
σε διέλυσε η σικέ ευδαιμονία
το σιλικονέ βυζί κι η πιστωτική σου η μανία.

Ρόλο πρωταγωνιστή σου δώσανε
τράπεζες και κράτη
ιδρώτες τώρα πια σε μαρμαρώσανε
με τα χρέη σου αμανάτι.

Κολλούσα το χέρι στο κουδούνι σου
μα πουθενά εσύ
μου έμεινε λαχτάρα η εικόνα σου
να γελάς σε όμορφο νησί.

Για παράδεισο ξεκίναγες
μα σ ‘έφαγε η βιασύνη
γκάζι πάτησες για την ζωή
μα σου έσκασε τα λάστιχα η ηρωίνη.

Τα φτερουγίσματα της ζωής σου χαμηλά
από φτερούγες που πετούν με χάπια
αετοί που δεν μένουνε στα ψηλά
πως ν’ αντέξουνε σε ουράνια σάπια.

Αναβλητικοί οι χίλιοι δυό σου χαρακτήρες
μπρος-πίσω και οι βηματισμοί
στο ψυχιατρείο μετράς τι έδωσες ,τι πήρες
πως θ’ αντέξουνε της αντοχής σου οι αρμοί.

Αρμοί που μονάχα δένονται
στου αγώνα το στρατί
κι οι χαρές έτσι υφαίνονται
με άσπαστη κλωστή.

2
Διάλογος με τα σύννεφα

Γεννητούρι αλλόκοτο
απ’ της μάνας σου τα σπλάχνα
για μέρες ξεκίναγες να κλαίς
κι άλλες δεν έβγαζες μια άχνα.

Κάτω από δέντρα σε βρίσκαν οι γονείς
να θες στη γη μέσα να κρυφτείς
κι άλλοτε στη μέση πλατειών
από διαβάτες ν ‘ακουστείς.

Σε φόβιζε των ιατρικών στολών το χρώμα
άραγε τι να μάντευες βλέποντάς το
σε μεθούσε της απόδρασης το πιώμα
κι απ’ το σπίτι το ‘σκαγες σαν άλογο βαρβάτο.

Στα βιβλία έβρισκες την ηρεμία
μα κι αυτά ακριβά πολύ
δεν είχες δραχμή στην τσέπη μία
κι ούτε περιουσία παραλή.

Από παιδί σε τυρρανούσανε στο κεφάλι πόνοι
ασθενικό προσπαθούσες να πετάξεις αηδόνι
πάντα έβλεπες μια φοβία να σε ζώνει
τα μικρά φτερά σου να ματώνει.

Το δωμάτιό σου καταλάμβανε η παγωνιά
στο κάθε όνειρό σου άφηνε μια δαγκωνιά
σου εξαντλούσε λίγο-λίγο τις δυνάμεις
πράγματα τρελά σ’ έβαζε να κάμεις.

Να χτυπάς εκεί που χάιδευες ανθρώπους
να παρακαλάς να πας σ ‘εξαφανισμένους τόπους
να μιλάς με γλώσσα που δεν ήξερε κανείς
χιλιάδες κινδύνους να εγκυμονείς.

Εκεί που γελούσες, να το κλάμα γοερό
της ψυχής σου στέρευε το γάργαρο νερό
γινόσουνα μια τόσο δα λιμνούλα
που μέσα της κολύμπαγε ψυχασθενή μικρούλα.

Και ς’ ανύποπτες στιγμές άρχιζες τα ουρλιαχτά
να φωνάζεις για κυνήγι από πλάσματα φρικτά
πως συχνά ο δαίμονας την πόρτα σου βαράει
κάθε μυστική σου σκέψη ενδελεχώς τηράει.

Ξεμάκραινες, παράταγες φίλους σου αγαπημένους
προορισμούς που λάτρευες, άφηνες στοιχειωμένους
κλεινόσουνα αυτόβουλα σε τάφους νοερούς
κεραυνοβολιόσουν σε ηλιόλουστους καιρούς.

Σε φώτα λαμπερά έβλεπες σκοτάδια
στο ερωτικό το άγγιγμα, σατανάδων χάδια
της ενδότερης μηχανής σου έχανες τα λάδια
έπαιζες μονόλογο με την σκηνή σου άδεια.

Τα ποιήματά σου κάποια νύχτα
τα έκαψε άξεστος πατέρας
σου κληροδότησε μιας ζωής την ήττα
με τη δύναμη μιας σφαίρας.

Ότι σου μάθαινε έλεγε τάχα
η κοινωνία μας τι χρήζει
μα ποτέ δεν σε ρώτησε μονάχα
τι απ’ αυτά σ’ αγγίζει.

Λούφαξες λοιπόν σε σιωπής κελί
να δέχεσαι χωρίς να θες, ψυχοφαρμάκων το φιλί
να βλέπεις πως αφήνεσαι απ’ τους δικούς σου όλους
κι ας έπαιζες για να γελάν, τους κωμικότερούς σου ρόλους.

Τα σύννεφα τώρα έχεις προσκυνήσει
να στήσουνε διάλογο μαζί σου
μα να μιλάς πια έχεις λησμονήσει
μέχρι και την πιο σιγανή κραυγή σου.

Μια κραυγή που την ώρα περιμένει
να βγει από εντός σου πού είναι φυλακισμένη
γίγαντας να γίνει, με άλλους για να σμίξει
τους τυράννους της ζωής στο γκρεμό να ρίξει!

3
Ρίζες με τρέλα μπολιασμένες

Στη γειτονιά σου κυπαρίσσι αναπτυσσόσουν
με ρίζες που ήτανε με τρέλα μπολιασμένες
όσο μεγάλωνες τόσο ζοριζόσουν
ήσουνα ηλιόδεντρο μ ‘όλες τις κλάρες σου καμένες.

Του κορμιού σου οι συσπάσεις
κύριο χαρακτηριστικό σου
σαν σπιρτόξυλο σ ‘έκανε να σπάσεις
της ζωής το μερτικό σου.

Των μαθητικών σου χρόνων
ο πνιγηρός ο ρατσισμός
η παγίωση των ψυχικών σου πόνων
συντροφικός καημός.

Απ’ όπου κι αν περνούσες
τα γέλια προξενούσες
κι όλα αυτά λόγω ασθενείας
που σ’ έκανε ήρωα κωμικής ταινίας.

Μα ήτανε τα γέλια για σένα μαχαιριές
κεραυνοβολήματα σε καλοκαιριές
και άρχισες με ασυναρτησίες να μιλάς
να σου κρατούν το χέρι να παρακαλάς.

Σε μαγαζιά με κόσμο και σε πάρκα τριγυρνούσες
χαμόγελα και μπερδεμένα λόγια όλους τους κερνούσες
όταν έβλεπες ερωτευμένους ταχιά την κοπανούσες
ξεμοναχιαζόσουν και το κλάμα αρχινούσες.

Θυμόσουνα πάντα με λαχτάρα
μια κοπέλα που σου έφερνε αντάρα
κι όταν έμαθε για την υγεία την σαθρή σου
έγινε μεμιάς, ανάμνηση πικρή σου.

Του λογισμού σου τότε, διερρήχθη το στερέωμα
της θέλησης γι ‘αγάπη, χάθηκε κάθε σου δικαίωμα
μπήκες σ’ αφανέρωτα του μυαλού χωράφια
την ψυχή σου έβαλες στου κενού τα ράφια.

Στη λασπουριά αποχαιρέτησες
του χαρακτήρα σου τα μέλια
τις τόσες σου τις χάρες έφτυσες
και φόρεσες κουρέλια.

Τις γνώσεις και το σπίτι σου
άνεμοι τα γύραν
όλες τις αισθήσεις σου
στους γκρεμούς τις σύραν
τις φιλοδοξίες σου οι αυταπάτες πήραν
του νου σου οι βασανιστές
μ’ αγριότητα σε δείραν.

Να’ σαι τώρα δήθεν πρώην λογικός
που τρελό σε φωνάζει ο κόσμος
πως να καταλάβει όποιος στο παίζει ειδικός
την ψυχή σου που καρατόμησε ο τρόμος.

Ένας τρόμος τεχνητός, κατασκευασμένος
με σκοπό ο κάθε νους να βγαίνει σαλεμένος
ένας τρόμος που του πρέπει θάψιμο στο χώμα
κάθε του στιγμή να γίνεται σαπισμένο πτώμα!

.

Τα κολάζ είναι του Χρήστου Δημούλα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΧΡΗΣΤΟΥ ΔΗΜΟΥΛΑ

Γεννήθηκε το 1977 από πατέρα μανάβη λαϊκών αγορών & μάνα νοικοκυρά.
Σπούδασε Δημοσιογραφία, Πολιτικές Επιστήμες, Ιστορία, Κολάζ, Δραματοθεραπεία, Παιδοψυχολογία.
Διδάχτηκε Θεατρικό Παιχνίδι, Θεραπεία μέσω της Ποίησης & θεραπευτικών ειδών γραπτού λόγου.
Εργάστηκε σε πολλές δουλειές, από λαϊκές αγορές μέχρι νυχτερινή βάρδια σε τυπογραφείο.
Αυτή την περίοδο εργάζεται κυρίως ως Δραματοθεραπευτής.
Ενδιαφέροντα του: Λογοτεχνία, Εικαστικά, Θέατρο, Φωτογραφία, Γυμναστική, Ακτιβισμός, Ταξίδια.
Συνιδρυτής το 2015 του Λαϊκού Πανεπιστημίου Αγ. Δημητρίου και Νοτίων Προαστίων Αττικής, ο μετέπειτα Σύλλογος Εργατικής και Λαϊκής Επιμόρφωσης.
Εμπνευστής-συνιδρυτής του εργαστηρίου φωτογραφίας «ΦωτοΠρολετάριοι» το 2016.
Συνιδρυτής της κοινωνικής-λογοτεχνικής ομάδας: «Απόδραση στον Λόγο και την Τέχνη» το 2020.
Μέλος της «Συντροφιάς των Ονειροπόλων» στο θέατρο Άλφα.
Έχει εκδώσει 3 βιβλία:
Το θεατρο-ποιητικό έργο: «Με λάδι του παρόντος ανάβουνε του μέλλοντος καντήλια» (εκδ. ΕΝΤΟΣ – 2013).
Το μεγάλο βραβευμένο ποίημα: «Οι λαϊκατζήδες»(εκδ. ΕΝΤΟΣ – 2014).
Την ποιητική βιογραφία με ζωγραφιές, φωτογραφίες & ξυλογραφίες:
«Γιώργος Φαρσακίδης,ο ζωγράφος του λαού» (εκ. ΕΝΤΥΠΟΙΣ – 2015).
Συμμετείχε στις ανθολογίες:
«Τα γράμματα της Ποίησης» (εκδ. ΑΤΕΧΝΩΣ -2020).
«Ιστορίες της πόλης» (εκδ. Κύμα – 2020).
Έκανε ως τώρα μια ατομική έκθεση με κολάζ και συμμετείχε σε 4 ομαδικές εικαστικές εκθέσεις με κολάζ και φωτογραφίες.
Αυτή την χρονική περίοδο διατηρεί την στήλη συνεντεύξεων «Συνέντευξη με τον Χρήστο» στο ηλεκτρονικό «Κoukidaki».

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:79