Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

15 Γενάρη 1919 – Η δολοφονία των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ | του Δανιήλ Τσιορμπατζή


Έχουν υπάρξει ιστορικά πρόσωπα που οι πράξεις τους και ο ρόλος τους στην ιστορία στιγματίζει έντονα τα γεγονότα μιας περιόδου που στις συνειδήσεις των ανθρώπων σχεδόν ταυτίζονται με αυτές. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Paul August Friedrich Liebknecht, 17/08/1871-15/01/1919) και η Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rozalia Luxenburg, 05/03/1871-15/01/1919) ανήκουν χωρίς καμιά αμφισβήτηση σε αυτού του είδους των ανθρώπων που έμειναν στην ιστορία αιώνια. Δεν μπορεί να μιλήσει κάποιος για το επαναστατικό κίνημα στις αρχές του εικοστού αιώνα και να μην αναφερθεί σε αυτούς.

Πριν από εκατόν πέντε χρόνια, η αιματηρή εβδομάδα στο Βερολίνο έβαλε τέλος στην ελπίδα για επαναστατική αλλαγή στη Γερμανία, που γεννήθηκε τον Νοέμβρη του 1918. Στις 4 Νοέμβρη του 1918 οι ναύτες του Κιέλου αρνήθηκαν να πάρουν μέρος σε μια νέα πολεμική επίθεση και εξεγέρθηκαν. Αυτό αποτέλεσε τον σπινθήρα, που άναψε την ένοπλη εργατική επανάσταση, που εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλην τη Γερμανία. Οι εργάτες άρχισαν να καταλαμβάνουν τα εργοστάσια και να εξοπλίζονται. Σχηματίστηκαν τα πρώτα γερμανικά σοβιέτ. Στη Βαυαρία στις 7 του Νοέμβρη τα σοβιέτ πήραν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Στις 9 Νοέμβρη η αστική εθνική κυβέρνηση του καγγελάριου Φον Μπάντεν (Max von Baden) παραιτήθηκε και ο αυτοκράτορας (κάιζερ) Γουλιέλμος Β΄ (Friedrich Wilhelm Viktor Albert von Preußen) έφυγε για την Ολλανδία.

Την αστική τάξη και τον καπιταλισμό ανέλαβαν τότε να σώσουν από την επερχόμενη καταστροφή του συστήματος οι σοσιαλδημοκράτες, που κέρδισαν την πλειοψηφία στα σοβιέτ και οι οποίοι δεν σκέφτονταν να εκπληρώσουν τον πόθο του γερμανικού λαού για ειρήνη και σοσιαλισμό. Η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών Έμπερτ (Friedrich Ebert) – Σάιντεμαν (Philipp Scheidemann) άφησε άθικτο τον αστικό κρατικό μηχανισμό και το καπιταλιστικό σύστημα ενισχύοντας τους αντεπαναστάτες, εξοπλίζοντας τις δεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις (Freikorps – παραστρατιωτική οργάνωση φτιαγμένη από ακροδεξιά, μοναρχικά και λούμπεν στοιχεία, που μόνο σκοπό είχαν να διαλύσουν την επανάσταση και να επαναφέρουν τη μοναρχία) και ετοιμάστηκαν να ξεμπερδέψουν μια και καλή με το επαναστατημένο προλεταριάτο, την «εξέγερση των Σπαρτακιστών» (Spartakusaufstand). Οι πλατιές εργαζόμενες μάζες δεν είχαν ακόμα συνειδητοποιήσει τον πραγματικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας… (νομίζω πως ούτε και σήμερα)!

Οι Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ καταλάβαιναν ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες για επικράτηση της εξέγερσης, όμως ήταν μειοψηφία. Η «κόκκινη Ρόζα» επεσήμανε στο πρόγραμμα του ΚΚΓ, που παρουσίασε στις 31/12/1918, ότι οι κομμουνιστές δεν θα μπορούσαν ποτέ να πάρουν την εξουσία χωρίς τη σαφή υποστήριξη της πλειοψηφίας του λαού. Το νεαρό και άπειρο τότε ΚΚΓ δεν είχε τη δύναμη να συγκρατήσει τις εξεγερμένες εργαζόμενες μάζες και να τις κατευθύνει να δώσουν το χτύπημα την κατάλληλη στιγμή, όπως έγινε με τα σοβιέτ της Ρωσίας και τους μπολσεβίκους το καλοκαίρι του 1917. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ – σαν πραγματικοί επαναστάτες – δεν γύρισαν τις πλάτες στην εξέγερση, αλλά πήραν μέρος σε αυτήν με όλες τους τις δυνάμεις.

Η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών, παίζοντας το ρόλο της σαν δεκανίκι της αστικής τάξης, χτύπησε με μένος το εξεγερμένο προλεταριάτο της Γερμανίας. Ο Έμπερτ έστειλε τα Φράικορπς με αποστολή να τσακίσουν τους επαναστάτες. Η εξόντωση των ηγετών του νεαροού ΚΚΓ και ιδιαίτερα της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ αποτέλεσε γι’ αυτούς προτεραιότητα, ως ένα πολύ δυνατό χτύπημα στην εξέγερση και τους κομμουνιστές.

Στις 6 Γενάρη 1919 ο Έμπερτ δίνει εντολή στα Φράικορπς να χτυπήσουν τους εργάτες. Τουλάχιστον 156 εξεγερμένοι εργάτες έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στο Βερολίνο.

Στις 15 Γενάρη 1919 ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ ιδρυτές και ηγετικά στελέχη της ομάδας «Σπάρτακος» που οδήγησε στις 30/12/1918-1/1/1919 στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας που σημάδεψαν με την δράση και το έργο τους τον 20ο αιώνα, δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς και τάγματα Freikorps με εντολή του υπουργού Πολέμου του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (Sozialdemokratische Partei Deutschlands – SPD), Γκούσταβ Νόσκε (Gustav Noske). Μια πράξη πολύ σημαντική στην πορεία της ανόδου του ναζισμού στη χώρα, από ανθρώπους που ανήκαν σε εκείνους τους κύκλους που υποστήριξαν ανοιχτά την παράδοση της εξουσίας στους ναζί.

Ήταν 15 του Γενάρη 1919, όταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ – δυο φλογεροί επαναστάτες στον απελευθερωτικό αγώνα του Γερμανικού λαού και ηγέτες των εξεγερμένων εργατών στη Γερμανία – συνελήφθησαν. Η Ασφάλεια κατάφερε να εντοπίσει το κρησφύγετο όπου κρύβονταν ο Λίμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ. Αξιωματικοί και μανιασμένοι άντρες των Φράικορπς εισέβαλαν και συνέλαβαν τους δύο ηγέτες, τους οποίους μετέφεραν στο Επιτελείο Μεραρχίας Ιππικού της Φρουράς του Βερολίνου στο πολυτελές ξενοδοχείο Έντεν (Eden). Αξιωματικοί και τυχοδιώκτες, που γλεντούσαν στο ξενοδοχείο για τη νίκη της αντεπανάστασης, περιγελούσαν, έβριζαν και βασάνιζαν τους κρατούμενους. Αργά το βράδυ, έριξαν τους φρικτά κακοποιημένους Ρόζα και Καρλ μέσα σε αυτοκίνητα, για να τους μεταφέρουν, δήθεν, στις φυλακές Μοαμπίτ (Justizvollzugsanstalt Moabit). Λίγα λεπτά, όμως, αργότερα, ακούστηκαν πυροβολισμοί στην περιοχή του Τιργκάρτεν (Tiergarten).

Ο Καρλ Λίμπχνεχτ πυροβολήθηκε πισώπλατα, ενώ προσπαθούσε, υποτίθεται, να δραπετεύσει. Για να καλύψουν τα ίχνη τους, οι δολοφόνοι έστειλαν το πτώμα του Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο ως «πτώμα άγνωστου άνδρα».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε ύπουλα από αξιωματικούς που τη χτύπησαν με κοντάκι όπλου. Οι στρατιώτες πέταξαν το πτώμα της στο κανάλι Landwehrkanal του Βερολίνου και μετά είπαν πως δήθεν τη λίντσαρε το οργισμένο πλήθος. Το πτώμα της βρέθηκε στην όχθη στις 31 του Μάη 1919.

Οι δολοφόνοι του Λίμπχνεχτ και της Λούξεμπουργκ ήταν γνωστοί. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να δικαστούν οι ένοχοι από ένα έκτακτο δικαστήριο, µε τον ισχυρισμό ότι θα ήταν «αδικαιολόγητη ανάμιξη» στις υποθέσεις της στρατιωτικής δικαιοσύνης, και έτσι παρουσιάστηκαν σε ένα δικαστήριο του δικού τους τάγματος, δηλαδή του δολοφονικού σώματος. Οι περισσότεροι από αυτούς που πήραν μέρος στη δολοφονία, ανάμεσά τους και εκείνοι που εισέπραξαν ένα μέρος της αμοιβής των 100.000 μάρκων, που είχε οριστεί για τη δολοφονία του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ, αφέθηκαν ελεύθεροι «λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων». Μόνο δύο αξιωματικοί καταδικάστηκαν για «απόπειρα δολοφονίας», σε χαμηλές ποινές φυλάκισης, μια βδομάδα όμως αργότερα κατάφεραν να «δραπετεύσουν» από τη φυλακή.

Η είδηση της δολοφονίας των δύο ξεχωριστών ηγετών του γερμανικού προλεταριάτου συγκλόνισε ολόκληρη τη Γερμανία αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, όπου οι εργαζόμενοι πραγματοποίησαν δεκάδες μαχητικές διαδηλώσεις. Η κηδεία του Λίμπκνεχτ στις 25 του Γενάρη 1919 και της Λούξεμπουργκ στις 13 του Ιούνη 1919 μετατράπηκαν σε μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις των Γερμανών εργατών.

Η δολοφονία δύο εκ των λαμπρότερων πολιτικών ηγετών της Γερμανίας, εγκαινίασε μια σειρά περαιτέρω πολιτικών δολοφονιών με σκοπό να σβήσουν την επαναστατική φλόγα και να ανοίξουν τον δρόμο για στις φασιστικές ναζιστικές δυνάμεις που κατέλαβαν την εξουσία το 1933.

Η δολοφονία των δύο αγωνιστών μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό των κομμουνιστών και του παγκόσμιου προλεταριάτου.

Στις 14 του Γενάρη 1919 στην εφημερίδα «Κόκκινη Σημαία» (Die Rote Fahne) έγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ κάτω από τον τίτλο: «Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο»:

«Ολόκληρος ο δρόμος του σοσιαλισμού είναι αν εξετάσουμε τους επαναστατικούς αγώνες σπαρμένος με σκληρές ήττες. Κι όμως, αυτή η ίδια η ιστορία οδηγεί, βήμα προς βήμα, αδιάκοπα, στην τελική νίκη! Πού θα ήμασταν σήμερα χωρίς εκείνες τις «ήττες», από τις οποίες αντλήσαμε ιστορική εμπειρία, γνώση, δύναμη, ιδεαλισμό!»

«Η ηγεσία απέτυχε. Όμως, η ηγεσία μπορεί και πρέπει να ξαναδημιουργηθεί από τις μάζες και μέσα από τις μάζες. Οι μάζες είναι το αποφασιστικό, αυτές είναι ο βράχος που πάνω του στηρίζεται η τελική νίκη της επανάστασης.»

Δανιήλ Τσιορμπατζής

Τι όμορφο που είναι να ζεις / να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο / τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης / τι όμορφο που είναι να ζεις / σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Αναγνώσεις:423