Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Οι αγροτοκτηνοτρόφοι της Κρήτης | του Μιχάλη Στρατάκη


Εκείνα τα χρόνια δεν ήτανε σαν κι εδά που οι αγροτοκτηνοτρόφοι της Κρήτης συρομαδιούνται επειδή δεν υπάρχουνε μπλιό ξένοι φαμέγοι, να δουλεύουνε στα χωράφια και στους στάβλους τους, και κάνουνε χαχαλιές τση σταυρούς τους να τοσε πέψει πάλι ο Θεός εκείνους σας απού ‘χανε στη δούλεψη (και στην εκμετάλευση) τους, μα εφύγανε σ’ άλλες χώρες.

Εκείνα τα χρόνια, ήτανε αλλιώς.

Δεν ήσανε λίγοι εκείνοι που αναγουλιάζανε στη σκέψη πως κάποιος κατατρεγμένος ξένος θα μόλυνε με τα ζάλα του τα «αγιασμένα» χώματά τους.

Όχι πως δεν υπάρχουνε και σήμερο τέθιοι, αλλά δεν είναι ετόσοινα πολλοί όπως τότε.

Σ’ αυτούς, λοιπόν, που ‘χουνε απομείνει ν’ αναγουλιάζουνε, έχω να πω μια ιστορία.

Η ιστορία αφορά σε έναν αγράμματο, πρωτόγονο, μα τόσο αγαπημένο Γκαγκαλιανό βοσκό, τον αείμνηστο πρωτοξάδερφό μου τον Στρατογιάννη.

Τον άνθρωπο που με δίδαξε τι σημαίνει πραγματική φιλοξενία, τι σημαίνει πραγματική ανθρωπιά.

Την έζησα αυτή την ιστορία και σε όλη τη ζωή μου θα παλεύω να μη προδώσω την αξία και τα μηνύματά της.

Στην πλατεία του χωριού υπήρχαν δύο καφενεία που αποτελούσαν τα μοναδικά σημεία συνάντησης των ανδρών. Τρία τραπέζια και μια δεκαριά ξεχαρβαλωμένες καρέκλες συν το τεζιάκι του καφετζή όλος ο εξοπλισμός τους.

Στο ταβάνι κρεμόταν σε μόνιμη βάση το λούξ, μοναδική πηγή φωτισμού και στους τοίχους οι απαραίτητες φωτογραφίες του Ελευθέριου Βενιζέλου, της κοπελιάς των σιγαρέτων Σαντέ, δίπλα στις ανακοινώσεις της κοινότητας, της Διεύθυνσης Γεωργίας και των λοιπών αρχών.

Στο ένα καφενείο μια βραδιά χειμωνιάτικη, είχαν απομείνει ο καφετζής και ο Στρατογιάννης.

Μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων, ίσα για να ακούει ο ένας τη φωνή του άλλου.

Στο κλείσιμο ήταν το ντουκιάνι, όταν στην πόρτα πρόβαλε η μορφή ενός άνδρα, που από μακριά μαρτυρούσε τσιγγάνικη φυλή.

-«Καλησπέρα αφεντικά» είπε, εξακολουθώντας να παραμένει μισός μέσα και μισός έξω από το καφενείο.

Ήταν έτοιμος να μπει και εξίσου έτοιμος να φύγει. Περίμενε να δει την αντίδραση των δύο ανδρών.

-«Καλώς τονε», είπε ο καφετζής.

-«Κέρασέ τονε», είπε ο Στρατογιάννης.

Ο επισκέπτης πέρασε και το δεύτερο πόδι του μέσα στο καφενείο αλλά δεν πλησίαζε καρέκλα για να κάτσει.

-«Κέρασε τον άνθρωπο», πρόσταξε ο Στρατογιάννης τον καφετζή.

-«Ίντα θα πάρεις;» ρώτησε ο καφετζής.

-«Πράμα δεν θέλω, μια ερώτηση θέλω μόνο να σας κάμω», είπε ο επισκέπτης.

-«Πιες πρώτα ό,τι θες και ύστερα ρώτα», του είπε ο Στρατογιάννης με φωνή που δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις.

-«Αφεντικό, συγνώμη κιόλας αλλά έξω περιμένει η γυναίκα μου και τα παιδιά μου».

-«Και ίντα τους έχεις όξω μ’ αυτό το διαολόκρυο μπρε κερατά;» τσιτώθηκε ο Στρατογιάννης. «Φέρ’ τους μέσα ντελόγο».

Έβγαλε ο επισκέπτης το κεφάλι του από την πόρτα κάτι φώναξε και σε δευτερόλεπτα έμπαιναν στο καφενείο του μια γυναίκα που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό ενώ από το φουστάνι της κρατιόντουσαν άλλα τρία κοπέλια, ηλικίας από δύο έως πέντε χρονών.

Η εμφάνισή τους ήταν τραγική. Η προσωποποίηση της δυστυχίας.

-«Κέρασέ τους», είπε ο Στρατογιάννης στον καφετζή.

Λίγα λεπτά αργότερα όλοι καθόντουσαν και έπιναν φασκομηλιά με μπόλικη ζάχαρη. Η φασκομηλιά ήταν για να τους ζεστάνει και η ζάχαρη για να τους κόψει την πείνα.

-«Που πάτε;» ρώτησε ο Στρατογιάννης.

-«Στις Μοίρες. Έχει αύριο παζάρι και έχουμε κάτι πράματα να πουλήσουμε», απάντησε ο τσιγγάνος.

-«Και τέτοια ώρα πώς θα πάτε στις Μοίρες;»

-« Έχουμε έξω φορτωμένους δυο γαϊδάρους, μ’ αυτούς θα πάμε».

-«Μωρέ συ διάολε, με ετσά καιρό θα βάλεις τα κοπέλια σου στο γάιδαρο; Όλη νύχτα θα ‘στε στο δρόμο. Να τα ποθάνεις θες την Παναγία και το Χριστό σου;»

Δεν αστειευόταν ο Στρατογιάννης. Από το στόμα του δεν έβγαιναν λέξεις αλλά βροντές. Τα παιδάκια φοβήθηκαν και έβαλαν τα κλάματα. Η τσιγγάνα έσφιξε ακόμη πιο πολύ πάνω της το μωρό.

Ίσως και να φοβήθηκε μη και της το έτρωγε αυτός ο αγριάνθρωπος με τα παχιά μουστάκια, τα γένια και τα μαύρα ρούχα.

Ο τσιγγάνος δεν μίλησε. Τι να έλεγε;

-«Δεν θα πάτε πουθενά. Έπαε θα ξομείνετε απόψε και την ταχινή θα πάτε στσι Μοίρες», εξέδωσε απόφαση ο Στρατογιάννης.

-«Που θα ξομείνουμε;» ρώτησε ψιθυριστά κα μέσα σε απόγνωση ο τσιγγάνος.

-«Στο σπίτι μου. Αντέστε, σηκωθείτε και πάμε να βάλετε μια μπουκιά στο στόμα σας, ανάθεμά σας παράουροι», είπε το θεριό.

Σε λίγο η γυναίκα του Στρατογιάννη κόντευε να πάθει εγκεφαλικό.

Είδε να μπαίνουν από την αυλόπορτα του σπιτιού της δύο φορτωμένα γαϊδούρια και μια ολόκληρη τσιγγάνικη φαμίλια. Είχε νυχτώσει για τα καλά και μέσα στο σκοτάδι η εικόνα έπαιρνε άλλες διαστάσεις.

Ο Στρατογιάννης άρχισε να δίνει διαταγές.

-«Μπρε συ Γιώργη», φώναξε στο μεγάλο γιο του, «ξεφόρτωσε μπρε τσι γαϊδάρους και βάλτους στον στάβλο. Ρίξε τους μπόλικο φαΐ και πρόσεχε κωλόπαιδο μη κάνεις καμιά ζημιά στα μπράτι των ανθρώπων. Το πρωί εσύ θα ξαναφορτώσεις τσι γαϊδάρους».

Ο Γιώργης άρχισε αμέσως να εκτελεί την εντολή του πατέρα του και η Μαρία άρχισε να λαμβάνει τις δικές της εντολές.

-«Μαρία, σφάξε δυο κότες και βράσε τις να πιούνε ζουμί τα κοπέλια, στρώσε τραπέζι γιατί ετούτοινε θα ξομείνουν έπαε απόψε».

Η Στρατογιάνναινα ανασκουμπώθηκε και ρίχτηκε στη δουλειά.

Συνηθισμένη τόσα χρόνια και αν δεν είχε ταΐσει κόσμο.

Η οικογένεια των τσιγγάνων είχε περάσει στο δωμάτιο όπου έκαιγε το τζάκι.

Ένα δωμάτιο που ήταν ταυτόχρονα κουζίνα, τραπεζαρία και κρεβατοκάμαρα για όλα τα μέλη της οικογένειας του Στρατογιάννη.

Το σπίτι διέθετε ακόμη δύο δωμάτια και τον στάβλο.

Το ένα δωμάτιο ήταν το σαλόνι.

Μονίμως κλειστό, υπήρχε μόνο για να φιλοξενεί την προίκα της Μαρίας.

Το άλλο δωμάτιο υποτίθεται ότι ήταν η κρεβατοκάμαρα του Στρατογιάννη και της γυναίκας του.

Άχρηστο και αυτό αφού το ζευγάρι το πολύ-πολύ να είχε κοιμηθεί εκεί την πρώτη νύχτα του γάμου.

Όλη η οικογένεια είχε βρει την βολή της στο ένα και μοναδικό δωμάτιο της κουζίνας.

Το τραπέζι δεν άργησε να στρωθεί.

Τα μικρά τσιγγανόπουλα που μέχρι εκείνη την ώρα λαγοκοιμόντουσαν, ξύπνησαν με μιας από τις μυρουδιές του φαγητού. Ο τσιγγάνος και η τσιγγάνα δεν μιλούσαν. Προφανώς τα πάντα ήταν μπερδεμένα στο μυαλό τους.

Ήταν και ο φόβος που προκαλούσε η μορφή και η συμπεριφορά του οικοδεσπότη.

Σαν το φαγοπότι πλησίαζε στο τέλος του, ο τσιγγάνος μίλησε.

-«Αφεντικό, να πάω στο στάβλο να φτιάξω μια γωνιά να κοιμηθούμε;»

Γύρισαν ανάποδα τα μάτια του Στρατογιάννη.

-«Ίντα ‘πες την Παναγία σου, στο σπίτι μου θα κοιμηθείς σε στάβλο; Ανάθεμά σε ξεγιβεντισμένε!»

Είπε και πολλά άλλα σε τόνο τέτοιο που έκαναν τα τσιγγανόπουλα να ξεσπάσουν σε κλάματα και μετά στράφηκε στη Μαρία.

-«Γυναίκα, πάνε να στρώσεις το δωμάτιο και βάλε στα κρεβάτια άσπρα σεντόνια. Άναψε και το μαγκάλι να μην κρυώνουν οι ανθρώποι».

Αυτή τη φορά μίλησε η τσιγγάνα.

-«Κύριε αφεντικό…»

-«Ίντα θες».

-«Θέλω να κοιμηθούμε στον στάβλο αλλά μη θυμώνεις. Τα κοπέλια μου κατουριούνται τη νύχτα και θα σου λερώσουν τα σεντόνια. Άσε μας να πάμε στον στάβλο σε παρακαλώ».

Μόνο που δεν έκλαιγε. Την είχε κυριεύσει ο φόβος στην σκέψη ότι ο Στρατογιάννης τουλάχιστο θα έσφαζε όλη την οικογένειά της επειδή τα παιδιά της θα του κατουρούσαν τα άσπρα σεντόνια.

Η αγριοφωνάρα του Στρατογιάννη έκανε και πάλι τα παιδιά να βάλουν τα κλάματα.

-«Γροίκα να σου πω μια κουβέντα. Εάν τα κοπέλια σου δεν κατουρήσουν τα σεντόνια, το πρωί θα τα σφάξω. Αλίμονο σου κακομοίρα μου. Τα σεντόνια τα θέλω το πρωί ολοκατούρητα. Κατάλαβες μπρε ίντα σου ‘πα;», εφώνιαζε, μα εχαμογέλα.

Η Μαρία είχε πάει ήδη στη νυφική παστάδα και έστρωνε στα κρεβάτια τα σεντόνια της προίκας της.

Έβαλε και άσπρες μαξιλαροθήκες με δαντέλα, έριξε και πατανίες υφασμένες στον αργαλειό, άναψε το μαγκάλι για να ζεσταθεί το δωμάτιο και επέστρεψε στην κουζίνα.

Εκείνη την ώρα ο Στρατογιάννης είχε πάρει παράμερα τον Γιώργη, το γιο του και του έδινε την τελευταία εντολή.

-«Γέμισε μια βούργια με τυρί, κρέας και παξιμάδια, βάλε και ένα μπουκάλι κρασί και το πρωί που θα ξαναφορτώσεις τσι γαϊδάρους βάλε και τη βούργια».

‘Όταν το πρωί ξύπνησε η τσιγγάνικη οικογένεια, ο Στρατογιάννης δεν ήταν στο σπίτι. Είχε φύγει αξημέρωτα για τα πρόβατα.

Στο σπίτι ήταν μόνο η Μαρία που ετοίμασε πρωινό στους μουσαφίρηδες και κάθισε μαζί τους μέχρι την ώρα της αναχώρησής τους.

-«Έτσι άγριος είναι πάντα ο άντρας σου;» την ρώτησε διστακτικά η τσιγγάνα.

-«Μπα, μόνο όταν είναι στις καλές του», απάντησε η Μαρία.

Έφυγαν οι τσιγγάνοι από το σπίτι του Στρατογιάννη αφήνοντας πίσω τους λερωμένα άσπρα σεντόνια. Ευτυχώς που τα τσιγγανόπουλα τα κατούρησαν διαφορετικά ο Στρατογιάννης θα τα έσφαζε.

Έφυγαν οι τσιγγάνοι παίρνοντας μαζί τους μια ανάμνηση που θα τους ακολουθεί σε όλη τη ζωή τους.

Μια γλυκιά ανάμνηση ενός θεριού με καρδιά περιστεριού.

21/10/2022

Μιχάλης Στρατάκης

γραφιάς

.

.

.

.

.

.

.

.

.

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:79