Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Οι καλημέρες τση καρδιάς… | του Αντώνη Κουκλινού

Εποκατάστεσε τα ζούμπερα, ήκαμε τη λάτρα του σπιθιού τζη, ελαντούρισε τη ν’ αυλή, επότισε τσι βγιόλες κ’ εδά ήρθενε η γ’ ώρα του πλεχτού.

Λεβεντογυναίκα στα νιάτα τζη, μα κ’ ακόμη κ’ ας κοντοσιμώνει τα εβδομήντα πέντε.

Νοικοκερά απου δε μπα ν’άλλα, χρυσοχέρα και γλυκομίλητη γυναίκα.

Δε ν’ αφέγγει καλά και καθεκλώνει μπροστά στο παραθύρι.

Με το μαύρο τζεμπέρι στη γ-κεφαλή και τα γυαλιά χαμηλωμένα στη μύτη, βαστά το βελόνι και ξομπλιάζει πητήδια τη γ-κλωστή με τα δαχτύλια τζη.

Μνιά φιγούρα μπροστά στο φως, που μνιάζει με ζωγραφχιά σε ασπρόμαυρο καμβά.

Γυρίζει τη γ-κεφαλή τζη και ξανοίγει πότες, πότες, ανε περάσει κιαμνιά σοκαιρίτισσα, να τση πχιάσει τη γ-κουβέντα.

Λες κ’ ανημένει μουσαφίρη.

Δε τζη βολεύγει να ιδεί καλά πχιός περνά, γιατί εφουντώσανε τα ξινόδεντρα και φράξανε τη βγόρα του δρόμου και στο πλέχτη οι κολοκυθόβγιολες εθεργιέψανε και γενίκανε ολόκληρος μπαξές.

Απάνω στη ν’ ώρα να σου και περνά με το καλάθι γεμάτο κηπικά, η Λευτερία και τη νε γνώρισε απου το ζάλο.

-Καλημέρα μωρή Λευτεργιά…! γροικώσε απου περνάς…!!!

-Έλα μωρή να σε ιδώ μνιά ολιά, να μου πείς τα νέα του χωργιού..!

-Βγιάζομαι μωρή γιατί χω αμαγέρευτα..!

-Έλα να σε ιδώ και σώπενε, μα έχεις ώρα να ποσαστείς.

Πάει να φήσει το καλάθι στο σκαλούνι απόξω και τση φωνιάζει…

-Μη ντο φήσεις όξω για θα πάνε οι γ’ όρθες και θα στο τζιμπολοϊσουνε.

-Φέρτο εκειέ στο τραπεζάκι και θα σου σάσω ένα γ-καφέ να ξεκουραστείς.

-Παναγία μου μωρή Καλλιόπη να κάτσω δυό λεφτά, γιατί επχιαστήκανε τα λαγγόνια μου, να σηκώνω το καλάθι.

-Άχι… εσηκώθηκα αξημέρωτα και ήβρηκα δυό τρείς αθούς, ήκοψα και κολοκυθάκια, ήβγαλα και δυό τρείς πατάτες με το σκαλιδάκι να περάσομε ετεσές τσι μέρες κ’ αυτές είναι οι παντέρμες χιλιόβαρες και με ξενεφρίσανε.

-Κάτσε μωρή να πχείς το γ-καφέ και να μου τα πεις.

-Ίντα να σου πω μωρή Καλλιόπη, ντα θαρρείς πως πορίζω…;

-Πού κοντό θα πάω…;

-Ντα και του λόγου μου έχω να πορίσω σκιάς μνιά ν’ εβδομάδα απου το σπίτι.

-Ίντα θωρώ και πλέκεις…; όφου μωρή όμορφο πλεχτό..!!!

-Εξεπατίκωσά το από μνιά γειτόνισσα απου τση το δώκανε κ’ αφτινής… αρέσει σου μωρή…;

-Αρέσει μου λέει…; εσύ σαι χρυσοχέρα, λόγω τιμής, ότι πχιάσεις το καταφέρνεις, γιατί σου κόβγει.

-Ίντα το θες πως νογώ…δε ν’ αφέγγω μπλιό και δε μ-πάνε και τα δαχτύλια μου, μα το κάνω για τη ν’ εγγόνα μου, το ευκισμένο μου, απου το παντρεύγουνε σε μνιά ολιά γ-καιρό και του το σάχνω προυκί.

-Έτσά νε πούρι..ούλα για τα κοπέλια μας Καλλιόπη…

-Όφου και ποξεχάστηκα μωρή και θέλω να κάμω τσ’ αθούς ντολουμάδες και θα κλείσουνε, μονο πάω γερά, γερά, να ποσαστώ και του λόγου μου.

Εσηκώθηκε να φύγει και πχιάνει απου το καλάθι δυό τρία κολοκύθια και ένα μπγιάσμα πατάτες και τσι φήνει απάνω στο τραπέζι.

-Μωρησή Καλλιόπη έπαέ σου φήνω ετανέ, να τα μαγερέψεις, λίγο μ-πράμα και πολύ αγάπη.

-Να πας στο καλό κ’ ο Θεός να στα πληθιαίνει…!

Απάνω που θά φευγε, κουτελώνει με τη Μαριάνθη, απού ‘φερνε σκουτελικό τση Καλλιόπης.

-Φεύγεις μωρή Λευτερία, εδά πού ‘ρχομαι…;

-Πάω μωρή Μαριάνθη, βγιάζομαι για θα κλείσουν’ οι αθοί και θέλω να σάσω ντολουμάδες.

-Κάτσε μνιά ολιά να σε ιδώ και ένοιασέ σε μωρή, μα πρωί ναι ακόμη.

-Όφου ίντα μου κάνεις εδά, να κάτσω θέλει μα όη πολιώρα.

Εσήκωσενε το πετσετάκι απού ‘χει σκεπασμένο το πχιάτο και στη κάνει.

-Έλα να σε ποχερίσω ένα κουλουράκι, εδά τά ‘σασα και φέρνω τση Καλλιόπης να βάλει στο γ-καφέ.

-Νασαι καλά μωρή φιλενάδα, μνιά ονοστιμνιά είναι, καλοφάγωτα.

-Κάτσετε, κάτσετε να τα πούμενε, μα οι δουλειές δε μ-ποκάνουνε ποτές τως.

φιλενάδες….

Αγνές ψυχές, που μοιράζουνται αγάπη και μ’ ένα κουλουράκι στο γ-καφέ, πλουτίζει το καλημέρισμα.

Το χωργιό δε σ’ αφήνει να ’ποξενωθείς.

Γνωρίζει ο γης τ’ αλλού, ακόμη και το ζάλο στη στράτα.

Ανημένει τη καλημέρα ντου, οσά ντο μουσαφίρη.

Και με τέθιο καλημέρισμα, πώς να μη πάει καλά η μέρα σου…

Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:59