Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Οι κούρλεςi του Χαρικλειού, της Άννας Τακάκη

Καημό το ’χε η Αγαθόκαλη που δεν είχε θηλυκό κοπέλι. Πέντε ασερινκά ήκαμε, πέντε γέννες συν μια ακόμη γέννα, μα τση πόθανε το κοπέλι, δυο μερώ, κι αυτό ασερινικό. Όπου ’θελε να δει θυληκουδάκι με τα μακρά μαλλάκια ή με τα πλεξουδάκια, ανεστέναζε. Τα θηλυκά σου λέει είναι το στολίδι του σπιτιού. Είναι τση μάνας η ασπεταντίβαii, και του πατέρα ένα στερνό ποτήρι νερό που θα του βάλει να πιει και να κλείσει τα μάτια του.

Επεράσανε τα χρόνια κι η Αγαθόκαλη το’χει πλια πάρει απόφαση. Πέντε γιους είχε, πέντε νύφες θα’κανε. Θυγατέρες είναι κι εκείνες άμα τωσε φέρεσαι όπως πρέπει κι άμα τως ανοίξεις την καρδιά σου και την αγκαλιά σου και τσι βάλεις μέσα. Επάντρεψε τσι δυο πρώτους γιους. Ήκαμε νύφες καλές, παράπονο δεν είχε. Θα τση κάνανε εγγόνια, θα τση κάνανε και θηλυκά, αφού εκείνη δεν επρόκοψε. Θα τα ’λουνε, θα τα χτένιζε. Θα τως ήκανε τα μαλλιά πλεξουδάκια, θα τως ήβανε και φιόγκους και κορδέλες. Θα’χε και μια ασπεταντίβα, όπως ήλεγε. Η χαρά είναι η ίδια και διπλή μάλιστα, καθώς λένε, «του παιδιού μου το παιδί, δυο φορές είναι παιδί μου». Αρχίζουνε τσι γέννες οι νυφάδες. Κάνουνε ασερνικά τα πρώτα. Δεν πειράζει, λέει, θα κάμουνε και δεύτερο και τρίτο… Κι απόι «έχομε κουκιά π’ αθούνε κι άλλα που μαυροματούνε»…Αξωπίσω είναι κι άλλοι τση παντρειγιάς. Ξανακάνουνε δεύτερα κοπέλια οι παντρεμένοι, ο ένας δίδυμα ασερνικά, ό άλλος τρίδυμα..Λέει τ’αντρός τση μια μέρα η Αγαθόκαλη:

– Φαίνεται η σπορά δεν αλλάζει ακόμη και το χωράφι να ’ναι πρωτόσπορο, κι η καλουργιάiii καινούρια. Εμείς εκάμαμε τάγμα ολόκληρο, Λεωνίδη, να πέψομε στο στρατό. Χαράς την πατρίδα μας, να ’χει μπέτεςiv να φυλλάσουνε τα σύνορά μας.

Μεσήλικη πλια η Αγαθόκαλη, αρραβωνιάζει άλλο ένα γιο. Ετοιμαζότανε για του γάμου τσι χαρές. Ετούτοσάς θα μασε κάνει το θηλυκουδάκι, Λεωνίδη μου. Άντα χαζίριv, Λεωνίδες έχομε δυο. Τ’ όνομά σου το γροίκησες. Ας κάμει δα κι ένας το θηλυκό, κι όπως το βγάλουνε. Οι νύφες, μαθές, θα βγάλουνε τσι μανάδες τως. Δεν έχω απαίτηση. Έτσα είναι το πρεπόvi και το έθιμό μας.

Στο γάμο του τριτογιού ντως, η Αγαθόκαλη, ήπαιξε χορό, παρά “τα πάχη τζη, τα κάλλη τζη” και την κούραση απου’χε.. Ετούτη η νύφη ήτονε καλύτερη από τσ’ άλλες, γαλιάντρα, και ταταφερτζού. Ομορφονιά, πλούσα και μοναχοπαίδι, είντα άλλο ήθελε; Πάνε τα ξημερώματα να θέσουνε με τον Λεωνίδη, και δεν εμπήκε στο κρεβάτι από τσι πόνους που ’νιωθε στους κοκκάλουςvii τση. Ο Λεωνίδης ερουχάλιζε στη μια πάντα. Είχε πιει και κάτιντίς παραπάνω. Γάμου χαρές ήτονε αυτές. Και τι χαρές, κι είντα γάμος πλουσιοπάροχος! Είχανε να το λένε οι γαμηλιώτεςviii. Σαν επέρνα η ώρα εξεφόλιζε στους πόνους η Αγαθόκαλη. Η κοιλιά τση πρησμένη, κι η καρδιά τση να ζορίζεται. Μια να σταματά ο σφάχτης πόνος, την άλλη να ’ρχεται πλια σφάχτης και να τηνε σφάζει. Λέει, ώφου κι είντα μου τρέχει σήμερο; Απάνω απού ’χαμε τσι χαρές μας, να ’χομε δα τσ’ αρρώστιες μας; Μπαινοβγαίνει στο αποχωρτήριοix γιατί θαρρεί πως κατουργιότανε, μα πράμα. Ώσαμε που’νιωσε την οργρασάx στα σκέλια τζη και τα νερά του ετρέχανε ίσα κάτω. Γλακά και φωνιάζει τ’ αντρός τση.

-Σήκω Λεωνίδη, σήκω γιατί γεννώ! Πήγαινε φώνιαξε τση μάνας μου, φώνιαξε τσι θειάς σου τση μαμής, ίσα ογλήγορα μην κοιμάσαι! Μα κείνος βαροκοιμούντανε τεζαρισμένος από την κούραση και το πιοτί κι επουδενί ν’ανοίξει τα μάτια του. Του κοπελιού ήβγαινε όπου γιας το κεφαλάκι όξω. Δεν ήθελε πολύ να γλιστρήσει σαν το χέλι και να το κάμει αμοναχή τζη. Παράξενο πράμα! Πόσο καιρό είχε να δει περίοδο η γυναίκα; Σ’ ένα χρόνο επενηντάριζε… Άλλο πάλι και τούτο σκέφτεται, απάνω στους πόνους και στον καημό τζη. Ντροπής πράμα! Να ’χω νυφάδες κι αγγόνια μεγάλα κι εγώ να γεννοβολώ. Με το μεγάλο πόνο βάνει και τσι φωνές πλια μεγάλες και ξυπνά εντέλει ο Λεωνίδης.

-Ειντά’ παθες, γυναίκα, είντα τρέχει;

-Γλάκα να φέρεις τη μαμή, γιατί κάνω το κοπέλι.

Είντα μου λες, μπρε; Γιαγιά είσαι, είντα κοπέλι κάνεις; Μπάνα εκουζουλάθηκες;

-Μα σα γυρίζει και τη θωρεί ποδιασκελωμένηxi και να μαυρίζει ένα κεφαλάκι, τα’χασε.

-Μωρή, δεν επήρες χαμπάρι εννιά μήνες;

-Γλάκα, φέρε τη μαμή και σώπα. Ο Θεός μας το’πεψε, τέτοια ώρα. Ας είναι ευλογημένο και ξα τουxii, ας είναι και θηλυκό και λειτουργιά θα κάμω. Σύρνει άλλη πλια μεγάλη φωνή στο ζόρε απάνω η Αγαθόκαλη και γροικά η μάνα τζη που ’μενε λίγο πλια παρακάτω. Πετάται απάνω η γρα γυναίκα έντρομη.

-Είντα σασε συμβαίνει, παιδί μου, πρωί πρωί; Λέει και μπαίνει μέσα. Παναγία μου, κοπέλι κάνεις, ωρή, και δεν είπες πράμα;

-Χαμπάρι δεν επήρα μάνα μου πως ήμουνε αγαστρωμένη.

– Πού να πάρεις, μαθές; Ο ζόρες σου ήτανε αλλού… Κι απόι, την κοιλούκαxiii την είχες με τόσεσάς γέννες. Σ’ είδα εγώ τελευταία πλια ξαφρισμένη, μα πού να πάει ο νους μου;

– Μάνα, ξάνοιγε πώς βγαίνει το κοπέλι κι άσε τσι πολλές κουβέντες.

Μέχρι να φέρει ο Λεωνίδης τη μαμή η Αγαθόκαλη είχε γεννήσει ένα θηλυκό. Ένα νόστιμο θηλυκουδάκι, με μαύρα μαλλάκια. Μικροσκοπικό, αλλά γερό και ζωηρό. Πιάνει η μαμή και του κόβγει το λούρο, το πλύνουνε, το σταυρώνουνε το αλατίζουνε και το δίδουνε στον κύρη του με τσ’ ευχές τως. Να σασε ζήσει! Καλομεγαλωμένο!

-Θωρείς εδά, γυναίκα μου, απού λαχτάρας θηλυκό κοπέλι;

Ό,τι είναι στην κρίση του Θεού, Λεωνίδη μου. Κι ο Θεός είδε τη λαχτάρα μου, ας είναι κι αργά, ας είναι και πάραργαxiv

Κι εβγάλανέ το Χαρίκλεια, τ’ όνομα της γιαγιάς του και μάνας τσ’ Αγαθόκαλης. Χαράς ευαγγέλιο, και μέρες χαρούμενες για την οικογένεια. Το στεροπαίδι, η μοναχοκόρη, το στολίδι του σπιτιού ντως. Το Χαρικλειό ντως. Όσο μεγάλωνε μεγαλώνανε και τα μαλλάκια του. Το ’λουζε, το χτένιζε η μάνα του και του ’κανε τα μαλλιά πλεξούδες. Του’χωνε και μέσα στην πλεξούδα ένα κομματάκι παξιμάδι για να μην το πιάνει το κακό μάτι κι ο κακός λόγος. Το Χαρικλειό τζη, τ’ όμορφο, το κανακάρικό τζη! Δυο γαϊτάνια ήτανε τα φρύδια του, δυο ζαφειρόπετρες τα μάτια του, τριανταφυλλάκια τα χείλια του και τα μαλλιά του χυτός μπρούτζος. Κοκκινοκάστανο και πλούσιο το δάσος των μαλλιών του. Η Αγαθόκαλη δεν ήθελε να του τα κόψει. Του τα’κανε κοτσιδάκια, του τα ’κανε πλεξουδάκια, που στο τελείωμά τους είχανε δυο άσπρους φιόγκους.

Σαν εμεγάλωσε το κοράσιο ήμαθε να πλέκει αμοναχό του τσι πλεξούδες, του. Έκανε δυο μακρές κούρλες, όπως έλεγε η μάνα του τις πλεξούδες και τσ’ έριχνε μπροστά στον μπέτη του. Άλλη φορά τσι γύριζε οπίσω και τσ’ έκανε δυο μικρές τζόγιεςxv, δυο στεφανάκια στο όμορφο σγουραφιστόxvi κεφάλι. Σαν εγίνηκε κοπελοπούλα το Χαρικλειό, οι κούρλες της ήτανε η γοητεία κι η ομορφιά τζη. Γι’αυτές τις κούρλες ξετρελαινότανε τ’ασερνικά. Όχι γιατί ήτανε καλοπλεμένες και πλούσιες, αλλά γιατί αγγίζανε στον μπέτηxvii τον αλάνθιστο και στην κεφαλή της γνώσης.

.

Γλωσσάρι:

iΚούρλες: πλεξούδες

iiΑσπεταντίβα: υποστήριξη, βοήθεια

iiiΚαλουργιά: το όργωμα του χωραφιού

ivΜπέτες: στήθη

vΆντα χαζίρι: πάντως

viΠρεπό: αυτό που πρέπει

viiΚοκκάλοι: γοφοί

viiiΓαμηλιώτες: οι καλεσμένοι του γάμου

ixΑποχωρτήριο: τουαλέτα

xΟγρασά: υγρασία

xiΠοδιασκελομένη: με τα σκέλη ανοιχτά

xiiΞα του : (αξία του) δεν πειράζει

xiiiκοιλούκα: μεγάλη κοιλιά

xivΠάραργα: πολύ αργά

xvΤζόγιες: στεφάνια

xviΣγουραφιστό: ζωγραφιστό

xviiΜπέτης: στήθος

Απρίλης 2022

Άννα Τακάκη

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:85