Ο χορός της αρκούδας, του Βασίλη Ρώτα | «Ελεύθερα Γράμματα» ανθολογία
Το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», που έφερε τον υπότιτλο «περιοδικό τῆς ζωντανῆς σκέψης» εκδόθηκε το 1945 και κυκλοφορούσε με διακοπές εξαιτίας των διώξεων, από το 1945 έως το 1951.
Ιδρυτής και διευθυντής του ήταν σμυρνιός λογοτέχνης και ιστοριογράφος Δημήτρης Φωτιάδης (1898-1988) γνωστός για το έργο του για την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι γονείς του ήταν εύποροι, και ο ίδιος κατατάχτηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του Μικρασιατικού Πολέμου. Με τη Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε στην Αθήνα και έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα με τα θεατρικά Μάνια Βιτρόβα και Το μαγεμένο βιολί το 1931, ενώ εργάστηκε και ως διευθυντής του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα(1936-1941). Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου έφυγε στο εξωτερικό και εργάστηκε ως ανταποκριτής στο Λονδίνο και τη Μέση Ανατολή. Ξαναγυρνώντας στην Ελλάδα εξορίστηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου στη Μακρόνησο, την Ικαρία και τον Άγιο Ευστράτιο, ενώ υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (1945-48). Μετά την απελευθέρωσή του έγινε στέλεχος της ΕΔΑ. Μετά τον πόλεμο στράφηκε στην ιστοριογραφία, επικεντρώνοντας το έργο του κυρίως στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (1939) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας (1982, για το έργο του «Ενθυμήματα»).
Από το σημαντικό αυτό λογοτεχνικό περιοδικό παρουσιάζουμε μια ανθολογία από το περιεχόμενό του. Σήμερα παρουσιάζουμε ένα ποίημα του Βασίλη Ρώτα με τον τίτλο «Ο χορός της αρκούδας» που κυκλοφόρησε στο τεύχος 30-31 της Παρασκευής 7 Δεκέμβρη 1945.
Ὁ χορός τῆς ἀρκούδας Ντὰμ - ντούμ, ἀμὰν γιαλέλι, ἡ ἀρκούδα ἡ καψαλὴ χορεύει. Χορεύει ἣ σκλάβα μεγαλειότητα, στῆς φτωχογειτονιᾶς τὸ σταυροδρόμι. Γύρω μαζώνεται ὁ χαζολαὸς κι᾿ ὴ μεγαλειότητα τοῦ δάσου δεμένη ἀπ᾽ τὴ μουσούδα μὲ ἅλυσο. Χορεύει ὀρθὴ στὰ πισινά της, σὰν πατητὴς πιωμένος στὸν ληνό, ἡ ἀρκούδα ἣ καψαλὴ χορεύει. Χορεύει, - χέρια, μούρη κρεμανταλιασμένα - σὰν κρεμασμένη ἀπ᾽ τὸν λαιμό. Μὲ χαλινάρι, τὸν χαλκὰ στὸ τρυφερὸ ρουθούνι, σὰν σκουλαρήκι περασμένον, μὲ μάτια τρομοκαρφωμένα χορεύει θλίβερον χορό, γύρω στὸν μαῦρο ἀφέντη τὸν ἀλυσοκράτη, ποῦ ᾿νε μὲ κονταρόξυλο καὶ ντέφι ἀρματωμένος. Χορεύει ἣ σκλάβα ἡ ἁλυσόδετη, γύρω στὸν χοροπαιγνιδιάρη τὸν ἀτσίγγανο. Κι' ὅλο τὸ στόμα του τῆς τραγουδάει σὰν χαλασμένη καραμούζα, ἀμὰν - γιαλέλι, κι᾿ ὅλο βαροῦν τὰ σκουριασμένα χέρια του τὸ ντέφι, ντάμπα - ντούμπα - κι ὅλο βαρεῖ τὸ κονταρόξυλό τοῦ τῆς θλιθερῆς χορεύτρας τὰ καπούλια. Χορεύει ἡ σκλάβα μεγαλειότητα, κι᾿ ὅλο μουγκρίζει ἀπὸ τὸν πόνο, καθὼς τὴ δέρνει ὁ γύφτος ὁ ξεσκλιάρης, - Ποτὲ δὲν ἐμουγκρίστη ὁ πόνος τόσο πονεμένα! Ντὰμ - ντοὺμ - ἀμὰν - ἁμὰν - γιαλέλι, ἡ ἀρκούδα ἡ καψαλὴ χορεύει. Γύρω μαζώνεται ὁ χαζολαός, σκλάδοι φτωχοί, πώχουνε κλέψει τὶς ζωές τους, κι᾿ ἀπὸ λαθραῖον ἀγέρα μόνον ἀνασαίνουν, στριμώχνονται καὶ χαχανίζουν ξιππασμένοι, θωρώντας τῆς ζωῆς τὸ μεγαλεῖο νὰ ἐξευτελίζεται, ἐλεεινὸ παιγνίδι στὰ χέρια πιὸ ἐλεεινῆς ἀφεντοσύνης. Χαίρονται ποὺ δὲν εἶναι αὐτοὶ δεμένοι ἀπ᾽ τὸ ρουθούνι νὰ τρῶνε κονταροξυλιὲς καὶ νὰ χορεύουν μουγκρίζοντας ἀπὸ τὸν πόνο, παρὰ γιὰ χάρη τους - γιαλέλι - ἡ ἀρκούδα ἡ καψαλὴ χορεύει. Χόρευε ἀρκούδα χόρευε καὶ μούγκριζε ἀπ᾽ τὸν πόνο, μὰ κράτει καὶ τὴ θύμηση σφιχτὰ στὸ κάφκαλό σου, καθὼς βαρειὰ τσαλαπατᾶς μέσα στὴ σκόνη τῆς λευτεριᾶς σου τὰ λουλούδια. Χόρευε ἀρκούδα χόρευε καὶ μούγκριζε ἀπ᾽ τὸν πόνο, μὰ κράει καὶ τὴ θύμηση σφιχτὰ στὸ κάφκαλό σου. Πέρα τὸ δάσο ἁπλώνεται βαθὺ σὰν ὠκεανός. Ἑκεῖ στὰ ξέφωτα, στὰ ξέγναντα χορεύει λεύτερη ἡ βασίλισσα τοῦ δάσου. λεύτερη σὰν Βοριὰς στοῦ Καύκασου τὰ χιόνια, λεύτερη σὰν Νοτιὰς στὰ κυματόβουνα τοῦ Εἰρηνικοῦ, καὶ δὲ μουγκρίζει ἀπὸ τὸν πόνο, παρὰ μουγκρίζει ἀπὸ χαρά! Χάει, χάει; Ἑκεῖ νερὰ πηδᾶνε κρουσταλένια, λαλοῦνε ἀηδόνια, ἐφραίνουνε τὶς ἄσπρες νύχτες, καὶ κορδαλοὶ χρυσόφτεροι τὸν ἥλιο χαιρετίζουν. Κι' ὁ σταυραετὸς ἀπ᾽ τὰ μεσούρανα κράζει τὴ διάνα" -Ἔ, σηκωθεῖτε οἱ σκλάβοι, σφίχτε μὲ τὰ δόντια τὸ χαλινάρι τῆς ντροπῆς, τὴν μυταριὰ τῆς πείνας, ξυπνᾶτε οἱ ξυλοτρούπηδες, ξυπνᾶτε οἱ κουρελῆδες, ξυπνᾶτε οἱ χαμοζώητοι κλέφτες τῆς ζωῆς, σφίχτε καλὰ τὴ θύμηση στὸ κάφκαλό σας, σφίχτε καλὰ τὶς σκεβρωμένες σας γροθιές, μιὰ δρασκελιὰ εἶν᾽ ἡ λευτεριά, μιὰν ἁλυσίδα νὰ κομματιαστεῖ, μιὰ τόση δούλα ἁλυσιδίτσα κι' ἴσα, ὅλοι μαζί, στὰ ξέφωτα, στὰ ξέγναντα χορεύει λεύτερη ἡ βασίλισσα τοῦ δάσου, λεὐτεροι θὰ μουγκρίζουμε ὅλοι ἀπὸ χαρά, λεύτερη ἐδῶ κι᾿ ἐμπρὸς ἢ γῆ μας θὰ χορεύει.
Βασίλης Ρώτας