Ο μπάρμπα Στεφανής… | του Αντώνη Κουκλινού Μνια δεμαθιά καλάμνια βαστά στην αμπασκάλη ντου και σέρνει το γάιδαρο απού το χαλινάρι αξέστρωτο και γέρνει όθε ντο περβόλι. Όξω απού το χωργιό, παντίχνει με το Θοδωρή και στέσανε κουβεντολόι. -Μρε Στεφανή, όθε πού το ’βαλες; -Γεια σου μρε Θοδωρή, στο περβόλι πάω. -Και σέρνεις το γάιδαρο αξέστρωτο; Και σηκώνεις τα καλάμνια…,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

2520! | του Γιώργου Χουρμουζιάδη «Οι περισσότεροι είχαν να πλυθούν και ν’ αλλάξουν έναν ολόκληρο μήνα, ίσως και περισσότερο, και οι μορφές τους, μαύρες και ισχνές, από τις κακουχίες και την απλυσιά, ελάχιστα πλέον θύμιζαν τα παλιά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους»! Με τον τρόπο αυτόν ένας αντάρτης του ΔΣΕ περιγράφει την κατάσταση των ανταρτών μετά τον ελιγμό που πραγματοποίησε ο ΔΣΕΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα νάζια… | του Αντώνη Κουκλινού Με ξεχαμπετωμένα τα ποκάμισσα, κακοζωζμένος με το σκαπέτι στον ώμο, εγιάγερνε στο χωργιό ο Νικολής. Αυλάκιαζε ένα ψιχάλι ποταμίδα, να φυτέψει πατάτες και τα κηπικά ντου. Ολοκάψωτος…, η μυρωδιά του ίδρου εξύνιζε απάνω ντου, απ’ αλάργο. Σαν εμπήκενε στο σπίτι, παρετά το σκαπέτι στο γύρο και βγάνει το ποκάμισσο. Αγλακά στη γούρνα κι ανοίγειΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το χωριό που γεννήθηκα είναι οι Γκαγκάλες | του Μιχάλη Στρατάκη Κακόηχο όνομα, ακαταλαβίστικο, δίχως παραπομπές σε παραδεισένιους τόπους ή, έστω, σε μαρμαρένια αλώνια όπου ποταμοί τρέξανε τα αίματα Τούρκων καταχτητών μακελεμένων από κατσούνες Γκαγκαλιανών ημίθεων. Στον καρποφόρο μεσσαρίτικο κάμπο είναι κουκουβισμένο το χωριό μου, εκεί που σμίγουν και σφιχταγκαλιάζονται οι αέρηδες του Ψηλορείτη και των Αστερούσιων βουνών, εκεί πουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Γιαναμάθης | της Άννας Τακάκη Kείνους τους χρόνους τους καιρούς, –πάνε πολλά τέρμενα1 οπίσω– οι φαντάροι εκάνανε πολλά χρόνια στο στρατό. Σαν είχε φτάσει η ώρα ν’ απολυθούνε, γυρίζανε στα σπίτια τους κι εβρίσκανε τις γυναίκες τους ασούσσουμες2, αδύνατες και βασανισμένες, γιατί ’χανε να μεγαλώνουνε μωροκόπελα, που τους αφήνανε, είχανε και τη γης αμοναχές να τη δουλεύουνε για μιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ομογενείς | του Αντώνη Μάρταλη Ο άνθρωπος δεν ήταν τόσο κακός, όσο χαλασμένος και βλάκας. Βλάκας όχι στη δουλειά του, μα έξω απ’ αυτή. Μέσ’ στο μπακάλικο ή μάλλον στο παντοπωλείον του, των αδυνάτων αδύνατο να τον γελάσει κανείς ή έμπορος ήταν ή πλασιέ ή κλεπτομανής ή πεινασμένος. Μα έξω απ’ το μαγαζί του έφτανε να του κάνεις ένα μικρόΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Και που λες φίλε μου… | του Αντώνη Κουκλινού Έσκυψα μέσα μου να σμίξω, με παλιές αναμνήσεις. Σε παλιούς, όμορφους, ανέμελους, καιρούς. Κοπελάκι του δημοτικού… Στο χωργιό μου τη Γληγοργιά… Πάνω και κάτω Τεμενέλι, λέμε μνια περιοχή με πολλά μικιά περβολάκια. Με τρεχάμενο κρυγιό νερό και μνια στέρνα παραδίπλα. Από κεία ήχενε καταπότη και ποτίζανε ούλοι τα ζαρζαβατικά ντως. ΣεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Σινάν | του Βασίλη Λιόγκαρη Δεν μπορώ τους παραδείσους σας. Θα δραπετεύσω. Κι ακόμα χειρότερα την κόλασή σας δεν μπορώ. Θα δραπετεύσω. Έτσι το ’πε και το ’κανε ο Σινάν, πνιγμένος από αναθυμιάσεις μιζέριας και καταπίεσης. Η μάνα σήκωσε τ’ ακουστικό και γιόμισε το σπίτι γέλιο. Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά κι έπιασε να καθαρίσει το σπανάκι. Η ΓεωργίαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Χατζημπραήμης | της Άννας Τακάκη Από γενιά πάει το βασιλίκι, που λένε. Κι ετούτος απού θωρείς πήρε το παρατσούκλι Χατζημπραήμης από τον κύρη του κι από τον παππού του. Ένας ήτονε στο χωριό ο Χατζημπραήμης, που τ’ όνομά του το κανονικό δεν το γροίκας ποτέ. Μόνο στα χαρτιά ήτονε γραμμένο και στην ταυτότητα, το Νικηφόρος. Ο πάππος του ήτονεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…