Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

Γιατρός πατέρας | της Τούλας Μπούτου

Ο γιατρός Δεναξάς κρατούσε το τηλέφωνο με το χέρι σφιγμένο σε ένα σπασμό, άκουγε μα δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη… Οι λέξεις έρχονταν μέσα από το ακουστικό. Μια φωνή άγνωστη, κι απρόσωπη: «Είστε ο γιατρός κ. Δεναξάς»; «Ναι – είχε προφτάσει να πει- Ορίστε, τι θέλετε;» «Είμαι συνάδελφος, γιατρός Προκοπίου. Σας τηλεφωνώ από το Νοσοκομείο Μελισσίων… Έχουν φέρει εδώ το παιδί σας, τον Γιάννη Δεξανά, από κάποιο ατύχημα, όχι σοβαρό ελπίζω, μην ανησυχείτε κ. συνάδελφε. Κάποιο ατύχημα με το σχολικό λεωφορείο. Πρέπει όμως να μπει στο χειρουργείο. Πρέπει να προχωρήσουμε».

– Πού είναι το παιδί; κατόρθωσε να ψελλίσει με χείλη που δεν τα όριζε.

– Εδώ, στην «Εντατική». Το προετοιμάζουμε για το χειρουργείο, και κάνουμε το καλύτερο να είστε βέβαιος! Θα χρειαστεί, όμως, αίμα!

– Έρχομαι! Η φωνή του βραχνή, μα είχε βγει. Έρχομαι! Είπε δυνατά. Κι ύστερα σα να σκέφτηκε κάτι, μια κραυγή.

– Τι θα του κάνετε; Τι συμβαίνει ακριβώς;

Η άλλη φωνή δίστασε.

– Μπορεί να πάμε για σπληνεκτομή… Έτσι μοιάζει… Όμως περιμένουμε ακόμη, και τον ετοιμάζουμε.

Το ακουστικό βουβάθηκε. Το ακούμπησε βαριά, κι έμεινε με το κεφάλι ανάμεσα στα δυο του χέρια. Ατύχημα! Ο Γιαννάκης! Το γερό, το ολόγερο παιδί του! Πόσο σοβαρό; Πόσο να προφτάσει; Κατίνα! Ούρλιαξε, Κατίνα! Η γυναίκα μπήκε αλαφιασμένη τρέχοντας. Τι συμβαίνει κύριε;

– Το παιδί έπαθε ατύχημα! Χτύπησε με το σχολικό! Πάω για το νοσοκομείο!

Η Κατίνα έβαλε τις φωνές: -Τι λέτε! Το παιδί; Θεέ μου! Τι έπαθε το παιδί; Κλάμα υστερικό την τράνταξε ολόκληρη.

– Πάψε σε παρακαλώ! Σταμάτα να φωνάζεις!

Σταμάτησε με μιας, σκουπίζοντας τα μάτια.

– Κάνε μόνον μια προσευχή, είπε πιο μαλακά.

– Να ‘ρθω μαζί σας; τόλμησε να ρωτήσει η γυναίκα.

– Όχι, όχι. Παίρνω το πρώτο ταξί! Δεν μπορώ να οδηγήσω! Μείνε εσύ, θα σου τηλεφωνώ…

Ο Κώστας Δεξανάς φορούσε το σακάκι του. Έβγαινε κιόλας από την πόρτα, οι λυγμοί της γυναίκας καθώς ξανάρχισαν τον ακολουθούσαν.

«Έχει δίκιο, σκέφτηκε… Το έχει μεγαλώσει. Δυο χρονών δεν ήταν, όταν το πήρε στην αγκαλιά της. Και το κράτησε εκεί, στην αγκαλιά της όλα τα χρόνια. Ήταν η μάνα του… Ύστερα από τη φυγή της αληθινής του μάνας».

Περπατούσε με βήμα όσο πιο γοργό μπορούσε. Τα χρόνια βάραιναν πια, έτσι όπως στο σκυφτό κεφάλι με τα λευκά μαλλιά, κι η καρδιά κλοτσούσε, κλοτσούσε αλύπητα τώρα με την αγωνία… Εξήντα χρονών. Κι ο Γιαννάκης μόλις στα δέκα. Γερομπαμπάς! Εκανε νόημα στο ταξί που περνούσε στη λεωφόρο.

– Νοσοκομείο των Μελισσίων! είπε, καθώς σωριαζόταν στο πίσω κάθισμα.- Και όσο μπορείτε πιο γρήγορα!

– Όσο μπορούμε, γιατί είναι ανάγκη! Είπε βογκώντας ο γιατρός.

Το έλεγε πάντα. Η θέση του γιατρού μπρος στην αρρώστια και το φόβο του θανάτου είναι πιο τραγική απ’ όλων των άλλων ανθρώπων. Ο γιατρός ξέρει περισσότερα, έχει την πικρή ολόπικρη πείρα του… κι είναι πολύ πιο μόνος, πιο απογυμνωμένος από χίμαιρες κι ελπίδες… Σπληνεκτομή; Πόσο αίμα χάνει; Τι γίνεται με τα άλλα όργανα του παιδιού;

Έβαλε το χέρι στα μάτια του που άρχισαν να τρέχουν. Ο νεαρός γύρισε.

– Υπομονή κύριέ μου! Είπε μαλακά.

– Με συγχωρείς νεαρέ μου! Έβγαλε το μαντίλι.

– Όχι, για σας το λέω… Εμείς βλέπουμε πάρα πολλά. Τίποτα δε μας ξαφνιάζει… Για σας!

– Είναι για το παιδί μου, είπε απολογητικά ο γιατρός. Δέκα χρονών, κι έπαθε κάποιο ατύχημα με το σχολικό.

– Γιατί μόνος; Είπε διστακτικά ο άλλος.

– Η γυναίκα μου χάθηκε, όταν το παιδί ήταν δύο χρονών. Δεν προλάβαινα να ειδοποιήσω κανέναν άλλον. Εξ άλλου εγώ το μεγάλωσα, το μεγαλώνω. Κάποιο ξαλάφρωμα, καθώς κουβέντιαζε με τον άγνωστο οδηγό… να σπρώχνει τη δύσκολη ώρα.

– Είμαι γιατρός… ελπίζω οι συνάδελφοι να κάνουν το καλύτερο. Χρειάζεται αίμα, Εγώ να δώσω όλο το δικό μου – ψευτογέλασε. Είμαι 60 χρονών, δε θα μου πάρουν. Όμως θα βρούμε, θα φέρω εγώ αιμοδότες! Είπε. Μόνον τώρα, να γλιτώσουμε το παιδί! Να μην έχει την τύχη της μάνας του! Οχτώ χρόνια πριν. Η όμορφη, η τόσο νέα, η αινιγματική του Κάτια ήρθε μπροστά του… Άραγε για το παιδί, πόσο θα πονούσε τούτη την ώρα αν τη ζούσε; Η ανεξιχνίαστή του Κάτια! Ποτέ δεν έμαθε τι υπήρξε εκείνος γι’ αυτήν. Για κείνον; Τ’ αστραφτερά της νιάτα, η παρουσία της που γέμιζε το σπίτι, όλη τη ζωή του. Τα 27 της χρόνια που δεν τα ‘νιωσε ποτέ να σμίγουν να δένονται ατόφια με τα δικά του τα 50. Εκείνο το ταξίδι στο Λονδίνο… Κάθε φορά που ξέκλεβε χρόνο να πάει μόνη της σ’ ένα ταξίδι, για ψώνια, για δουλιές, με την Ντέπη, τη Μαρία «Εσύ είσαι τόσο απασχολημένος πάντα. Ασε με να πάω λίγο να ξαλεγράρω, τα ψώνια, να δούμε κανένα θέαμα…». Δεν το ήθελε, μέσα του επαναστατούσε, μα δεν μπορούσε να της χαλάσει το χατίρι. «Είναι το τίμημα για όσα υπέροχα μου δίνει», έλεγε. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτ’ άλλο. Όταν γύριζε, την έπαιρνε στην αγκαλιά του, τόσο όμορφη, ευωδιαστή και φρέσκια σαν λουλούδι. Χαιρόταν τον έρωτά της. Ωρες να την κοιτά καθώς κοιμόταν ύστερα πλάι του σαν παιδί. Κείνη την τρέλα που ένιωσε, όταν του είπε πως θα του χαρίσει ένα παιδί… Ήρθε στο γραφείο, στάθηκε σιωπηλή πίσω από την πολυθρόνα του και του κράταγε τους ώμους. Εκείνος σταμάτησε να γράφει «Τι συμβαίνει; Θέλεις κάτι;» Καθώς αυτή δεν απαντούσε: «Μήπως τίποτα ψώνια; Χρήματα; Κανένα ταξιδάκι;» ρώτησε.

– Όχι, είπε εκείνη σιγά. Όχι καλέ μου. Μόνο και μόνο να σου πω πως θα αποκτήσουμε ένα παιδί.

Γύρισε με μιας.«Γιατί είσαι πίσω μου; Αγάπη μου! Μου λες τέτοια είδηση και στέκεσαι πίσω μου;» Ήθελε να δει τα μάτια της, ήθελε να τη χωρέσει ολόκληρη η δική του ματιά.

– Κι η γυναίκα σας από ατύχημα χάθηκε; ρώτησε ο οδηγός, προσπερνώντας κάπως τολμηρά κάποιο λεωφορείο – τρέχω όσο μπορώ – είπε απολογητικά.

– Από ατύχημα, αυτοκινητικό! είπε ο άντρας με κοφτή φωνή. Η αινιγματική του Κάτια, τόσο παράξενη και απόμακρη πολλές φορές και στο θάνατο ακόμη πήρε μαζί της, δικά της, τις ώρες και τα λεπτά στο παιχνίδι το στερνό της ζωής και του θανάτου. Μόνη της μέχρι το τέλος. Σε μια μεγάλη λεωφόρο του Λονδίνου. Η Ντέπη δεν μπόρεσε να του εξηγήσει ακριβώς, ο πόνος ήταν τόσος που δεν άντεχε και να ρωτά. Η Ντέπη δεν ήταν μαζί της εκείνη την ώρα, μόνη μέσα σ’ ένα τρελό ταξί που έτρεχε σε μια λεωφόρο… κάποια εταιρία ήταν για να βρει, ήταν, λέει, για κάτι ψώνια, ειδικά, μοναδικά και δυσεύρετα. Ηθελε να του κάνει έκπληξη. Ενα φοβερό τρακάρισμα ξαφνικά, κι η Κάτια και ο οδηγός στον τόπο…

Μόλις τρία χρόνια γάμου, όμως η απουσία της τόσο πικρή κι αβάσταχτη. Ενα παιδάκι δύο χρόνων κι η Ιατρική όλη δική του. Ο εκλεκτός καρδιολόγος Δεναξάς δεν μπόρεσε πια παρά να είναι ένας γιατρός – πατέρας. Τα χρόνια πέρασαν… Σκεφτόταν καμιά φορά – θα γράψω τα απομνημονεύματά μου. Για τα ιατρικά μου, τόσα πολλά που θα ‘χω να θυμηθώ! Η Κάτια θα είναι ο μεγάλος αινιγματικός μου έρωτας, που ίσως αν κρατούσε μερικά ακόμη χρόνια να είχε σβήσει άδοξα με κάποιο χωρισμό γεμάτο υποτίμηση… Έτσι όμως κέρδισε σε πόνο και διάρκεια.

– Εύχομαι το καλύτερο για το παιδί σας, είπε ο οδηγός σταματώντας μπροστά στην πόρτα του Νοσοκομείου!

– Να ‘σαι καλά, σ’ ευχαριστώ!

Μπήκε βιαστικός, τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα ‘σερνε με το ζόρι. Γιάννη μου, παιδί μου! Σκεφτόταν ολοένα. Τόσο όμορφο, τόσο ζωντανό το παιδί και τόσο δεμένο μαζί του. «Είστε η μάνα και ο πατέρας του», έλεγε η Κατίνα.

Οι συνάδελφοι τον δέχτηκαν με πολλή συμπάθεια, με σεβασμό οι νεότεροι.«Είμαστε σχεδόν έτοιμοι, το χειρουργείο μας περιμένει. Προσπαθούμε να επαναφέρουμε λίγο τον αιματοκρίτη με το αίμα που του δίνουμε».

Φόρεσε την άσπρη μπλούζα, μπήκε στην «Εντατική». Ο Γιαννάκης κατάχλομος, με τη μάσκα του οξυγόνου, ανέπνεε γρήγορα. Στο απλωμένο του χέρι το αίμα περνούσε γρήγορα στη φλέβα του παιδιού… Πήγε κοντά, πολύ πιο κοντά του. Του άγγιξε το μέτωπο μ’ ένα χάδι, έπιασε το σφυγμό.

– Μη φοβάσαι αγόρι μου! Είσαι άντρας εσύ! Κι εγώ είμαι κοντά σου!

Έγνεψε με χαμόγελο ο μικρός.

Ο νέος γιατρός της Μονάδας είχε πλησιάσει «ευτυχώς έχουμε ακόμη δυο φιάλες αίμα», του ψιθύρισε.

– Είχαμε τύχη! Γιατί έχει μια σπάνια ομάδα το παιδί. Μηδέν Ρέζους αρνητικό!… Ευτυχώς που μπορέσαμε να καλυφθούμε.

Ο γιατρός Δεξανάς έμεινε με το χέρι μετέωρο πάνω από το μέτωπο του παιδιού. Μηδέν Ρέζους αρνητικό; Αδύνατο! Αυτός με ομάδα Ρέζους Θετικό… Και η Κάτια. Στον προγενετικό έλεγχο, θυμάται, της το είχε πει γελώντας: «Τουλάχιστον στις ομάδες αίματος ταιριάζουμε απόλυτα! Πανομοιότυποι! Δεν ξέρω αγάπη μου πόσο θα μπορέσω να ταιριάξω και να σου δώσω στ’ άλλα στη ζωή μας». Δεν είναι δυνατόν από δυο γονείς με μια όμοια ομάδα να γεννιέται ένα παιδί με τελείως διαφορετικό τύπο… Το παιδί του, δεν είναι δυνατόν!

– Μηδέν Ρέζους αρνητικό; ξαναρώτησε.

– Ναι, μα μη σας νοιάζει! Έχουμε εξασφαλίσει όσο αίμα χρειάζεται! Είπε πάλι ο γιατρός.

Η όμορφη, η ανεξερεύνητή του Κάτια… τα ταξίδια… τα κενά στην κοινή τους πορεία… το χαμένο βλέμμα μετά την ερωτική τους ώρα…«τι ψάχνεις εκεί ψηλά να βρεις»; τη ρωτούσε γελώντας. «Εγώ είμαι εδώ! Κοντά σου!»

Όρμησαν, ορμούσαν τόσα πολλά να τον πνίξουν. Το παιδί της, το μεγάλωσε μόνος! Το παιδί της Κάτιας… και ποιανού; Και τώρα; Ένα παιδάκι ολόγερο που ποτέ δε χρειάστηκε να το ψάξει… Και τώρα;

Το χέρι του είχε απομείνει μετέωρο πάνω από το αγόρι… Ήρθαν οι τραυματιοφορείς να πάρουν το παιδί… ο νεαρός γιατρός τον σκουντούσε απαλά.

– Πρέπει να πάμε για το χειρουργείο!

– Μπαμπά μου!, είπε εκείνο με παράπονο, καθώς περνούσε στην αγκαλιά του τραυματιοφορέα,

– Φοβάμαι μπαμπά μου!

– Είμαι κοντά σου παιδί μου! Θα ‘ρθω κι εγώ μαζί σου! Μη φοβάσαι τίποτα!, είπε αυτός. Έσκυψε βιαστικά και φίλησε το απλωμένο μικρό χέρι.

Τούλα Μπούτου


[Το εικαστικό που συνοδεύει το διήγημα είναι το έργο «The Doctor exhibited», 1891, του Βρετανού ζωγράφου Sir Samuel Luke Fildes,(1843-1927)]


Η Τούλα Μπούτου, γεννήθηκε στην Αθήνα, όμως ζει στον Πειραιά. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και με μετεκπαίδευση στην Αγγλία πήρε την ειδικότητα της αναισθησιολόγου, από το Hammersmith Hospital. Μετά την εκπαίδευσή της, για κάποιο διάστημα, εργάστηκε σαν έμμισθη βοηθός στο νοσοκομείο Carshalton του Surrey. Στη συνέχεια, και σαν σύζυγος πια του Θεόδωρου Λαμπράκη, εργάστηκε σαν γιατρός αναισθησιολόγος κυρίως στον Πειραιά και ειδικά στο «Λευκό Σταυρό» των Θεόδωρου και Γρηγορίου Λαμπράκη. Συνεργάστηκε με όλες σχεδόν τις Κλινικές του Πειραιά και μερικές των Αθηνών. Είναι η πρώτη γυναίκα Ιατρός-Αναισθησιολόγος στην Ελλάδα. Μετά το θάνατο του συζύγου της, Θ. Λαμπράκη, παντρεύτηκε τον διευθυντή της καρδιολογικής κλινικής του Τζανείου, Παντελή Μπούτο. Είχε μια γόνιμη θητεία στην επιστήμη της, ενώ παράλληλα κι από πολύ νωρίς, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε το πρώτο της ποίημα στα 9 της χρόνια και πήρε δεύτερο βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό έκθεσης όλων των τάξεων του Γυμνασίου, ενώ ήταν μαθήτρια της Δ΄ Γυμνασίου. Συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών και από το 2005 έως το Απρίλιο του 2012, σαν έφορος του Φιλολογικού τμήματος του Πειραϊκού Συνδέσμου, διηύθυνε το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», το οποίο διακρίθηκε από το ΕΚΕΒΙ σε σύνολο 40 λογοτεχνικών περιοδικών απ’ όλη την Ελλάδα, ως περιοδικό «Λόγου και Στοχασμού» και συμμετείχε με αυτό σε ειδικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Η συναρπαστική ιατρονοσηλευτική εμπειρία της, έχει περάσει σε αρκετά από τα έργα της. Έχει συνεχή παρουσία στα πολιτιστικά, με εμφανίσεις σε τηλεόραση και ραδιόφωνο, καθώς και με διαλέξεις σε πολλούς Πολιτιστικούς και Πνευματικούς Φορείς. Έχει εκδώσει 20 βιβλία και μελέτες της. Για το έργο της, έχει συχνά διακριθεί και τιμηθεί με: Βραβεία «Παρνασσού», Βραβεία για δύο θεατρικά της έργα και δύο πεζογραφίες, σε εκδηλώσεις όπως: Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Λασκαρίδου, Γιατρών Λογοτεχνών, Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, Πνευματικού Κέντρου Κάτω Ιταλίας, Χριστιανικών Γραμμάτων κ.α. Έχει γράψει 8 θεατρικά έργα, τα οποία έχουν ανέβει: στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς από το «Θεατρικό εργαστήρι» του Κ. Τσάρη, στο Θέατρο Γλυφάδας, στο Θέατρο Ελπίδας κ.α. Έχει γράψει και το σενάριο της μικρού μήκους ταινίας «Γράμματα στη Γερμανία» που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Μποσκοΐτης. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών. Αντιπρόεδρος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς. Μέλος της Εταιρείας Γιατρών Λογοτεχνών.


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:145