Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο! | της Βαγγελιώς Καρακατσάνη

«Είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο!»
“Seamos realistas, pidamos lo imposible!”
55 χρόνια από τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα

Όταν η CIA συνέλαβε τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα μετά από ενέδρα που έστησε ο Βολιβιανός στρατός στον μεγάλο επαναστάτη και τους συντρόφους του και εν συνεχεία τον ανέκριναν και διέταξαν τη δολοφονία του με τέτοιο τρόπο που να φαίνεται ότι σκοτώθηκε σε μάχη, το ημερολόγιο έγγραφε 9 Οκτώβρη 1967. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννήθηκε στην πόλη Ροσάριο της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου του 1928. Ηταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια Ντε λα Σέρνα. Στις φλέβες του έτρεχε ιρλανδέζικο αίμα από τη μεριά του πατέρα του και βασκικό από τη μεριά της μητέρας του.

Η Σίλια ντε λα Σέρνα και ο Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς με τον πρώτο τους γιο Ερνέστο.

«Έχω γεννηθεί στην Αργεντινή, αυτό δεν είναι μυστικό για κανένα. Είμαι Κουβανός και μαζί Αργεντινός, και αν οι λαμπρότατες περιοχές της Λατινικής Αμερικής δε θίγονται, αισθάνομαι τόσο Λατινοαμερικανός πατριώτης, απ’ οποιαδήποτε χώρα της Λατινικής Αμερικής, όσο και ο πιο πατριώτης της κάθε μιας. Θα είμαι έτοιμος στην κατάλληλη στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την απελευθέρωση μιας λατινοαμερικανικής χώρας δίχως να γυρέψω τίποτε από κανένα, δίχως τίποτε ν’ απαιτήσω, δίχως κανέναν να εκμεταλλευτώ». Με αυτά τα λόγια μας συστήνεται ο Τσε αργότερα, μέσα από τη δευτερολογία του στη γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τον Δεκέμβριο του 1964.

Σε ένα διάλειμμα της μάχης

Όλη του τη ζωή ο Τσε την πέρασε μέσα στην περιπλάνηση, ακόμη και την περίοδο που ήταν μικρό παιδί. Ο πατέρας του, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, ανέπτυσσε επιχειρηματικές δραστηριότητες σε διάφορα μέρη της Αργεντινής κι έτσι η οικογένεια υποχρεωνόταν συχνά να αλλάζει τόπο διαμονής. Επιπλέον, οι περιπέτειες του μικρού Ερνέστο με το άσθμα υποχρεώνουν τους γονείς τους να αναζητούν για τη διαμονή της οικογένειας τις κατάλληλες κλιματικές συνθήκες. Στην οικογένεια Γκεβάρα το διάβασμα ήταν μια αγαπημένη συνήθεια και τα βιβλία αφθονούσαν.

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, το διάβασμα έγινε βίωμα στον Ερνέστο από τα μικρά του χρόνια. Διάβαζε όλους τους μεγάλους συγγραφείς και ποιητές, ενώ απ’ ό,τι φαίνεται η πρώτη του επαφή με το Μαρξισμό – δεδομένου ότι τα βιβλία υπήρχαν – έγινε μάλλον στη βιβλιοθήκη του πατρικού του σπιτιού κι όχι αργότερα.

Παράλληλα με το διάβασμα ο Ερνέστο είχε αναπτύξει και μια δεύτερη …εμμονή. Θέλοντας να καταπολεμήσει την αρρώστια του ή τουλάχιστον να πάει κόντρα σε όσα αυτή του υπαγόρευε να κάνει, δοκίμαζε τις αντοχές της αναπνοής του παίρνοντας μέρος σε αθλητικές δραστηριότητες που απαιτούσαν κάτι τέτοιο. Έπαιζε πινγκ πονγκ, ποδόσφαιρο, ράγκμπι, αγαπούσε την ιππασία, το γκολφ, την ανεμοπορία, αλλά το πάθος των παιδικών και εφηβικών του χρόνων ήταν το ποδήλατο.

Το 1953 παίρνει το πτυχίο της Ιατρικής και θα ξεκινήσει ταξίδι στη Λατινική Αμερική, όπου θα ζήσει βαθιά στο πετσί του τα δικτατορικά καθεστώτα των Αμερικάνων και τη στυγνή εκμετάλλευση των λαών. Η «πίσω αυλή» των ΗΠΑ, δηλαδή μία «μπανανία» των μεγάλων Αμερικανών επιχειρηματιών που είχαν κυριαρχία και αποικιοκρατικού τύπου έλεγχο όλης της περιοχής για αρκετές δεκαετίες. Αφού ο Τσε βιώνει αυτήν την κατάσταση δεν θα αργήσει να πάρει το δρόμο της επανάστασης για να καταργηθεί κάθε μορφής εκμετάλλευση. Η Αργεντίνικη καταγωγή του και η ιατρική του ιδιότητα όχι μόνο δεν στάθηκαν εμπόδιο στην ενασχόλησή του με το μαρξισμό και η σύνδεσή του με τους επαναστάτες αλλά αντίθετα τα δύο βασικά του γνωρίσματα, έβρισκαν ήρεμη διέξοδο, δηλαδή η μέχρι αυτοθυσίας τάση για κοινωνική προσφορά και η αχόρταγη διάθεσή του να γνωρίσει άλλες χώρες και άλλους λαούς, αιτίες που άρχισαν να τον σπρώχνουν σε πιο μαχητικούς δρόμους.

Το καλοκαίρι του 1955, σε ένα ταξίδι του στο Μεξικό, ήρθε σε επαφή με τον Ραούλ Κάστρο και στις αρχές Ιουλίου του ίδιου χρόνου συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο ο οποίος ήταν αρχηγός των «Moνκαντίστας» και ηγέτης της αποτυχημένης ένοπλης επίθεσης στο στρατόπεδο της Μονκάδα το 1953 και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης ενός αντάρτικου αγώνα με στόχο την ανατροπή του διεφθαρμένου, φασιστικού καθεστώτος του Μπατίστα.

Ο Τσε είχε πεισθεί ότι ο Φιντέλ Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, κι έτσι πήρε μέρος στο Κίνημα της 26ης Ιούλη, με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού φασιστικού καθεστώτος. Αρχικά συμφώνησε να συνοδεύσει την ομάδα των επαναστατών με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών και αναδείχθηκε ως ο καλύτερος μαθητής του συνταγματάρχη Αλπέρτο Μπάγιο.

Το ημερολόγιο έγγραφε 25 Νοέμβρη 1956 όταν, 82 επαναστάτες ξεκίνησαν παράνομα με το πλοιάριο Γκράνμα και έφτασαν στις 2 Δεκέμβρη στην παραλία Λας Κολοράδας της Κούβας. Εκεί, έπεσαν σε ενέδρα του κυβερνητικού στρατού και αποδεκατίστηκαν. Διασώθηκαν μόλις 22 επαναστάτες, ανάμεσά τους και ο Τσε, οι οποίοι κατέφυγαν στην οροσειρά Σιέρρα Μαέστρα, που έγινε το ορμητήριο τους. Στη διάρκεια των μαχών ο Τσε ξεχώρισε όχι μόνο ως γιατρός αλλά και ως αντάρτης γι’ αυτό και ο Φιντέλ του απένειμε τον τίτλο «Κομαντάντε».

Η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκέμβρη του 1958, μετά από δύο χρόνια ανταρτοπόλεμου στη Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του στρατού του Μπατίστα, υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία του Τσε. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα την οποία εγκατέλειψε ο δικτάτορας Μπατίστα την 1η Ιανουαρίου 1959, ενώ μαίνονταν οι μάχες για την τελική επικράτηση των ανταρτών.

«Η πολιτική κυριαρχία που είναι το πρώτο βήμα –έγραφε αργότερα ο Τσε Γκεβάρα– κατακτήθηκε την ημέρα που η λαϊκή δύναμη θριάμβευσε, την ημέρα που η επανάσταση νίκησε, την 1η του Γενάρη του 1959… Αυτή η 1η του Γενάρη που τόσα στοίχισε στο λαό της Κούβας, συνοψίζει τους αγώνες πολλών κουβανέζικων γενεών, μετά τη διαμόρφωση του Εθνους, για την κυριαρχία, την πατρίδα, την ελευθερία και την καθολική, οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία της Κούβας. Δεν πρέπει πλέον να περιορίζουμε τη σημασία αυτής της ημερομηνίας σε ένα αιματηρό επεισόδιο, θεαματικό, ούτε καν αποφασιστικό, αλλά σε μια μόνη στιγμή στην ιστορία της Κούβας, γιατί η 1η του Γενάρη είναι η μέρα του θανάτου του δεσποτικού καθεστώτος του Φουλγκένσιο Μπατίστα καθώς επίσης και η ημερομηνία που γεννήθηκε η πραγματική ελευθερία, πολιτικά ελεύθερη και κυρίαρχη και που υιοθετεί σαν ανώτατο νόμο της την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Με την κατάκτηση της εξουσίας από τους αντάρτες ο Τσε παίρνει τιμητικά την Κουβανέζικη Υπηκοότητα και αναλαμβάνει σημαντικές θέσεις ευθύνης στην επαναστατική κυβέρνηση ως επικεφαλής της αγροτικής μεταρρύθμισης και αργότερα της Κουβανικής Εθνικής Τράπεζας, υπουργός Βιομηχανίας, διοικητής της Λα Καμπάνια αλλά και αρχηγός του τμήματος εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Με αυτές του τις ιδιότητες ταξίδεψε σε πολλές χώρες μεταξύ των οποίων στις 11 Δεκέμβρη του 1964 εκπροσώπησε την Κούβα στην Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών όπου διαμαρτυρήθηκε έντονα ενάντια στην πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κουβανέζικη Επανάσταση αλλά και σε όλη την Λατινική Αμερική με δικτατορίες, ενώ συμπαρατάχθηκε υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού και πρότεινε ειρηνευτικό σχέδιο για την Καραϊβική.

Η τελευταία συνάντηση του Τσε με την οικογένειά του ήταν στην Πούντα ντελ Έστε της Ουρουγουάης το 1961. Από αριστερά προς τα δεξιά – η μητέρα Σίλια ντε λα Σέρνα, ο μικρότερος αδερφός Χουάν Μάρτιν, ο Ερνέστο, ο Ρομπέρτο, ο δημοσιογράφος Χούλιο Σέζαρ Κάστρο και ο οικογενειακός φίλος Κάρλος Φιγκερόα

Οι ΗΠΑ προσπαθούν με κάθε τρόπο να ανατρέψουν την Κουβανέζικη επανάσταση και ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει η αμερικανική εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων τον Απρίλιο του 1961 την οποία κατέστειλαν με επιτυχία τα κουβανικά στρατεύματα. Όμως ο κομμουνιστής – διεθνιστής, ο επαναστάτης Ερνέστο Τσε Γκεβάρα δεν είχε σύνορα και περιορισμούς. Ήταν εκεί που χτυπούσε η καρδιά κάθε αδικημένου. Βρισκόταν στην πρώτη γραμμή όλων εκείνων, σε όποια γωνιά της Γης κι αν βρισκόταν, που σήκωναν κεφάλι ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Στο μήνυμά του προς την «Τριηπειρωτική», δηλαδή της «Οργάνωσης Αλληλεγγύης με τους λαούς της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής», που δημοσιεύτηκε τον Απρίλη του 1967, ο Τσε δίνει μέσα σε λίγες γραμμές με απόλυτη σαφήνεια το πολιτικό στίγμα του εκείνης της εποχής:

«Όλη μας η δράση είναι μια πολεμική κραυγή ενάντια στον ιμπεριαλισμό και ένα σάλπισμα για την ενότητα των λαών ενάντια στο μεγάλο εχθρό του ανθρώπινου γένους: τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Οπουδήποτε κι αν μας αιφνιδιάσει ο θάνατος τον καλωσορίζουμε, αρκεί αυτή η πολεμική κραυγή να βρει άξιο αποδέκτη και άλλο χέρι να απλωθεί να αδράξει το όπλο μας και άλλοι άνθρωποι να έρθουν να συνοδέψουν τα μοιρολόγια με τις ριπές των αυτομάτων και με νέες κραυγές πολέμου και νίκης».

Όταν ένιωσε ότι η Κουβανέζικη Επανάσταση είχε εδραιωθεί αποφάσισε να εγκαταλείψει την Κούβα παραιτείται από κάθε κυβερνητική θέση για να συνεχίσει το επαναστατικό του έργο σε άλλα κράτη που τον είχαν ανάγκη. Έτσι κατέφυγε με πλήρη μυστικότητα αρχικά στο Κονγκό, ενισχύοντας και βοηθώντας οργανωτικά τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Η έλλειψη οργάνωσης και συνοχής των κονγκολέζικων δυνάμεων καταγράφεται στα ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα ως ο κύριος λόγος της αποτυχίας της επανάστασης. Ο Τσε δεν θα μείνει όμως με σταυρωμένα χέρια. Συγκροτεί ομάδα Κουβανών και Βολιβιανών ανταρτών το οποίο αμέσως θα προσπαθήσει να δημιουργήσει βάσεις σε Αργεντινή, Περού και Βραζιλία ενώ η CIA θα κάνει τα πάντα, θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τον δολοφονήσει. Έτσι στρέφει την προσοχή του στη Βολιβία στην οποία φτάνει την 1η Νοεμβρίου του 1966 ταξιδεύοντας με αεροπλάνο από το Σάο Πάολο της Βραζιλίας μεταμφιεσμένος σε επιχειρηματία.

Στα βουνά της Βολιβίας

Από τη φάρμα «Καλαμίνα» που αποτέλεσε τη βάση των ανταρτών – άλλωστε γι’ αυτό το σκοπό αγοράστηκε – ξεκίνησε ένας ένοπλος αγώνας που έμεινε ανεξίτηλος στις καρδιές και στο μυαλό των ανθρώπων. Η πρώτη μάχη της αντάρτικης ομάδας δόθηκε στο Νιανκαουάσου στις 23 Μάρτη του 1967 και η τελευταία στις 8 Οκτώβρη του ιδίου έτους στη χαράδρα του Γιούρο, όπου ο Τσε με πληγωμένο το ένα πόδι, με το όπλο του κατεστραμμένο και μ’ ένα πιστόλι χωρίς σφαίρες, πέφτει στα χέρια του εχθρού. Στις 9 Οκτωβρίου 1967 ο Τσε θα πιαστεί αιχμάλωτος και τελικά θα δολοφονηθεί την επομένη από τη CIA.

Οι δολοφόνοι θα κόψουν τα χέρια του Τσε για να πιστοποιήσουν με ακρίβεια την ταυτότητά του, ενώ το πτώμα του το έθαψαν σε τόπο μυστικό, θέλοντας να αποφύγουν αυτό που θεωρούσαν βέβαιο: Να γίνει ο τάφος του τόπος προσκυνήματος και σύμβολο της επανάστασης είτε στη Βολιβία είτε αλλού. Όπως συμβαίνει με όλους τους επαναστάτες ο θάνατός τους δεν είναι αρκετός για να διώξει το φόβο των εχθρών των λαών.

Είκοσι οκτώ χρόνια μετά το θάνατο του Τσε, ένας από τους νεκροθάφτες του, ο τότε λοχαγός Βάργκας Σαλίνας αποφάσισε να υποδείξει το μυστικό τάφο του μεγάλου επαναστάτη. Λέει, λοιπόν πως η ταφή έγινε στις 11 Οκτώβρη του 1967 στο πλάι του αεροδρομίου Βαγεγκράντε. Μαζί με τον Τσε τάφηκαν και ορισμένοι σύντροφοί του. Θα περάσουν δύο χρόνια εκσκαφών και αναζητήσεων και στις 28 Ιούνη του 1997, στα περίχωρα του αεροδρομίου, σε μια ανασκαφή που οι τεχνικοί την ονόμαζαν «ζώνη 7, μέτρο 21» ανακαλύφθηκε μια ομάδα λειψάνων σε κοινό τάφο. Το δεύτερο από αυτά είχε κομμένα χέρια. Από την εξέταση που έγινε στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε ότι επρόκειτο για το Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Στα μέσα Ιούλη τα λείψανα μεταφέρθηκαν στην Κούβα και σήμερα βρίσκονται σε Μαυσωλείο στην πόλη της Σάντα Κλάρα.

Οι ιδέες του μεγαλύτερου επαναστάτη του 20ου αιώνα και το όραμά του παραμένουν ζωντανά καθώς δίδαξε και έδειξε τον δρόμο σε πολλές γενιές επαναστατών ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο όταν οι λαοί αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον.

Έτσι, η μορφή του θα αποτυπωθεί ως το αιώνιο σύμβολο αυτών που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Ήταν ο καπετάνιος, ο Κομαντάντε μιας υπόθεσης που και ως θεωρία και ως πράξη θα βρει την ολοκλήρωσή της μόνο αν καταργηθεί κάθε μορφής καταπίεση και εκμετάλλευση, όπως έλεγε και ο ίδιος: «εάν τρέμεις από αγανάκτηση για κάθε αδικία, τότε είσαι σύντροφός μου».

Βαγγελιώ Καρακατσάνη



 

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:186