Ο Σαλής Χελιδονάκης, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων | του Μιχάλη Στρατάκη Δεν κατέχω ποιοί διαόλοι μ’ έχουνε ζωσμένο σήμερο και θαρρώ πως εχάθηκε και το τελευταίο ψιχάλι αθρωπιάς απού υπήρχε στην κοινωνία. Για τούτο ο νους μου αγλακά όθε τα Χανιά, σ’ ένα τόπο απού συχνοπηγαίνει γηρεύοντας αθρωπιά και καταλλαγή. Γιατί… Όσο οι Γραφές και οι κουμανταδόροι τους δεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Οι αγροτοκτηνοτρόφοι της Κρήτης | του Μιχάλη Στρατάκη Εκείνα τα χρόνια δεν ήτανε σαν κι εδά που οι αγροτοκτηνοτρόφοι της Κρήτης συρομαδιούνται επειδή δεν υπάρχουνε μπλιό ξένοι φαμέγοι, να δουλεύουνε στα χωράφια και στους στάβλους τους, και κάνουνε χαχαλιές τση σταυρούς τους να τοσε πέψει πάλι ο Θεός εκείνους σας απού ‘χανε στη δούλεψη (και στην εκμετάλευση) τους, μα εφύγανεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ρωτόκριτος | του Μιχάλη Στρατάκη . Θαρρώ, δεν υπάρχει Κρητικός που να μην αιστάνεται τση τρίχες τση κεφαλής του να σηκώνονται ολόρθες, στο άκουσμα του Ρωτόκριτου. Κι ας μας λογιάζουνε οι ξένοι άγρια ράτσα, πολεμοχαρείς, θεοκούζουλους και δρακοσπορά. Όχι πως δεν είμαστε όλα τούτα, κι ακόμη άλλα τόσα είμαστε, μα στο πισωκάρδι μας ποτές δε σβύνει η φωθιά τσ’ αγάπης,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Εγώ, χοχλιούς τους έμαθα… | του Μιχάλη Στρατάκη Εγώ, χοχλιούς τους έμαθα, χοχλιούς τους αγάπησα, χοχλιούς τση λέω, χοχλιοί μ’ αρέσουνε. Τελεία και παύλα. Άμα γροικώ να τους λένε «σαλιγκάρια», αηδιάζω. Και μανίζω κι όλας, γιατί θαρρώ πως μου βλαστημούνε το αγαπημένο φαγητό μου. Ακούς εκεί σαλιγκάρια… Από τα παιδικάτα μου τσ’ αγαπώ, γιατί εμπόρουνα να τσι μαζώνω αμοναχός μου.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων | του Μιχάλη Στρατάκη . Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων και κοντοσιμώσετε να σας δηγηθώ μια θύμηση από μια τέτοια μέρα, σαν τη σημερνή. Στη Σαλονίκη εζούσα, στην Ιωάννη Κωλέττη, με μόνιμη θωριά μου τα παλιά, ξεντεριασμένα τραίνα που εσκουριάζανε στο απέραντο νεκροταφείο της ιστορίας του σιδηροδρόμου του ΟΣΕ. Απέναντι από το νέο σιδηροδρομικό σταθμό, στην αρχήΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Για τη ζήση των βοσκών… γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης Επήγε να κουλαντρίσει δυό τρία πρόβατα που ‘χανε ξεφύγει από το κουράδι κι έσυρα κι εγώ μαζί του. Ντάλα μεσημέρι, με τον μεσσαρείτικο ήλιο να σε νταλώνει και να κάνει τα κοκκινοχώματα να κεντούνε. Παρά το «πολιτισμένο» ντύσιμο μου με τα λαφριά ρούχα, δεν επάλευα την κάψα κι όλο αγκομαχούσα καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το Πάσχα στα παιδικάτα μου, του Μιχάλη Στρατάκη Εμύριζε ασβέστη, πετρόλαδο, ρίγανη και ιδρώτα η προσμονή του Πάσχα, στα παιδικάτα μου. Κι αν δε μπορώ να καταλάβω Πάσχα από τα μεγαλώματα μου κι ύστερα, οφείλεται στο ότι δε μου ξαναπαντήξανε, συντεριασμένες οι τέσσερις μυρωδιές. Βασανιστικά μου λείπουνε κι απελπισμένα τσ’ αναζητώ, όπως βασανιστικά μου λείπουνε κι απελπισμένα αναζητώ εκείνα ταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η Μαρία και ο… διακονιάρης! του Μιχάλη Στρατάκη Ήτανε μια φορά, μάθια μου, κι έναν καιρό, μια όμορφη κυρά, αρχόντισσα, να σε χαρώ… Μαρία τηνε λέγανε. Μαρία Καραβάνου, θυγατέρα του Μάρκου και της Βαγγελιώς, ακριβοθυγατέρα των γνωστών προυχόντων, γνωστών όχι μοναχά στους Έρφους όπου εκατοικούσανε, μα σ’ ολόκληρο το Μυλοπόταμο και σ’ ολόκληρη την Κρήτη. Πάνω από εκατό φιλιότσους καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το διακονιαράκι, του Μιχάλη Στρατάκη Ποπιωμένο είχα τον καφέ μου στο παλιό καφενείο στην κεντρική αγορά του Μεγάλου Κάστρου και ετοιμαζόμουνα να σηκωθώ από την ψάθινη καθέκλα ομπρός στο σιντερένιο στρογγυλό τραπεζάκι. Κάμποση ώρα είχα κάτσει, όχι γιατί δεν είχα πράμα άλλο να κάμω, μα γιατί δεν ήθελα ν’ αποχωριστώ από τση μυρωδιές της 1866, που ήτανε εκείνες απού μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…