Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Στέλλας Πιθαρούλιου «Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης»

Οι εκδόσεις «Εν Πλω» (Κολοκοτρώνη 49, 105 60 Αθήνα, Τηλ.: 2103226343, https://www.enploeditions.gr/) παρουσίασαν στη σειρά Λαϊκά Παραμύθια, τη συλλογή της Στέλλας Πιθαρούλιου «Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης» ISBN: 978-960-87482-9-1. Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει κείμενα της φιλολόγου Στέλλας Πιθαρούλιου είναι μια ανθολόγηση Κρητικών παραμυθιών, όπως η ίδια τα άκουσε χωρίς να παρεμβαίνει σε γλωσσική επεξεργασία και συντακτική διόρθωση. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η αξία των παραμυθιών αυτών που απευθύνονται σε μικρούς και σε μεγάλους. Πρόκειται για παραμύθια που συγκινούν, κρατούν σε εγρήγορση τους αναγνώστες και καλλιεργούν τις παιδικές ψυχές. Στο τέλος του έργου δημοσιεύεται ειδικό λεξιλόγιο για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου.

Η εικονογράφηση του βιβλίου είναι της Κατερίνας Καλουμένου.

Μετά από επικοινωνία με τη συγγραφέα, μας επέτρεψε να δημοσιεύσουμε στον ιστότοπό μας τα παραμύθια που έχει καταγραμμένα στο βιβλίο της.

Η Τρουλίτα (Πέραμα Τεροποτάµου Ρεθύμνης)

Μια φορά, λέει, ήταν ένας βασιλιάς κι είχενε τρία αγόρια. Όταν ήρθανε σε ηλικία να παντρευτούνε, τους λέει ο βασιλιάς:

«Παιδιά µου, ήρθε η ώρα να διαλέξετε τη γυναίκα σας. Θα σας δώσω τρία μήλα. Ο καθένας θα πετάξει το μήλο του µακριά, και σε όποια γυναίκα θα πέσει αυτή θα πάρει γυναίκα. Αυτήν και καµιάν άλλη! Σύμφωνοι;»

Τα αγόρια συμφώνησαν. Ρίχνει το μήλο του ο Πρώτος, τυχαίνει σε µια ωραία κοπέλα, αρχόντισσα, από καλή οικογένεια.

Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και το Πρώτο βασιλόπουλο. Ύστερα ήρθε η σειρά του δεύτερου.

«Ρίξε και συ, παιδί µου, το μήλο σου» λέει ο βασιλιάς.

Το πετάει κι αυτός και τυχαίνει στη μοίρα του µια ωραία κοπέλα, αρχόντισσα κι αυτή. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και μ’ αυτό το τυχερό.

Το τρίτο βασιλόπουλο πετάει το μήλο του, αλλά αυτό πάει και πέφτει σε µια τρουλίτα. Η τρουλίτα ήτανε, λέει, πουλί. Βλέπει το παιδί το πουλί και βάζει τα κλάματα.

«Μα, βασιλέα και πατέρα µου, αυτό είναι άδικο! Το πουλί θα πάρω;»

Λυπήθηκε ο βασιλιάς το γιο του, του λέει:

«Θα σου δώσω άλλη µια ευκαιρία».

Ξαναπετά το Παιδί το μήλο του, λαχαίνει πάλι στην τρουλίτα. Αρχίζει πάλι τις φωνές το βασιλιόπουλο.

«Μα αυτό είναι πουλί! Πουλί θα πάρω για γυναίκα µου;»

Ο βασιλιάς συµφώνησε πάλι µε το παιδί του. Του λέει: «Άντε, πέταξέ το άλλη µια φορά. Αλλά, όπου πάει, αυτό είναι, δεν αλλάζει!»

Ξαναπετά το βασιλιόπουλο το μήλο του, πάει πάλι στην τρουλίτα. Φως φανερό πως αυτή έπρεπε να πάρει για γυναίκα του το βασιλιόπουλο.

«Δεν έχεις άλλη ευκαιρία πια» του λέει ο πατέρας του. «Θα τήνε πάρεις».

Το βασιλόπουλο στενοχωριότανε, αλλά ο λόγος του πατέρα του ήτανε συμβόλαιο. Την ηµέρα που κάνανε και τοὺς τρεις γάµους, οι δυο γιοι παντρεύτηκαν τις γυναίκες τους, και το µικρότερο παιδί παντρεύτηκε το πουλί. Τόνε κοιτάζανε όλοι και κρυφογελούσανε. Τα αδέρφια του καμαρώνανε µε τις νύφες τους, αλλά το βασιλόπουλο είχε µεγάλο καημό.

Αφού περάσανε λίγες µέρες, ο βασιλιάς ήθελε να δει ποιά από τις νύφες του είναι η πιο προκοµµένη. Είχε αποφασίσει πως αυτή που θα αποδεικνυότανε η πιο εργατική και η πιο εμφανίσιμη γυναίκα αυτή θα γινότανε η επόμενη βασίλισσα του θρόνου, κι ο γιος του βασιλιάς και διάδοχός του. Αποφάσισε λοιπόν να τώνε βάλει δοκιμασίες.

«Θέλω να µου κάνει µια κουβέρτα η κάθε µια νύφη. Να δω ποια θα κάνει την καλύτερη» είπε στους γιους του. «Να τη φτιάξει όµως, µε τα δικά της χέρια».

Οι δυο νύφες όταν το άκουσαν γελούσανε και κοροϊδεύανε: «Η τρουλίτα, η τρουλίτα θα κάνει την καλύτερη!»

Και μπαίνουνε η καθεμιά στον αργαλειό της, να υφάνουνε την κουβέρτα. Η τρουλίτα η κακοµοίρα, στενοχωριότανε, δεν εκάτεχε είντα να κάνει. Έβλεπε και τον άντρα της να κάθεται στενοχωρηµένος σε µια μεριά, και το πήρε απόφαση να κάνει ό,τι μπορεί για να τον ευχαριστήσει. Του λέει λοιπόν µε ανθρώπινη φωνή:

«Μη στεναχωριέσαι άντρα µου, θα τη φτιάξω την κουβέρτα που θέλει ο πατέρας σου».

«Και πώς θα τήνε φτιάξεις εσύ, ένα πουλί,»

«Τα πουλιά πλέκουνε όμορφες φωλιές. Έτσι θα πλέξω και την κουβέρτα του πατέρα σου. Θα πάω και θα βρω τα καλύτερα χορταράκια, µαλλάκια, και ό,τι ταιριαστό βρω στα χωράφια».

Πέταξε, και γύρισε µετά από λίγην ώρα µε χορταράκια, και πολλά µαλλάκια. Στένει το τελάρο και φτιάχνει µια κουβέρτα όμορφη, ό,τι ήθελες είχε µέσα. Τα πλουµιά της µοιάζανε ζωντανά, λες και θα μιλήσουνε! Δίνει την κουβέρτα στον άντρα της.

«Πάρε τώρα την κουβέρτα, και πήγαινέ την στο βασιλιά» του λέει.

Πέρασε η διορία που είχε βάλει ο βασιλιάς, παρουσιάσανε κι οι άλλες δυο νύφες τις κουβέρτες τους. Μα αυτές οι κουβέρτες δεν ήτανε όμορφες σαν της τρουλίτας!

«Την ευκή µου να έχουνε οι νυφάδες µου, µα πια καλά η τρουλίτα μου!» είπε ο βασιλιάς.

Οι άλλες νυφάδες σκάσανε από τη ζήλια τους.

Την άλλη μέρα οβασιλιάς όρισε τη δεύτερη δοκιμασία. Καλεί τους γιους του και τους λέει:

«Θέλω οι νυφάδες µου να μου κάµουνε ένα γλυκό. Να δω ποια θα κάνει το νοστιµότερο».

Φεύγουνε οι δυο γιοι ευχαριστημένοι, µα ο τρίτος γιος ήτανε πάλι σκεφτικός. Οι δυο νυφάδες κοροϊδεύανε την τρουλίτα και την ερωτούσανε:

«Πώς θα το φτιάξεις το γλυκό, τρουλίτα;»

Η τρουλίτα όµως, δεν έδινε σημασία στην κακία τους. Μόνο τον άντρα της λυπότανε, που τονε στενοχωρούσανε οι κοροϊδίες τους.

«Μη στεναχωριέσαι, άντρα µου, και θα φτιάξω εγώ ένα γλυκό που θα τρίβουνε τα μάτια τους!»

«Και πώς θα το φτιάξεις;»

«Θα δεις!»

Πετάει πάλι, σαν πουλί που ήτανε, και πάει στο δάσος. Μαζεύει βατόµουρα, σταφύλια, και, δεν ξέρω πώς, τα φέρνει στο δωμάτιό της. Φωνάζει και τις υπηρέτριες να ζυμώσουνε το γλυκό, τους δίνει και τα φρούτα και γίνεται µια τούρτα πεντανόστιµῃ. Τη δίνει µετά του άντρα της και τήνε πάει στο βασιλιά.

Δοκιμάζει ο βασιλιάς από τα γλυκά των τριών νυφάδων. Τα δυο πρώτα ήτανε νόστιμα, µα η τούρτα της τρουλίτας ήτανε ακόµα νοστιμότερη. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς, έτρωγε, έτρωγε, δεν έλεγε να σταματήσει.

«Την ευκή µου να έχουνε και οι τρεις νυφάδες µου, µα πια πολύ η τρουλίτα µου», είπε στο τέλος.

Σκάσανε πάλι οι δυο νυφάδες από το κακό τους, και αρχίσανε να σκέφτονται πως η τρουλίτα πολύ τους είχε µπει στη μύτη µε τις νοικοκυροσύνες της! Πώς µπορεί ένα πουλί να πλέκει τόσο ωραίες κουβέρτες και να κάνει τόσο νόστιμα γλυκά;

Σε λίγον καιρό, ο βασιλιάς ανακοίνωσε την τρίτη δοκιμασία.

«Θα δώσω ένα χορό στο Παλάτι, και θα στέφω βασίλισσα την πιο όμορφη από τις νύφες, αυτή που θα έχει τους καλύτερους τρόπους» είπε στους γιους του.

Και κοίταξε µε στεναχώρια το μικρότερο γιο του. Γιατί µέχρι τώρα η πιο προκοµµένη νύφη είχε αποδειχτεί η τρουλίτα.

Αλλά δε μπορούσε να στέψει βασίλισσα ένα πουλί! Η βασίλισσα έπρεπε να είναι η καλύτερη από όλες, όχι να την κοροϊδεύει όλο το βασίλειο! Δύσκολα λοιπόν θα γινότανε η τρουλίτα βασίλισσα, κι ας την αγαπούσε ο γέρο βασιλιάς.

«Φέρε κι εσύ τη γυναίκα σου, και δεν πειράζει» είπε στο μικρότερο γιο του.

Αυτός στενοχωρέθηκε λίγο. Πάει και το λέει της τρουλίτας:

«Σε λίγες µέρες ο πατέρας µου θα κάνει ένα χορό στο παλάτι. Θα καλέσει όλο του το επιτελείο, και τις νύφες του για να κάνει βασίλισσα την πιο όμορφη, αυτή που θα έχει τους καλύτερους τρόπους, την πιο µεγάλη χάρη. μας κάλεσε κι εμάς».

Η τρουλίτα όταν το άκουσε, στενοχωρήθηκε κι αυτή.

«Εμάς; Τι να µας κάνουνε εµάς; Εγώ είμαι πουλί. Δεν είμαι όµορφῃ, ούτε και έχω χάρη. Θα γελάνε όλοι µαζί µας».

«Εμένα δε µε νοιάζει. Είσαι η γυναίκα µου, και θέλω να έρθεις. Δεν πειράζει που δεν θα γίνουμε εμείς οι διάδοχοι του θρόνου».

«Πώς θα πάω; Εγώ είμαι πουλί! Θα µε πατήσουνε και θα µε σκοτώσουνε! Κι ύστερα τι θα έρθω να κάνω εγώ εκεί; Να κελαηδώ να πηγαίνω να έρχοµαι; Αδύνατο, άντρα µου, δεν έρχομαι!»

Το βασιλόπουλο δεν είπε τίποτα άλλο. Λυπήθηκε που θα πήγαινε µόνο του στο χορό, αλλά κι η γυναίκα του δίκιο είχε.

Σαν έφυγε ο άντρας της, η τρουλίτα το ξανασκέφτηκε: «Δεν πάω να καβαλικέφω έναν κόκορα; Αυτός είναι ψηλός, απάνω του δεν θα µε πατήσουνε!»

Φεύγει απ᾿ το δωμάτιο, και πάει και βρίσκει έναν κόκορα.

Τόνε καθαλικεύει και δρόµο για το παλάτι. Στο δρόµο που πήγαινε πέρασε από ένα ποτάμι. Εκεί ζούσανε τρεις νεράγδες. Αυτές, μόλις την είδανε, βάλανε τα γέλια. Γελούσανε τόσο που χαλάσανε τον κόσμο.

«Τι θες να σου δώσομµε ποὺ µας έκανες να γελάσοµε;» τήνε ρωτήσανε.

«Τι να θέλω εγώ, ένα πουλί.»

Λέει η µια: «Εγώ θα της δώσω την ομορφιά µου!»

Και τη μεταμορφώνει σε µια γυναίκα πολύ όµορφη!

Λέει η άλλη: «Εγώ θα της δώσω τη χάρη μου! Θα γελάει και θα πέφτουν από το στόµα της λουλούδια, και θα ευωδιάζει ο τόπος!»

Λέει κι η τρίτη: «Εγώ θα της δώσω το χρυσό μου άλογο και µια χρυσή κλωσσού µε τα πουλιά της! Εκεί που θα πας, θα έχεις σηκωμµένη την ποδιά σου και θα τρως. Μια µπουκιά θα τρως

εσύ, και µια µπουκιά θα δίνεις και στα πουλιά να τρώνε κι αυτά. Όταν θα σηκωθείς να χορέψεις, θα µολάρεις την ποδιά σου και θα πέσουνε τα πουλάκια κι η κλωσσού και θα σε συνοδεύουνε να χορεύεις».

Ανεβαίνει η τρουλίτα στο χρυσό άλογο, ντυμένη στα όµορφα ρούχα που της έδωσαν οι νεράγδες. φτάνει στο Παλάτι, και μπαίνει µέσα. Όταν την είδανε οι άλλοι τα χάσανε! Ρωτούσανε μεταξύ τους ποια είναι αυτή η όμορφη γυναίκα.

«Είμαι η γυναίκα του βασιλόπουλου!» είπε αυτή. «Η τρουλίτα!»

Πήγε και κάθισε κοντά του, κι ο βασιλιάς αµέσως φώναξε:

«Βάλετε και τση νύφης µου να φάει!»

Σερβίρουνε και την τρίτη νύφη. Οι άλλες δυο τήνε κοιτάζανε και δεν πιστεύανε στα µάτια τους. Το κακάσχηµο πουλί έγινε αυτή η ωραία γυναίκα; Τήνε παρακολουθούσανε γεμάτες κακία. Βλέπανε και το βασιλιά που τήνε κοιτούσε µε θαυμασμό. Αποφασίσανε να κάνουνε ό,τι κάνει κι αυτή, για να πάρουνε λίγη από τη χάρη της, να µη φανούνε κατώτερες.

Έτρωγε η τρουλίτα µια µπουκιά, έδινε µια µπουκιά και στην κλωσσού µε τα κλωσσόπουλα στην ποδιά της. Τρώγανε κι αυτά. Βλέπανε οι άλλες δυο νυφάδες που έβαζε το φαΐ στην ποδιά της, βάζανε κι αυτές στη δικιά τους. Αλλά αυτές δεν είχανε κλωσσούδες, και η ποδιά τους γέμιζε φαγητά, λαδιές και κόκαλα.

Αφού έφαγαν όλοι, φωνάζει ο βασιλιάς:

«Εμπρός! Όλοι να χορέψοµε!»

Σηκώνονται οι νύφες να χορέψουνε, βγάζει η τρουλίτα από την ποδιά της τα χρυσά κλωσσόπουλα και την κλωσσού, τα αμολαίρνει, γεμίζει ο τόπος χρυσάφια. Αμολαίρνουνε κι οι άλλες δυο νυφάδες όσα είχανε στις ποδιέςτους, φεύγουνε τα κόκαλα, τα λάδια, δίνουνε στην κεφαλή των ανθρώπων, γίνονται ρεζίλι οι νυφάδες. Γελούσανε όλοι, γελούσε κι η τρουλίτα, βγαίνανε ρόδα και λουλούδια από το στόµα της κι ευώδιαζε η σάλα.

«Την ευκή µου να έχουνε οι νυφάδες µου, µα πια πολύ η τρουλίτα μου» λέει πάλι ο βασιλιάς. «Βασίλισσα να γενεί και στο θρόνο µου να κάτσει!»

Και ζήσανε αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα. Και µου δώκανε ένα κουλούρι, και μου το ᾿ψαγε ο σκύλος ο Κουντούρης.

Στέλλα Πιθαρούλιου

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:64