Χρόνος ανάγνωσης περίπου:12 λεπτά

Τι κάνουμε εδώ λοιπόν και πότε θα αλλάξει ο κόσμος;

Στις 20 Απρίλη 1922 γεννήθηκε ο Τάσος Λειβαδίτης

«Ό, τι κι αν κάνουν θα νικήσουμε – ο κόσμος μας ανήκει.
Το μέλλον είναι μες στην τσέπη μας σαν το κλειδί
του σπιτιού μας».

Συνιστά μια εξέχουσα ποιητική προσωπικότητα άρρηκτα δεμένη με τα βάσανα και τις ανάγκες του λαού μας ενώ έχει καταγραφεί ως ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές. Σημάδεψε την πορεία της ποίησης στην Ελλάδα και μέσα από τις γλωσσικές του αναμνήσεις μπόρεσε να αποδώσει τόσο την ήττα του εμφυλίου όσο και μια βαθύτατη υπαρξιακή απελπισία. Είναι ένας από τους ποιητές που μπόρεσε να συναιρέσει τη ματαίωση της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι καταδικασμένη να πεθάνει.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

Ο Τάσος γεννήθηκε στις 20 Απρίλη του 1922, ήταν ο μικρότερος της οικογένειας και είχε άλλα τέσσερα αδέρφια. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας του επέτρεπε μια ζωή άνετη για τα μέτρα της εποχής. Ήταν πολύ όμορφος και φορούσε άσπρα πουκάμισα θα πει η αργότερα η κόρη του. Στο σχολείο τον αποκαλούσαν «Λεοπάρντι» επειδή έγραφε από δώδεκα χρονών στίχους. Η οικογένεια του ήταν καλλιεργημένη μουσικά, ο πατέρας του έπαιζε πιάνο και βιολί όπως και τα αδέρφια του. Στην τελευταία τάξη του σχολείου ο πατέρας του αρρώστησε βαριά και έλειψε σχεδόν ένα χρόνο. Ο δάσκαλός του είχε πει ότι εάν έβαζε όλους τους συμμαθητές του στη μια πλευρά της ζυγαριάς και τον Τάσο στο άλλο, αυτή θα έγερνε προς το μέρος του Τάσου χάρις στην ευφυΐα του.

Η οικογένεια του δεν ήταν αριστερή αλλά το περιβάλλον της γειτονιάς του τον επηρέασε. Πίστεψε στην κομμουνιστική αριστερά με μαχητικότητα και με ήθος συντροφικό και επαναστατικό, που διαπνέει όλη του την ποίηση.

Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας την οποία δεν τελείωσε εξαιτίας της ένταξή του στην ΕΠΟΝ και το επαναστατικό κίνημα. Είναι το προανάκρουσμα για τις μετέπειτα φυλακίσεις, διώξεις και εξορίες.

Το 1945 γνωρίζεται με τη Μαρία Στούπα την οποία μετά από ένα χρόνο παντρεύεται και αποκτούν μία κόρη για την οποία θα γράψει το ποίημα «Ερωτικό» το οποίο είναι από τα λίγα ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή. Η Μαρία θα σταθεί στήριγμα στον ποιητή με κάθε τρόπο και στα δύσκολα χρόνια της εξορίας και μετέπειτα.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο».

Μέσα σε αυτά τα χρόνια, από το 1948 έως το 1952 θα γνωρίσει διώξεις και εξορίες, το Μούδρο, την Μακρόνησο, τον Άη Στράτη. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Μάχη στην άκρη της νύχτας» απεικονίζει την πικρική ιστορία του στρατοπέδου:

«Ένας άνθρωπος καίγεται
ένας άνθρωπος φωτίζει τη νύχτα
ολόρθος σ’ ένα φυλάκιο φωτίζει τη νύχτα
τον αλείψαν πετρέλαιο
και τον άναψαν
άναψε κι όλας μια μεγάλη φωτιά
στον κόσμο
πάμε να ζεσταθούμε απόψε
να δούμε λίγο ουρανό
να δούμε μήπως έχουμε πεθάνει
και αυτά τα δυο παιδιά
αυτοί οι δυο ξυλιασμένοι φαντάροι
να δούνε την ώρα
να δούνε ότι είναι η ώρα
που κανένα ρολόι δεν έδειξε ποτέ
που κανείς δεκανέας της αλλαγής
δεν υπάρχει
να δούνε ότι είναι η ώρα
η ώρα η πιο βαθειά της νύχτας
που ξαναγινόμαστε άνθρωποι».

Η δεύτερη συλλογή «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας», αλλά και η επόμενη «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο» απηχούν το δραματικό βίωμα της εξορίας, την αγωνιστικότητα και τη συντροφικότητα.

«Νύχτωνε γρήγορα.
Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή
και πόλεμο.
Τα τρένα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά
μόλις προφταίναμε πίσω απ’ τα τζάμια να τους δούμε.
Μεγάλα σιδερένια κράνη κλείναν τον ορίζοντα.
Γυάλιζε η άσφαλτος βρεγμένη. Πίσω απ’ τα παράθυρα
καθαρίζοντας λίγα ξερά κουκιά σωπαίναν οι γυναίκες.
Και το βήμα της περίπολος
έπαιρνε τη σιωπή απ’ το δρόμο κι απ’ τον κόσμο τη ζεστασιά.
Γύρισε λοιπόν τα μάτια σου να κοιτάξω τον ουρανό
δός μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Πόσο χλωμή είσαι, αγαπημένη μου!
(…)

“Σαν ήμουνα παιδί κοίταζα τ’ άστρα
κ’ έκλαιγα που δεν μπορούσα να φτάσω τον ουρανό
Ύστερα αγάπησα τη δόξα.
Νύχτες έμενα άγρυπνος δαγκώνοντας τα χέρια μου
καθώς στεφτόμουνα ότι θάμενα για πάντα
ασήμαντος και ταπεινός.
Τώρα αγωνίζομαι πλάι στα εκατομμύρια αδέρφια μου
κ’ είμαι ευτυχισμένος».

Την πέτρινη αυτή εποχή η κόρη του περιγράφει ότι «σιγά σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είχα αποκτήσει έναν πατέρα που είχε τον τρόπο να σε κερδίσει. Ήταν συναισθηματικός, γλυκός και τρυφερός. Έγραψε ποιήματα με βάση τις εμπειρίες του αλλά επίσης, ζούσε και αυτά που έγραφε. Έγραφε τα πρωινά με τη συνοδεία κλασικής μουσικής. Το μεσημέρι ή το απόγευμα έβγαινε βόλτα στον Άγιο Παντελεήμονα, στο Πεδίο του Άρεως ή και τη συνοικία που μετακομίσαμε μετά το ‘60, στην Αχαρνών. Τον συνόδευα μέχρι της εφηβική μου ηλικία σε εξόδους διασκεδαστικές και επιμορφωτικές ταυτόχρονα. Ήταν πολύ ανάλαφρος και χαριτωμένος. Ο καλύτερός μου φίλος εν τέλη».

Η ποίηση του πάει χέρι με χέρι με την επαναστατική του δράση. Στα χρόνια της εξορίας και μετέπειτα, ποτέ δεν λύγισε. Έμεινε ένας ασυμβίβαστος.

Το 1953, λίγο με την επάνοδό του από την εξορία, κυκλοφορεί το συνθετικό του ποίημα «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου».

«Παγωνιά
φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ’ αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους
φυσάει
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ’ τις γέφυρες
φυσάει μες απ’ τ’ αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλα-
τσάρουν στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε
έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά
φυσάει κάτω απ’ τα παλιά ανάχτορα

Μνημόσυνο για τους πεσόντες

Εξέδρες
τα ψηλά καπέλα των υπουργών
μονύελα
γάντια
ακριβές γούνες
οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα
πίσω απ’ τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν
στριμώχνεται ο λαός

Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες
φάτσες μελανιασμένες απ’ το κρύο μελανιασμένες απ’ τις
καπνιές
χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια
μάτια κάτω απ’ τα τσαλακωμένα κασκέτα
κόκκινα και βλοσυρά

Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου
αλληλούια
φυσάει

Ένας γέρος μισοκοιμάται
ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ’ ασβέστη
δεν υπάρχει διέξοδος
οι Σλάβοι μας απειλούν
ο πόλεμος
ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός
ο πόλεμος
αλληλούια
φυσάει μες απ’ τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε
τις πόρτες των πολιτειών
φυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές
των δρόμων
φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών
Μια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός
ένας αρτεργάτης φτύνει
καθάρματα
αλληλούια
κι η φτυσιά του πηγμένη απ’ τ’ αλεύρι φουσκώνει σαν προζύμι
για ένα μεγάλο αυριανό ψωμί
λάβετε φάγετε
φυσάει
Εργάτες απ’ τους υπονόμους απ’ τα τσιμεντάδικα απ’ το γκάζι
σκουπιδιαραίοι χτίστες εργάτες απ’ τα σφαγεία
γυναίκες απ’ αυτές που πουλάνε χόρτα στην αγορά
κορίτσια που ζεσταίνουνε τα χέρια τους κάτω απ’ τις μασκάλες
κάτι πελώρια κόκκινα χέρια φαγωμένα απ’ τα νερά.»

Το έργο θα αποσπάσει το Α΄ Βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Το περιεχόμενο του έργου λογικό ήταν να προκαλέσει και να ενοχλήσει την δεξιά. Το βιβλίο κατασχέθηκε και ο ποιητής φυλακίστηκε. Δημιουργείτε τότε ένα ογκούμενο διεθνές κύμα υπεράσπισής του κι ο ίδιος απευθύνει επιστολή προς την Παγκόσμια Ομοσπονδία Δημοκρατικής Νεολαίας: «Σας απευθύνω αυτό το γράμμα νιώθοντας βαθιά συγκινημένος που κάνω έκκληση σε μία οργάνωση γεμάτη ανθρωπισμό και αγάπη για την λευτεριά, τον πολιτισμό και την ειρήνη για να καταγγείλω τον αυθαίρετο, ταυτόχρονα απαράδεκτο διωγμό των ελληνικών αρχών απέναντι μου που οφείλεται στο ποιητικό μου έργο», αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην επιστολή του. Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955).

Το 1957 με τη «Συμφωνία Αρ. 1» λαμβάνει το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων.

«Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
καλούσε βοήθεια.
O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
την πικρή θέληση να ζήσουν!
Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή.
οι φίλοι είχαν χαθεί
κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…
…και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
παιδικές ευπιστίες…
Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
των αγέννητων παιδιών…
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…
Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ’ το βάθος των περασμένων.
…Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων…
Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…
Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια
της την αρνήθηκαν.
Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πιά
να μας προδώσουν…
Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων…»

Εδώ τελειώνει η πρώτη περίοδος της ποίησης του που είναι η πιο πολεμική που εκφράζεται σε μεγάλα δημιουργήματα που χαρακτηρίζονται από την πίστη του σε ένα καλύτερο κόσμο και ο ποιητής καλείτε να πληρώσει το τίμημα της επιλογής του, ενώ ακολουθεί η περισσότερο εσωστρεφείς ποίησή του και η όψιμη ποίηση του Λειβαδίτη με τον υπαρξιακό λυρισμό, που συγκλονίζει.

«Ένας άνθρωπος καίγεται
ένας άνθρωπος φωτίζει τη νύχτα
ολόρθος σ’ ένα φυλάκιο φωτίζει τη νύχτα
τον αλείψαν πετρέλαιο
και τον άναψαν
άναψε κι όλας μια μεγάλη φωτιά
στον κόσμο
πάμε να ζεσταθούμε απόψε
να δούμε λίγο ουρανό
να δούμε μήπως έχουμε πεθάνει
και αυτά τα δυο παιδιά
αυτοί οι δυο ξυλιασμένοι φαντάροι
να δούνε την ώρα
να δούνε ότι είναι η ώρα
που κανένα ρολόι δεν έδειξε ποτέ
που κανείς δεκανέας της αλλαγής
δεν υπάρχει
να δούνε ότι είναι η ώρα
η ώρα η πιο βαθειά της νύχτας
που ξαναγινόμαστε άνθρωποι.»

Μια άλλη παράλληλη δραστηριότητά του ήταν η ιδιότητα του στιχουργού. Τραγούδια όπως η «Δραπετσώνα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», το «Σαββατόβραδο» τον έκαναν ευρύτερα γνωστό, μέσα κυρίως από συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη.

Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Λειβαδίτης βυθίζεται στη σιωπή και μένει άνεργος. Έτσι κατέληξε να γράφει σε ένα νεανικό λαϊκό περιοδικό της εποχής, το Φαντάζιο μαζί με πολλούς ακόμα διωγμένους αριστερούς, από τον κριτικό κινηματογράφου Γιάννη Μπακογιαννόπουλο μέχρι τον συγγραφέα του Λοιμού, τον Ανδρέα Φραγκιά, και τον Αλέξανδρο Κοτζιά που εκείνο το διάστημα ήταν στη φυλακή.

Με το ψευδώνυμο Ρόκκος, ο Λειβαδίτης δούλεψε μια σειρά από βιογραφίες λογοτεχνών και ακόμα μια σειρά από περιλήψεις, σε μορφή εκτενών διηγημάτων, μεγάλων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ειδικά η δεύτερη σειρά είναι υποδειγματική ως προς τη γραφή της και τον τρόπο απόδοσης του πνεύματος των έργων που πραγματεύεται. Αυτές οι δύο σειρές κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη: ο τόμος Μεγάλες Μορφές της Λογοτεχνίας συγκεντρώνει βιογραφίες «καταραμένων» Ελλήνων λογοτεχνών και ο τόμος Μεγάλοι Ρώσοι Συγγραφείς (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Παστερνάκ): Συνοπτική Απόδοση των Αριστουργημάτων τους από τον Τάσο Λειβαδίτη συγκεντρώνει ένα μέρος των εξαιρετικά ζωντανών συνόψεων που είχε κάνει ο ποιητής.

Tο 1972, εκδίδει το βιβλίο «Nυχτερινός επισκέπτης», που οι κριτικοί το θεωρούν έναρξη της β’ φάσης του έργου του.

«Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη
πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να
γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με
το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατά του ένα παλιό,
φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι», του λέω, πάντα το
άκουγα»,
ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το
αληθινό ταξίδι.» [Ο μουσικός]

Παράλληλα παραμένει αριστερός ποιητής παρότι κάνει μια βαθειά στροφή ενδοσκόπησης, αναδεικνύοντας το μεγάλο φιλοσοφικό βάθος του έργου του, ακολουθώντας έναν μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στην μεγάλη του τέχνη.

Το 1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα» τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης  για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας».

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά. Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο Θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.

Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».

Το έργο του:
1. «Μάχη στην άκρη της νύχτας». Αθήνα, Κέδρος, 1952.
2. «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Αθήνα, Κέδρος, 1952.
3. «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Αθήνα, Κέδρος,1953.
4. «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο». Αθήνα, Κέδρος, 1956.
5. «Συμφωνία αρ.Ι». Αθήνα, Κέδρος, 1957.
6. «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια». Αθήνα, Κέδρος, 1958.
7. «Καντάτα». Αθήνα, Κέδρος, 1960.
8. «25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα, Κέδρος, 1963.
9. «Ποίηση (1952-1963)». Αθήνα, Κέδρος, 1965.
10. «Οι τελευταίοι». Αθήνα, Κέδρος, 1966.
11. «Νυχτερινός επισκέπτης». Αθήνα, Κέδρος, 1972.
12. «Σκοτεινή πράξη». Αθήνα, Κέδρος, 1974.
13. «Οι τρεις». Αθήνα, Κέδρος, 1975.
14. «Ο διάβολος με το κηροπήγιο». Αθήνα, Κέδρος, 1975.
15. «Βιολί για μονόχειρα». Αθήνα, Κέδρος, 1976.
16. «Ανακάλυψη». Αθήνα, Κέδρος, 1978.
17. «Ποιήματα (1958-1963)». Αθήνα, Κέδρος, 1978.
18. «Εγχειρίδιο ευθανασίας». Αθήνα, Κέδρος, 1979
19. «Ο Τυφλός με το λύχνο». Αθήνα, Κέδρος, 1983
20. «Βιολέτες για μια εποχή». Αθήνα, Κέδρος, 1985.
21. «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα». Αθήνα, Κέδρος, 1987.
22. «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου». Αθήνα, Κέδρος, 1990.
23. «Απάνθισμα». Αθήνα, Κέδρος, 1997.
24. Συγκεντρωτικές εκδόσεις:
1. «Ποίηση 1» (1952-1966). Αθήνα, Κέδρος, 1985.
2. «Ποίηση 2» (1972-1977). Αθήνα, Κέδρος, 1987.
3. «Ποίηση 3» (1979-1987). Αθήνα, Κέδρος, 1988.
• Πεζογραφία:
1. «Το εκκρεμές». Αθήνα, Κέδρος, 1966.

Βαγγελιώ Καρακατσάνη

Δεν έχω ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή μου / κι ούτε σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας...
Αναγνώσεις:55