Δάσος υδάτινο | του Γιώργου Γωνιανάκη Η θάλασσα συνέχιζε τα δάση. Κι εκεί, στο δασωμένο ακροθαλάσσι, ψαράδες ξυλοκόποι συναγμένοι όπου για τη δική σου την ευγένεια και το δικό μου το χατίρι βάζουν φωτιά στις βάρκες και σπάζουν τα πελέκια, αλλά φύγαν και δεν μου είπαν τι είναι πιο επικίνδυνο, να κολυμπήσω σε βαθειά νερά ή να πνιγώ στην ευωδιάΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Με ένα φτερό | της Ανδριάνας Μπιρμπίλη Σπασμένο φτερό καρφωμένο, σε μπρούτζινο σταυρό. Όνειρο σκάρτο κλειδωμένο και παλιό, ήλιε μου κόκκινε που ψάχνεις ουρανό. Πόλη απρόσωπη, με τσιμέντο και μπετό. Βγάζω και πετάω το παλτό, ψάχνω μέσα στην καρδιά να βρω σφυγμό. Άδοξο τέλος σε ένα θέατρο φθηνό, κάθε γκρίζα αρχή χάνεται στο δειλινό. Μιλώ σε έναν κόσμο πια κουφό,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ζωγραφίζοντας πολύχρωμα τοπία! | του Αλκέτα Λεοννάτου Το αστικό κράτος έχει οριστικά απεμπολήσει το μέχρι πρότινος «προνόμιό» του, των όποιων κοινωνικών παροχών, που στοιχειωδώς διασφάλιζαν τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, της παιδείας, της υγείας, των κοινωνικών αγαθών, τις συγκοινωνίες, τα επιδόματα ανεργίας, τις συντάξεις, τους αξιοπρεπείς μισθούς και τα εργασιακά δικαιώματα… Αυτό που ονομάζουμε «αστικό κράτος» έχει αποκαλυφθεί σε «κράτοςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Παπουτσωμένος Γάτος | της Ανθής Παρασκευοπούλου διασκευή για δημοτικά σχολεία Ένας μυλωνάς είχε τρεις γιους, τον μύλο του, έναν γάιδαρο και έναν γάτο. Οι γιοι του έπρεπε να αλέθουν, ο γάιδαρος να φέρνει το σιτάρι στον μύλο και να μεταφέρει το αλεύρι και o γάτος που έπρεπε να κυνηγάει τα ποντίκια. Όταν πέθανε ο μυλωνάς οι τρεις γιοι χώρισανΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το μεγάλο σκυλολόι και διορισμοί στο σόι | του Μιχάλη Χουρδάκη (Πλατεία Αγ. Νικολάου 17-9-2012)   Γνωρίζανε πως οι κλεψές θα φέρουνε την κρίση μα εβάλανε υπογραφές αντί να βρούνε λύση Νόμο εκάμανε τρανό προσλήψεις να μην κάνουν σε πρόσωπα συγγενικά κι όμως το ξανακάνουν Βρήκαν τερτίπι οι άχρηστοι το χούι ντως μη χάνουν ο γεις τ’ αλλού τσοι συγγενούςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα χαμίνια | του Γιώργου Ηρακλέους Πάντα αγαπούσα τα χαμίνια, όταν κατέβαιναν τα σκαλοπάτια του σπιτιού και έπαιρναν τους δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά. Τα ατίθασα μάτια τους, τα στιχάκια τους και τα συνθήματα στους τοίχους, την τρέλα μαζί και την τόλμη μπροστά στο ανέφικτο, το να ζεις και να πεθαίνεις κάθε μέρα, αυτό πιο πολύ μου άρεσε… Πάντα αγαπούσαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο γερο-αγρότης | του Γιώργου Γωνιανάκη Ο γερο-αγρότης άγρυπνος του Τρυγητή τα βράδια, εκστατικά κοιτούσε τα τσαμπιά των άστρων. Φοβότανε του φεγγαριού νερό μην ξεχειλίσει, χαλώντας τη σοδειά του. Κι ο ύπνος πάντοτε ερχόταν, με το ίδιο όνειρο: Στο πετρόχτιστο πατητήρι να χορεύει, μαύρα σταφύλια πατώντας· κούπες το κρασί, σα νιος, να κατεβάζει· στην ίδια τάβλα να γλεντά μαζί μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αν είναι ο κόσμος μου αυτός | της Ανδριάνας Μπιρμπίλη Αν είναι ο κόσμος μου αυτός, γιατί είναι τόσο σκοτεινός; Γιατί με καίει σαν φωτιά; Γιατί είναι τόσο εχθρικός; Πάρε τα μάτια μου και δες την θλίψη, ενός παιδιού του λιμανιού, που σου ζητάει νερό και φαγητό. Τον πόνο μίας προσφυγίνας, σε ένα στρατόπεδο επάνω στην Μαγούλα, χειμώνα μήνα, μέσαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ταξίδια ωκεάνια | του Μανώλη Λυκάκη Μόλα και βαρεθήκαμε τόσο καιρό στο πόρτο, πάει κι ο κάβος ο πρυμνιός, γλίστρησε στον αφρό, εμείς που αλμυρό νερό μυρίζουμε στο χνώτο, θάλασσα μόνο ξέρουμε, πέλαγος κι ουρανό, ένα κουμπάσο* ανοιχτό να περπατά στον χάρτη, του θερμαστή τον κάματο μέρες στη μηχανή, τ’ απέραντο τ’ ωκεανού, τον στεναγμό του ναύτη και μια στεριάΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…