Χρόνος ανάγνωσης περίπου:21 λεπτά

Στης μνήμης τα γυρίσματα τα θαύματα – της Ζωής Δικταίου

Άνοιξη ήτανε θυμάμαι, ζεστή και γλυκιά, έτσι όπως είναι κάθε κρητική άνοιξη, με μυρωδιές πολλές και ζωηρά χρώματα της χαράς. Μέρες ηλιόλουστες και μεγάλες, σαν τις Κυριακές των παιδιών. Πού και πού, ένα παιχνιδιάρικο αεράκι περνούσε στα στενά σοκάκια ανακατεύοντας τις ευωδιές της ανθισμένης φύσης με τις μυρωδιές από τις μελωμένες τηγανίτες και τα σαρακοστιανά σουσαμένια κουλούρια κι άλλοτε, κάνοντας πονηριές φούσκωνε εκείνες τις μπλε φουστίτσες, τις πλισέ της παρέλασης και αφού τις σήκωνε ψηλά – ψηλά , έτρεχε σαν κυνηγημένο να κάμει τα ίδια και στην παρακάτω γειτονιά. Αχ πώς ρόδιζε η αθωότητα στα μάγουλα των κοριτσιών κι έδινε την ευκαιρία στ’ αγόρια να καμώνονται τ’ αντράκια χαχανίζοντας κοροϊδευτικά για όσα η περίσταση τύχαινε να τους αποκαλύπτει. Ημέρες τρυφερές και αξέχαστες.

Έρχονται στο νου εικόνες πολλές, αμέτρητες. Η μια διαδέχεται την άλλη κι η άλλη, ξυπνάει άλλη πάλι διαφορετικότερη κι όλο κάτι ξεχωριστό, με τρόπο μαγικό προστίθεται παλιό και νέο την ίδια στιγμή και παίζω, στης μνήμης τα γυρίσματα με τα θαύματα και πάει λέγοντας το ταξίδι πίσω απ’ τον καιρό.

Τρέχει ο νους σε χωράφια πράσινα με ψηλά σπαρτά κι ανθισμένες μηλιές και χάνεται, ανάμεσα στις παπαρούνες και τα παράξενα αγριολούλουδα. Δεν υπάρχει άλλο, πιο συναρπαστικό και πιο όμορφο ξύπνημα από τούτο της φύσης, που ντύνεται αλλού ροζ κι αλλού κίτρινο, αλλού λευκό κι αλλού μωβ κι έρχεται, να διεκδικήσει μια θέση στην καρδιά μας. Τώρα, μεγάλη πια, σέβομαι κι αγαπώ περισσότερο τη γη, σαν μια άλλη γυναίκα που ερωτεύεται και λατρεύει το φως και για χάρη του, γεννάει χρώματα κι αρώματα μέσα στη σιωπή, σαν σε μυστήριο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε και ξυπνάμε μια μέρα διαφορετικοί και τότε μόνο νιώθουμε πώς η σιωπή έχει γίνει μυστική ανάσταση και επανάσταση.

Μέσα σ’ όλα αυτά, τα παλιά σπίτια ξαναγεμίζουν ζωή, τα μπαλκόνια χελιδονοφωλιές και τα όνειρα φως. Μέσα σ’ όλα αυτά η γειτονιά και το σπίτι που μεγάλωσα, οι μεγάλες κληματαριές που ανέβαιναν και δύο πατώματα ψηλά με χοντρά όλο κόμπους κλήματα κι ένας θεόρατος βράχος τυλιγμένος στον κισσό και στ’ αγριόροδα.

Μου άρεσαν οι μεσόκοπες γυναίκες με τα πλατιά μαντήλια, σαν ανασήκωναν στα πλάγια τη μαύρη φούστα κι ασβέστωναν σκάλες, αυλές και πεζούλια περιμένοντας τη Μεγάλη Παρασκευή να περάσει ο επιτάφιος. Εκείνα τα πέτρινα σκαλοπάτια με τη λευκή κορνίζα ολόγυρα, αχ εκείνα τα σκαλοπάτια, να γυρνούσα πίσω, να ‘ταν δυνατόν να τ’ ανέβαινα ξανά και ξανά όπως τότε να νιώσω τη μυρωδιά του φρεσκοσβησμένου ασβέστη να καίει τη μύτη μου, να κλείσω τα μάτια θαμπωμένη απ’ την αστραφτερή απλή ομορφιά, να σκορπίσω και να μαζέψω τις γυάλινες μπίλιες μου, να ξαναπαίξω πεντόβολα ή αλλιώς «κισκιδάκι», όπως λένε τούτο το παιχνίδι στο χωριό μου.

Τρέχει ο νους , όλο τρέχει , ότι θέλει κάνει και δεν βολεύεται στο παρόν, δε διαφεντεύεται απ’ τα τωρινά, όχι – όχι πίσω γυρίζει πίσω απ’ τον καιρό, το παρελθόν τον κυβερνάει. Δεν ησυχάζει, ακολουθεί στις διαδρομές της με όχημα τη νοσταλγία μια καρδιά που θα γεράσει μα δεν θα ξεχάσει.

Είχαμε στο μπαλκόνι μας ένα γιασεμί κι όλο έσκυβα και το μύριζα και πάντα πίστευα πως απ’ όλα, εκείνο το δικό μας που δεν ήταν φουντωμένος θάμνος, αλλά αγκάλιαζε με διάκριση την κληματαριά από τη ρίζα της ίσαμε τις πρώτες διακλαδώσεις ψηλά, εκείνο λοιπόν, μύριζε όχι σαν τ’ άλλα, μα ωραιότερα απ’ όλα, ιδιαίτερα στο φεγγαρόφωτο. Είχαν σκάσει λίγα ανθάκια, θυμάμαι εκείνες τις μέρες και τα φύλαγα να τα πάρω στην εκκλησία σύμφωνα με τις οδηγίες της γιαγιάς Γαρυφαλίτσας. Θα πηγαίναμε όλα τα παιδιά πρώτης της δευτέρας και της τρίτης τάξης, το απόγευμα στην Αγία Τριάδα, με συνοδό τον κύριο Αλκιβιάδη, τον πιο αυστηρό και δύσκολο δάσκαλο..

«Κάθε παιδάκι κι ένα λουλουδάκι, για το σταυρωμένο Χριστό», είχε πει η κυρία Κατίνα.

Χτύπησε η καμπάνα, όχι για τον εσπερινό, μα για να μαζευτούμε στην αυλή του σχολείου.

– Γιαγιά ποιο φουστάνι να φορέσω, ρώτησα τη γιαγιά Γαρυφαλίτσα.

– Βάλε το μπλε με τα κοπελάκια που χορεύουν στον ποδόγυρο κι έλα να σου δέσω τα μαλλιά μη φουντώνουνε, μ’ απάντησε.

Και το φόρεσα, καμαρώνοντας τα κοπελάκια.

– Να ‘σαι φρόνιμη, μου παράγγειλε.

– Καλά είπα και τη χαιρέτησα.

Μ’ ένα ματσάκι γιασεμιά στο χέρι προχωρούσα και σκεφτόμουν τη μία και μοναδική πασχαλιά του χωριού, που ήταν φορτωμένη μωβ λουλούδια και ήθελα πολύ να έχω ένα, μόνο ένα, να το πάω του Χριστού, θα του άρεσε κι εκείνου το μωβ χρώμα, μα δεν ήταν εύκολο να το κόψω, γιατί η Πασχαλιά σκαρφάλωνε σ’ ένα πέτρινο τοίχο, τρεις-τέσσερις φορές πιο ψηλό απ’ το μπόι μου και στα χαμηλά δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από το χοντρό κορμό της γδαρμένο από τα νύχια των γάτων που ανεβοκατέβαιναν όταν κάτι τους τρόμαζε από το θόρυβο του δρόμου.

Μάζεψα κάτι μεγάλες παπαρούνες που βρήκα στο δρόμο γοητευμένη απ’ το κατακόκκινο χρώμα τους, μα και πάλι στην καρδιά μου είχα το μωβ και λίγο πριν φτάσω στο σχολείο, ένας καλάγαθος και γλυκομίλητος γέροντας, παλιός ράφτης, μου έδωσε ένα επίσης, κατακόκκινο γαρύφαλλο. Είχα μεγάλη χαρά με το ματσάκι μου τελικά κι ας έλειπε η πασχαλιά.

Κρατώντας το σφιχτά στα χέρια μην το χάσω, έπαιζα με τ’ άλλα παιδιά ώσπου να μαζευτούμε όλα αγόρια και κορίτσια στον περίβολο.

Κουράστηκα ή βαρέθηκα παίζοντας και περιμένοντας, δεν είμαι σίγουρη. Κάποια στιγμή θυμάμαι πως βρέθηκα μόνη μου στο πλατύσκαλο της εισόδου κι άκουγα ένα μακρινό βουητό τις φωνές απ’ την αυλή. Άρχισα να γυρνάω γύρω-γύρω από τον εαυτό μου, γρήγορα-γρήγορα κι όλο πιο γρήγορα κι όλο έσφιγγα πιο δυνατά, το ματσάκι με τα λουλούδια. Δώστου σβούρες εγώ δώστου σβούρες και τα κοπελάκια στο φουστάνι μου και να γελάω, να γελάω, λες κι ήταν μόλις χτες έρχεται στο νου με ευκολία, ένα γέλιο ξεκαρδιστικό κι ύστερα, εβδομήντα ζευγάρια μάτια να περιμένουν να πέσει το χαστούκι στο μάγουλό μου.

Ποιος ξέρει πόσο κράτησε ο χορός με τα κοπελάκια και πόσες φορές είχε σφυρίξει ο δάσκαλος, μα απορροφημένη από τα καμώματά μου, δεν είχα πάρει είδηση, τίποτα, τίποτα δεν είχα ακούσει, μέχρι τη στιγμή που άστραψε και βρόντηξε η φωνή μου στ’ αυτί μου, «στην εκκλησία θα πας μωρέ ή σε χοροδιδασκαλείο» και τα ‘χασα.

Όπως είδα το απλωμένο χέρι σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό μου, τρόμαξα, ντράπηκα, μπορεί και να ένιωσα το τσούξιμο από το χαστούκι που δεν έφαγα, γιατί δεν με χτύπησε κι ας είχε κακή φήμη, σαν ο μόνος δάσκαλος που έδερνε, αλύπητα μάλιστα.

Είχα γίνει πιο κόκκινη απ’ τις παπαρούνες που κρατούσα. Χαμήλωσα τα μάτια παραμένοντας ακίνητη στην ίδια θέση κι επαναλαμβάνοντας κυρίως από φόβο και λιγότερο γιατί είχα μετανιώσει, «συγγνώμη, συγγνώμη», πολλές φορές.

«Ορέ πήγαινε γρήγορα στη θέση σου, έλα κι αργούμε» έκανε, με λιγότερο αυστηρό ύφος από πριν και χαμογέλασε, ζορισμένος μεν, αλλά χαμογέλασε με σφιγμένα δόντια.

Μπήκα, στην τελευταία σειρά, με τους κοντούς εκεί ήταν η θέση μου, αφού μπαίναμε κατά ύψος !

«Ανάπαυση – προσοχή , ανάπαυση – προσοχή» και μετά μόνο «ανάπαυση», είπε ο δάσκαλος για να μας εξηγήσει δυο τρία πραγματάκια πριν φύγουμε. Δεν θυμάμαι ούτε πώς άρχισε αλλά ούτε και πώς τελείωσε ο μονόλογός του. Κάτι λίγο μόνο είχε πάρει τ’ αυτί μου για σοβαρότητα και τσιμουδιά.

Όσο εκείνος μιλούσε, ένα σμήνος πουλιά πέταξαν χαμηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας και στρέψαμε αρκετά παιδιά τα μάτια προς την κατεύθυνσή τους.

Έτσι, με το βλέμμα χαμένο ανάμεσα σε φτερουγίσματα τ’ ακολούθησα και μέσα στην τελειότητα της παιδικής αθωότητας προσευχόμουν σιωπηλά, να ταξιδέψουν τα όνειρά μου στον ουρανό.

Φτάσαμε σαν σε παρέλαση. Τι όμορφη που είναι η εκκλησία τα δειλινά και πώς το φως, μπαίνοντας απ’ τα χρωματιστά παράθυρα παίζει στα φωτοστέφανα των αγίων και γίνεται παρηγορητικό στις καρδιές. Θαρρείς πως μπορείς να το αγγίξεις, να το κρατήσεις, να το φυλακίσεις στα χέρια σου. Γλυκαίνει η ψυχή αντικρίζοντας το γυαλένιο φως και βλέπει όλους τους δρόμους ανοιχτούς και τον ουρανό κήπο απέραντο, καταστόλιστο και μυροβόλο. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα εύκολα ξεχνιέσαι κι ακόμα πιο εύκολα χάνεσαι, χάνεσαι ταξιδεύοντας αλλού, ψάχνοντας το αιώνιο φως στα μάτια του σταυρωμένου Χριστού ή στο δάκρυ, το ταπεινό δάκρυ που κυλάει πάνω σ’ ένα ρόδινο μάγουλο, δίπλα σου.

Ανοιχτά τα παραθυρόφυλλα της καρδιάς, να μην αφήσουν απ’ έξω τη συγκίνηση, να μη λυπήσουν και να μη λυπηθούν. Είχαμε μαζευτεί αμίλητοι στην ωραία πύλη, μόνο που αυτή τη φορά οι κοντοί μπήκαν μπροστά για να βλέπουν. Στο ιερό της εκκλησίας μια άλλη ατμόσφαιρα, γεμάτη μελαγχολία και μυστήριο. Δεν έφταιγαν τα μωβ καλύμματα στην αγία τράπεζα, ούτε το χαμηλό φως απ’ το ασημένιο καντήλι που σκόρπιζε μια αμυδρή αντανάκλαση της φλόγας του στον άσπρο τοίχο, όχι κάτι άλλο ήταν, ίσως αυτό που συνδέει τούτο τον κόσμο και τον άλλο και που δεν το γνωρίζουμε. Όλα εκεί μέσα είχαν μια παράξενη χαρμολύπη.

Στάθηκε το βλέμμα ώρα πολλή στο σταυρωμένο Χριστό, ώσπου θόλωσε γιατί ο παπάς έλεγε και ξανάλεγε πως «εμείς τον σταυρώσαμε και τον σταυρώνουμε κάθε μέρα, γιατί ακόμα δεν έχουμε μάθει ν’ αγαπιόμαστε , να συγχωρούμε, να δίνουμε το χέρι μας στον άλλο». Αυτά τα κατάλαβα, τα έλεγε και η γιαγιά μου στο σπίτι.

Ο ήλιος είχε χαμηλώσει περισσότερο. Έμπαινε όλος τώρα απ’ τα χρωματιστά τζάμια αλλάζοντας το χρώμα στα πρόσωπα μα στα ρούχα μας, σαν ένα απαλό χνούδι, πέπλο ή όνειρο να μας τύλιγε όλους στο ίδιο μυστήριο. Άπλωσα το χέρι μου, γυρεύοντας το χέρι του Κωστή, αυτό δεν είχε πει ο παπάς, να δίνουμε το χέρι μας. Έσμιξαν τα δυο χεράκια, για μια στιγμή ή μιαν αιωνιότητα, ποιος ξέρει κι ύστερα λύθηκαν αμήχανα και τρομαγμένα.

Δεν ήταν το λιόγερμα και τα παιχνιδίσματα απ’ το φως, δεν ήταν μόνο ο χώρος και οι άγιες ζωγραφιές, ήταν που ήμουν παιδί και μπορούσα να βλέπω με τα μάτια της ψυχής πιο καθαρά, πιο μακριά. Ξαναγεννιόμουν εκείνη τη στιγμή κι όλα τα παιδιά είχαμε γίνει λέει άγγελοι κι είχαμε μεγάλες φτερούγες και πετούσαμε μέσα στο φως και τραγουδούσαμε.

Τόση αγάπη πλημμύρισε την καρδιά μου, ώστε ακόμη και τον δάσκαλο, τον κύριο Αλκιβιάδη, τον είδα κι εκείνον μ’ άσπρες μεγάλες φτερούγες, τις μεγαλύτερες απ’ όλες και μου άρεσε, γιατί χαμογελούσε και μπορούσε κανείς να δει το χρυσό του δόντι στο πλάι να γυαλίζει και να τον κάνει να δείχνει αστείος.

Την ώρα που τόσα και τόσα προσπαθούσαν να χωρέσουν στο άπηχτο ακόμη μυαλουδάκι μου, έγινε κάτι ακόμα πιο παράξενο και ανερμήνευτο. Ένας αξεδιάλυτος κόμπος πηχτό αίμα στάθηκε στη χρυσή λόγχη του παπά καθώς άγγιζε το ξύλινο σώμα του Χριστού, για να μας δείξει, πώς ο ρωμαίος στρατιώτης «εκέντησε την πλευράν», όπως λένε τα βιβλία κι ένας άλλος κόμπος έσφιξε το λαιμό μου. Αν δεν ήταν εκείνο το εκέντησε, ίσως να μη κέντριζε το ενδιαφέρον μου τόσο πολύ και να μην είχαν συμβεί όσα ακολούθησαν μετά.

Τι είναι η αθωότητα, αυτό το ξεχωριστό, το μοναδικό προνόμιο, που κάνει να ξεχωρίζουν και να υπερέχουν τα παιδιά από τους μεγάλους. Ξαφνικά όλα είχαν αλλάξει, δεν έμοιαζαν πια με παραμύθι όσα άκουγα. Σιγά-σιγά κάτι πιο αληθινό με αιφνιδίαζε και ένιωθα πως η αλήθεια, μια μεγάλη αλήθεια έπαιρνε σάρκα και οστά μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Είχα μείνει άφωνη να παρακολουθώ, όχι τα λόγια του παπά, μα εκείνον το Χριστό, που δεν ήταν πια ζωγραφιστός και ξύλινος, όχι, είχε σώμα αληθινό, γεμάτο πληγές.

Τόση θλίψη, τόσο πόνο μα και τόση αγάπη, στα ίδια μάτια, στο ίδιο πρόσωπο, αυτό έβλεπα. Συγκλονίστηκα. Για κανέναν δεν είχα λυπηθεί ποτέ τόσο πολύ, γιατί σε κανέναν άνθρωπο, ως εκείνη τη στιγμή, δεν είχα προσέξει τόση πίκρα, τόση λύπη μα και τόση καλοσύνη.

Κι όταν η λόγχη «εκέντησε την πλευράν» , τότε ήταν που αυτός ο χοντρός κόμπος αίμα λύθηκε και κύλησε αργά-αργά στο πληγωμένο στήθος και νόμισα πως ξαφνικά είχε ανοίξει λίγο τα χείλη και κάτι ψιθύριζε. Μια θαλασσαρμύρα πλημμύρισε τα μάτια μου αλλά και τα δικά του, έτσι μου φάνηκε, είχαν γεμίσει χοντρά δάκρυα.

Ένα αναφιλητό ανεβοκατέβαινε απ’ το στήθος στα χείλη και μ’ έπνιγε, μ΄ έπνιγε. Το βουβό δάκρυ δήλωνε φωναχτά με σπαραγμό την παρουσία του και είδα, το ίδιο δάκρυ στα μάγουλα του Κωστή και της Ναυσικάς και της Μαρίας και του Μανώλη και της Ξανθής, μα και των άλλων παιδιών. Μοιραζόμασταν λοιπόν όλοι, το ίδιο θαύμα, μακριά από την πολύβουη φασαρία της αδιαφορίας του κόσμου. Μια άλλη σπίθα που κοιμόταν βαθιά μέσα στον καθένα μας είχε ξυπνήσει και πάσκιζε να λευτερωθεί και να ενωθεί με το τελευταίο δειλινό φως εκείνου του εσπερινού που μόλις άρχιζε.

Έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω, ώσπου σιγά-σιγά βρέθηκα στα στασίδια των γερόντων και κάθισα στη βάση τους, χωρίς να έχω πια διάθεση, ούτε ν’ ακούσω, μα ούτε και να δω τίποτα άλλο. Έπαιζα με τις μύτες των παπουτσιών μου τινάζοντας τα λυτά κορδόνια πότε εδώ και πότε εκεί. Μπορεί από αμηχανία ή και από κάποια ταραχή. Κάπου-κάπου ρουφούσα τη μύτη μου δυνατά, ποιο παιδί εξάλλου δεν το έχει κάνει αυτό κι ας του λένε δεν πρέπει. Φαίνεται πως ήταν κατάλοιπο της συγκίνησης που είχε προηγηθεί.

Μυστικά και δειλά, δίχως να παρατηρώ τίποτα πλέον στο χώρο άρχισα το παραμιλητό με τον εαυτό μου. Σ’ εκείνο το βουβό μονόλογο ορκιζόμουν «θα σ’ αγαπώ Χριστέ, θα αγαπώ όλους και όλα και ποτέ μα ποτέ δεν θα κεντήσω την πλευρά κανενός, ποτέ, άσε που συνδύασα και το κέντημα και δεν μου άρεσε, ούτε η σταυροβελονιά, είχε και αυτή κρυμμένο ένα σταυρό.

Πιο αμυδρές οι στερνές ηλιαχτίδες, ίσα που φώτιζαν τα πρόσωπα. Κάτι σαν σταγόνα φως έσταξε στην καρδιά μου κι ένα αχ γεμάτο παράπονο λευτερώθηκε και φτερούγισε απ’ τα χείλη. Τότε, τότε μόνο πρόσεξα το δάσκαλο να σκύβει από πάνω μου και μου φάνηκε σαν ένας άλλος Χριστός και μια ανείπωτη χαρμολύπη είχε κρεμαστεί και στα δικά μου ματοτσίνορα. Δεν είπε τίποτα. Μόνο με κοίταζε παράξενα, πολύ παράξενα.

«Και το δάσκαλο θ’ αγαπώ, ας είναι κακός», ψιθύρισα πάλι στον εαυτό μου μα τούτο δεν το ορκίστηκα, δεν το υποσχέθηκα, γιατί αν κάποτε με χτυπούσε, τι θα γινόταν τότε, το πιο φυσικό θα ήταν να τον ξεαγαπήσω στη στιγμή, όπως κάνουν τα παιδιά αγαπούν και ξεαγαπούν, με την ίδια ευκολία.

Πέρασε εκείνο το απόγευμα μα δεν ξεχάστηκε. Μέχρι την Ανάσταση ονειρεύτηκα πολλές φορές όσα είχαν γίνει και τυραννιόμουν από αγωνία. Άνοιξα κι άνοιξα το αναγνωστικό στη σελίδα με τον αναστημένο Χριστό και τα ροζ τριαντάφυλλα φορές και φορές κι όσο η ζωγραφιά τούτη αποκαθιστούσε τις πληγές με γαλήνευε, μα είχα και ερωτήματα πολλά και η Γαρυφαλίτσα όσο κι αν έκανε φιλότιμες προσπάθειες δεν μου έδινε πειστικές απαντήσεις.

Πέρασε το Πάσχα, τελείωσαν οι διακοπές κι είχαμε επιστρέψει μάλλον αρχές Μαΐου στο σχολείο. Παίζαμε τζιγκολελέττα κάτω απ’ το μεγάλο πλάτανο κι ο δάσκαλος πηγαινοερχότανε στον περίβολο. Ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά μας πλησίασε και με φώναξε.

Πήγα κοντά του λέγοντας «μάλιστα κύριε». Έμεινε για λίγο σκεφτικός, έξυσε το κεφάλι του αμήχανα κάπως, σα να δίστασε κι ύστερα μου άπλωσε το χέρι. Ο άγγελος μου μόνο ξέρει, που έτρεμε και ο ίδιος, πόσο φοβήθηκα μην εισπράξω καμιά ανάποδη, μα ξεροκατάπια το φόβο και το σάλιο μου μαζί.

«Έλα μωρέ, δώσε μου το χέρι σου», είπε σχεδόν παρακαλετά και με κράτησε σφιχτά και περπατήσαμε, μέχρι τις μεγάλες γούρνες με τις βρύσες δίπλα στο μικρό κήπο. Εκεί, με σήκωσε και μ’ έβαλε να καθίσω σ’ ένα ψηλό πεζούλι δίπλα κι ύστερα βάλθηκε να με κοιτάζει καταμεσής στα μάτια ακόμη πιο σκεφτικός από πριν. Τίποτα δεν καταλάβαινα, τίποτα, έσφιγγα τα χέρια μου από φόβο. Κάποια στιγμή είδα το χρυσό του δόντι. Άρα μου είχε χαμογελάσει, το φαντάστηκα, δεν το κατάλαβα, ο πανικός δεν μου άφηνε τέτοια περιθώρια. Χαμογέλασα όμως κι εγώ σηκώνοντας ελαφρά τους ώμους.

«Κοίτα, έχουμε ίδιο μπόι» , είπε κι έσπασε η σιωπή έτσι όπως θρυμματίζεται ο πάγος κι ύστερα «πες μου τώρα, πες μου σε παρακαλώ, τι είχες κι έκλαιγες εκείνη την ημέρα στην εκκλησία», με ρώτησε.

«Τίποτα κύριε ψιθύρισα», μα ο δάσκαλος επέμεινε «πες μου  μωρέ, πες μου σε παρακαλώ και μ’ έσκασες».

«Κύ- ρι- ε» συλλάβισα , μα μόνο αυτό κι ακολούθησε μια μεγάλη παύση.

«Πες μου, γιατί έκλαιγες παιδάκι μου, δεν μου περισσεύουν χαστούκια για εσένα», είπε παρακαλετά και κρεμόταν απ’ τα χείλη μου αναστατωμένος.

Ήθελα να του πω, μα δεν έβρισκα τις λέξεις, προσπαθούσα, ώσπου στο τέλος κατάφερα να ψελλίσω «κύριε, είδα κάτι απίστευτο, ένα θαύμα» και τα μάτια μου βούρκωσαν και ξανάγιναν θαλασσαρμύρα όπως τότε κι όλο ρουφούσα τη μύτη μου και δεν είχα και μαντηλάκι στην τσέπη της ποδιάς μου.

Μου χαμογέλασε πλατιά, εκείνο το χαμόγελο το κατάλαβα καλά, δεν έκανα λάθος και μετά, με το μαντήλι το άσπρο του μαντήλι, σκούπιζε τα δικά μου και τα δικά του δάκρυα μαζί. Έδειχνε συγκινημένος, συγκινημένος κι αλλιώτικος.

«Πα-ρα-κά-τω», τον άκουσα να λέει συλλαβιστά, αργά-αργά και πήρα θάρρος και του διηγήθηκα πώς ο Χριστός δεν ήταν ξύλινος, παρά αληθινός, ολοζώντανος και πώς, όταν τον εκέντησε με τη λόγχη ο παπάς, είχα δει, ναι αλήθεια, είχα δει να κυλάει μια χοντρή σταγόνα αίμα να τρέχει στο στήθος του, γι’ αυτό έκλαψα, γιατί κι ο Χριστός είχε δακρύσει κι ήμουν τόσο μα τόσο σίγουρη για τούτα τα παράξενα.

«Παιδί μου, μπράβο παιδί μου, μπράβο κορίτσι μου», έλεγε και με φιλούσε στο κεφάλι, δακρυσμένος, ο δάσκαλος που είχε τη φήμη του κακού.

Φύγαμε μαζί, ο δάσκαλος με το ξύλινο μπαστούνι κι εγώ τρέχοντας. Αφηρημένη μπήκα στην αίθουσα, αφηρημένη όπως ήμουν τις περισσότερες φορές, αφηρημένη κι ευτυχισμένη, με ζεστό ακόμη το τελευταίο φιλί του, στο μεσόφρυδο.

Έλεγε η κυρία Μαρίκα το μάθημα, μα μόνο γι’ αυτό δεν είχα όρεξη. Γλίστρησα στο δικό μου κόσμο κι αναρωτιόμουν, αν είχε πιστέψει ο κύριος Αλκιβιάδης αυτά που του είχα διηγηθεί, αν παράλληλα μ’ εμένα είχε δει κι εκείνος το θαύμα.

«Οπωσδήποτε και θα τα είχε δει όλα» , συμφώνησα μέσα μου, αφού εξάλλου ήταν πιο μεγάλος, ήταν και δάσκαλος, άρα, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, δεν έπρεπε να σκοτιστώ περισσότερο.

Εκεί που δεν το περίμενα, εκεί που νόμιζα πως «τώρα, να τώρα θα προσέχω τι λέει το μάθημα» , να ένα μεγάλο ξύλινο μπαστούνι σφηνώθηκε στο μυαλό μου, φώναξε και η δασκάλα δυνατά, πολύ δυνατά «μην είσαι πάλι απρόσεχτηηηη!!!» και αλήθεια τα βρήκα μπαστούνια.

Όταν κάποιος τα βρίσκει μπαστούνια, όταν δυσκολεύεται δηλαδή, τι κάνει, μπορεί και να προσευχηθεί κι ο Θεός ακούει, έτσι ήξερα από τη γιαγιά μου, έτσι κι έκανα, μόνο που η προσευχή μου δεν είχε πολλά λόγια.

Μ’ εντυπωσίαζε να φτιάχνω εικόνες φανταστικές, να τις βάζω δίπλα – δίπλα και να προσπαθώ να μιλήσω μ’ αυτές. Έτσι ήταν εκείνη η προσευχή. Αναζήτησα το σμήνος των πουλιών, αυτό που τότε είχα δει να πετάει χαμηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι αφού το βρήκα, σ’ ένα από τα κουτάκια του μυαλού το άφησα να φτερουγίσει και τ’ ακολούθησα ψηλά στον ουρανό. Έφτιαξα ένα άλλο ματσάκι λουλούδια. Ένα χέρι όμορφο βγήκε από ένα ροζ σύννεφο και τα πήρε. Είδα το ρούχο του Θεού να τυλίγει την υδρόγειο και το σύμπαν φωτισμένο με εκατοντάδες χιλιάδες αναστάσιμα κεριά για να έχουν παρέα τα άστρα. Κι ύστερα, τα φτερουγίσματα των αγγέλων και τα κύματα της θάλασσας και φωνές, πολλές φωνές και η μουσική, η μουσική κι ο ήχος της βροχής σαν πέφτει στα κεραμίδια και στις φυλλωσιές και του μακρινού ανέμου το βουητό, το γέλιο των παιδιών, το νανούρισμα της μάνας και στο τέλος, το «σώσον Κύριε τον λαόν σου» που συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.

Καλά κακά, είχε τελειώσει κι εκείνη η μέρα κι ο Θεός είχε ακούσει την προσευχή μου, γιατί δεν με μάλωσε η κυρία Μαρίκα κι ας ήμουν, «άλλη μια φορά αφηρημένη».

Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πιο πολύ ξεθάρρευα με το δάσκαλο. Του μιλούσα πλέον χωρίς κανένα φόβο. Παρατηρούσα πως με κάθε κίνηση του ποδιού του, έκανε και μια σύσπαση από το αίσθημα του πόνου που αυτό του προξενούσε κι όλο δάγκωνε τα χείλη του. Κάπου – κάπου, έδειχνε τόσο μοναχικός και δυστυχισμένος κι εγώ ένιωθα λύπη κι ήθελα να του δείξω τα αισθήματά μου μα όλο το άφηνα για αύριο , αύριο…

Ένα πρωί, έγινε μεγάλο σούσουρο στο σχολείο. «Φεύγει ο Αντζουλής, φεύγει ο Αντζουλής, πάει στην Αθήνα να κάνει εγχείρηση στο πόδι του, μπορεί και να του το κόψουν» , από ένα στόμα έβγαινε και σε δέκα έμπαινε, τούτο το νέο κουτσομπολιό. Χαρές και πανηγύρια που θα ‘φευγε ο Αντζουλής, ο κύριος Αλκιβιάδης δηλαδή,  Αντζουλής ήταν το παρατσούκλι του.

«Γλιτώνουμε το ξύλο – γλιτώνουμε το ξύλο», τραγουδούσε όλη σχεδόν η αυλή. Εκείνος δεν είχε έρθει. Απροσδιόριστα κάτι σαν να μου είχε κακοφανεί σε όλα εκείνα τα χαχανητά, αλλά δεν το ομολόγησα. Όσοι πάλι είχαν φάει ξύλο είχαν δίκιο να χαίρονται.

Είχαμε σχολάσει νωρίτερα μια ώρα. Καθώς προχωρούσα στο δρόμο για το σπίτι, είδα λίγο πιο κάτω από την εκκλησία το αυτοκίνητο του δασκάλου και στο πίσω κάθισμα μια μεγάλη καρό βαλίτσα.

«Ώστε είναι αλήθεια» μου πέρασα από το μυαλό κι έμεινα για λίγο ακίνητη στην ίδια θέση. Μετά πρόσεξα κι εκείνον. Ήταν μέσα, σκυμμένος πάνω στα γόνατά του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια. Αργά – αργά πλησίασα και χτύπησα το τζάμι για να με προσέξει. Ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε. Ήταν σίγουρο πως δεν το περίμενε. Έψαξε το μπαστούνι και με αδέξιες κινήσεις βγήκε με κόπο από το αυτοκίνητο.

«Καλό ταξίδι κύριε Αλκιβιάδη» είπα και τον κοίταξα καταμεσής στα μάτια όπως άλλοτε εκείνος εμένα.

Έσκυψε το κεφάλι του, μα είχα προλάβει κι είχα δει το θολωμένο βλέμμα και τα κόκκινα μάτια. Ποιος ξέρει, πόσες σκέψεις δυσάρεστες είχε κάνει και πόσο υπόφερε.

«Κύριε, ο Χριστός πόνεσε πιο πολύ», ψιθύρισα για να του δώσω κουράγιο κι ένιωθα ξαφνικά πιο δυνατή.

Πήρε το χέρι μου κι όλο το φιλούσε και μ’ έφερε σε πολύ δύσκολη θέση γιατί είχα μάθει και το τηρούσα, πως οι μικρότεροι πάντα δείχνουν σεβασμό, φιλώντας το χέρι των μεγαλύτερων.

«Παιδί μου, κοριτσάκι μου» έλεγε «παιδί μου , ναι έκλαιγε ο Χριστός».

Θαρρείς κι είχα ψηλώσει δέκα σπιθαμές μονομιάς, θαρρείς και απότομα έγινα μεγάλη, τόσο μεγάλη που μπορούσα να χαϊδέψω το πρόσωπό του. Έψαξα την τσέπη μου. Βρήκα μια καραμέλα και του την έδωσα, για το ταξίδι. Δεν είχα τίποτε άλλο, τίποτα εκτός από την καραμέλα και την αγάπη μου. Κι όμως ήθελα να έχω κι ένα ματσάκι λουλούδια, σαν εκείνα που είχα πάει στο Χριστό. Έφυγα πισωπερπατώντας, γιατί δεν ήθελα να του γυρίσω την πλάτη μου, γιατί ήθελα να κρατήσω, εκείνη την εικόνα με το μπαστούνι και να τη βάλω κάπου μέσα στην προσευχή μου.

«Πρόσεχε μωρέ!» μου φώναξε «θα πέσεις όπως πας». Αναγνώρισα μια χαρούμενη αλλαγή στον τόνο της φωνής του και χάρηκα. Σήκωσα τα χέρια. Με το ένα τον χαιρετούσα και με το άλλο προσπαθούσα να κάνω το σταυρό μου. «Αχ κύριε, να ξαναγυρίσεις!!!» φώναξα κι εγώ, από τη μέση του δρόμου.

Από τότε, κακή σκέψη για το δάσκαλο, δεν δηλητηρίασε ποτέ την καρδιά μου. Τον αντίκριζα με σεβασμό, χωρίς όμως το φόβο που ένιωθα πρώτα. Μάθημα δεν μου έκανε ποτέ, ούτε καν γυμναστική ή ωδική, όπως έκανε σε άλλες τάξεις κι όμως στην ψυχή μου έφτασαν πολλά μηνύματα από μέρους του.

Ο δάσκαλος, ήταν ο μόνος που γνώριζε το μυστικό μου για όσα παράξενα είχαν συμβεί στην εκκλησία, ούτε στη γιαγιά μου δεν το είχα πει, γιατί η ίδια, ήταν σίγουρη πως τα θαύματα είναι για τους άπιστους, οι πιστοί έχουν την αγάπη τους για το Θεό και η αγάπη κλείνει μέσα της όλα τα θαύματα. Ο δάσκαλος ήξερε όμως καλά κάτι άλλο που η γιαγιά δε γνώριζε. Ήξερε πως, ανάμεσα στα παιδιά και το Θεό γέφυρα είναι η αθωότητα και η αθωότητα ταυτίζεται με τα θαύματα.

Μια φεγγαροκλωστή ασημένια είναι δεμένη σ’ ένα μακρινό μικραστέρι και στην άκρη της κρατά ψυχές και θαύματα. Τις ανοιξιάτικες νύχτες μπορείς να τη δεις καθαρά, φτάνει μόνο να μην έχει εγκαταλείψει την καρδιά σου η αθωότητα. Φτάνει μόνο να θέλεις, οι αξεδιάλυτοι κόμποι της ψυχής να γίνουν φως και να το υπηρετείς, να το δοξάζεις, ανοίγοντας του δρόμους όπου το συναντάς, να το λευτερώνεις από καρδιά σε καρδιά.

«Καμιά φορά βολεύονται ευκολότερα τα μεγάλα μέσα στα μικρά , απ’ ότι τα μικρά μέσα στα μεγάλα», είχε πει ο δάσκαλος. Τώρα καταλαβαίνω την αξία τούτης της σκέψης, τώρα καταλαβαίνω γιατί, στις καρδιές των παιδιών χωρούν όλα τα θαύματα, τώρα που μεγάλωσα και λέω «ευτυχώς που υπήρξα κάποτε παιδί και μπορώ γυρίζοντας πίσω απ’ τον καιρό να ξεφυλλίζω την καρδιά μου και να μαθαίνω απ’ την αρχή ανάγνωση, στ’ αλφαβητάρι της αγάπης».

Η αγάπη και το φως δεν χωρίζονται. Αυτό το ξέρουν καλά τα παιδιά, όλα τα παιδιά κι είναι επειδή, προσφέρονται και δε ντρέπονται να αισθάνονται την ίδια στιγμή που οι μεγάλοι, μόνο βλέπουν και πολύ φοβάμαι όχι πιο μακριά από τη μύτη τους.

Τα παιδιά ασκούν την τέχνη της αγάπης και αντέχουν να αντικρίσουν το Φως κι αυτό γιατί ακούνε τη φωνή του αγγέλου που βρίσκεται μέσα τους και την εμπιστεύονται. Αυτό είναι που τα βοηθά να αξιοποιούν τα χαρίσματα της ψυχής κι έτσι καταφέρνουν να μη χάνουν από το οπτικό τους πεδίο τους ορίζοντες των ονείρων και των θαυμάτων.

[Το διήγημα έχει κοντά τριάντα χρόνια που γράφτηκε… με κίνητρο τη νοσταλγία και όχημα την Αγάπη.]

.

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

  • Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020

  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020

  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019

  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018

  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018

  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017

  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015

  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα

  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018

  • Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα

  • «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα

  • «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:209