Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Κόκκινα μήλα στο ποτάμι | της Άννας Τακάκη



Γίνηκε ο κόσμος μια σταλιά…
κι είναι τα μάτια μου ωκεανός μεγάλος
και μέσα τους ο κόσμος χάνεται…

Περάσαμε τον Ατλαντικό κι ούτε φωνή, ούτε ψυχή, ούτε γλάρου φτερό στον μπλε ορίζοντα. Η τσιμινιέρα το βουητό της, ο καπνός το ταξίδι του κι εμείς το δικό μας. Το βαπόρι μας βάζει ρότα προς Αφρική. Ποντοπόρο πλοίο, γκαζάδικο. Τρίτη φορά μπαρκαρισμένη ως συνοδός του ναυτικού συζύγου μου, μα δεν είχε ακόμη ποτίσει η αλισάχνη το κορμί μου. Κι η νιότη μου διψούσε για εξερεύνηση στους γαλάζιους μεγάλους δρόμους.

Μαζεύω και πάλι τα σύνεργά μου: μάτια, αυτιά, νου, καρδιά.

Γράφω εικόνες και συναισθήματα, σε μπλε θαλασσινό χαρτί για να το φέρω στη στεριά, άβρεχτο. Εν πλω ήρθε το ταξίδι μας για Νιγηρία. Άγνωστο σε ποιο λιμάνι. Ώσπου πήραμε το τελικό τηλεγράφημα. Φόρτωση αργού πετρελαίου στο Λάγος. Η φόρτωση θα γινόταν μέσα στο ποτάμι. Αφρική, λοιπόν. Πρώτη φορά στη μαύρη ήπειρο. Άλλο χρώμα ανθρώπων, άλλη εμπειρία, άλλες εικόνες, άλλη ζωή… Ανυπομονούσα να δω αυτήν την αφρικάνικη χώρα. Να πατήσω το πόδι μου σε μια άλλη γη του παντός.

-Μη χαίρεσαι, μου είπαν κάποιοι από το πλήρωμα. Δεν έχει εξόδους στο Λάγος. Είναι επικίνδυνα εκεί που πάμε. Ζούγκλα είναι. Όποιοι πήγανε δεν ξαναγυρίσανε.

-Δεν πειράζει, λέω. Κάτι θα δω. Ας είναι κι από μακριά. Ας είναι και με τα κιάλια. Δε βαριέσαι… λίγο τα μάτια, λίγο τ’ αυτιά, λίγο η φαντασία… Και πράγματι. Γέμισε το μάτι μου πράσινο. Τόσο μπλε πια, τόσο γαλάζιο, μούλιασε το βλέμμα στο λουλακί. Μπήκαμε στο ποτάμι. Η ταχύτητα των μηχανών στο μισό, η πλώρη να σκίζει τα ήσυχα νερά κι η θέα απίστευτη. Δεξιά κι αριστερά πυκνά δάση. Ήταν τόσο το πράσινο, που πρασίνιζαν τα νερά, και τα μάτια προσπαθούσαν να προσαρμοστούν σ’ αυτό το γήινο χρώμα.

Η φόρτωση θα γινόταν σε κάποιο κανάλι του ποταμού. Στις όχθες του φαινόταν οι απέραντες αφρικάνικες ζούγκλες. Λίγο ακόμα και θα ’βγαιναν έξω τα θεριά… Έπιασα τα κιάλια από τη γέφυρα για να φέρω πιο κοντά τις εικόνες. Δέντρα πυκνά, πανύψηλα και καλύβες. Μικρές φτωχικές καλύβες από ξύλα και χόρτα.

Διανύσαμε ώρες πολλές το ποτάμι, ώσπου φθάσαμε στην πλατφόρμα που θα γινότανε η φόρτωση. Πέσανε οι άγκυρες. Ήρθαν οι αρχές με λάντζα και ο πράκτορας του πλοίου. Ήρθε και η πολυπόθητη αλληλογραφία.

Κι η μιζέρια τούτης της χώρας φάνηκε με το πρώτο πάτημα του ατζέντη και των αρχών. Μαζί με τις υπογραφές και τα χαρτιά πήραν και ποτά, τσιγάρα, φρούτα και τρόφιμα. Τα ζήτησαν δηλαδή. Κι ως παρατηρήτρια πρώτης θέσης δεν με έβαζαν οι μπουλμέδες ως λένε οι ναυτικοί τους τοίχους. Δεν με κρατούσαν οι τοίχοι της καμπίνας και η θωριά από τα φινιστρίνια. Αμολήθηκα έξω στα καταστρώματα. Σούρτα φέρτα, πάνω κάτω, πού θα βρω την καλύτερη θέα. Ώσπου τα μάτια μου ανακάλυψαν δεκάδες πιρόγες να εξορμούν από τα παράλια των πυκνών δασών και από τα καλυβόσπιτα και να κυκλώνουν το βαπόρι σαν μέρμηγκες που πέφτουν όλοι μαζί σε μια σπάνια τροφή. Ακούμπησα στα ρέλια κι έμεινα ώρα πολλή να κοιτώ κάτω στο ποτάμι, δεξιά κι αριστερά το παράξενο για τα μάτια μου τοπίο.

Πιρόγες γεμάτες άντρες, γυναίκες και παιδιά. κωπηλατούσαν κι έρχονταν προς το βαπόρι μας. Από μακριά άπλωναν τα χέρια και φώναζαν. Άγνωστες φωνές, άγνωστοι άνθρωποι, παράξενοι, μαύροι, ημίγυμνοι, με τα στήθη έξω οι γυναίκες. Τι άλλο να ’θελαν εκτός από τροφή; Ότι περίσσευε από την κουζίνα, ακόμη και αποφάγια τα έβαζαν οι ναύτες σε μπουγέλα, καθώς λένε τους κουβάδες, τα κρεμούσαν με ένα σκοινί από την κουβέρτα και τα έπιαναν οι πεινασμένοι, σιμώνοντας στα πλαϊνά του καραβιού τις πιρόγες τους. Σε κάτι τέτοια λιμάνια της πείνας ήταν προετοιμασμένο το πλήρωμα και πάντα ετοίμαζαν ότι περισσευούμενο υπήρχε και τους το έδιναν. Αυτό γινόταν σε κάθε πλοίο που ερχόταν για φόρτωση. Φαίνεται πως οι ντόπιοι της απομονωμένης ζούγκλας ζούσαν από τα πλοία και την ελεημοσύνη των ναυτικών. Γιαυτό δεν ήταν σκελετωμένοι. Μα πέρα από το φαγητό, τους άρεσαν πολύ τα μήλα και ειδικά τα κόκκινα. Κι όλο ζητούσαν να τους πετάξουμε κόκκινα μήλα. Όχι δηλαδή πως δεν θα έτρωγαν και τα πράσινα αλλά στα κόκκινα είχαν μια αδυναμία, ένα είδος έρωτα θα έλεγα. Τόσο κολύμπι και τόσο κυνήγι που έκαναν οι έρμοι για να τα πιάσουν, καθώς τα πετούσαν οι ναυτικοί στη θάλασσα. Θα μου πείτε γιατί δεν έβαζαν και τα μήλα στα μπουγέλα να τα παίρνουν όμορφα και καλά; Νομίζω πως αυτή η κίνηση ήταν μεταξύ πειράγματος και αστείου. Το διασκέδαζαν οι ναυτικοί, καθώς πετούσαν τα μήλα κι έκαναν οι ταλαίπωροι αγώνα μεγάλο στο ποτάμι. Έπαιζαν τη βουτιά, κι ποιος θα πρωτοπρολάβει να τα πιάσει.

Κι αφού είχαν τουλάχιστον κάποιο φαγητό να φάνε κι ένα φρούτο να γλυκαθούνε, να μη θέλουνε δα και κάτι άλλο;

Σε εκείνο το ταξίδι θυμάμαι να είμαι η μόνη γυναίκα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία των ναυτικών. Δύσκολο θα το πεις, άχαρο ή τα μάτια σου δεκατέσσερα; Πώς θα φερθείς, πως θα ντυθείς τι θα πεις, είναι μια επεξεργασία που τη μαθαίνεις από την πρώτη στιγμή που πατείς το πόδι σου στο ποντοπόρο πλοίο. Πάντα μόνη ήμουν στημένη σε μια γωνιά, καθώς ο σύντροφός μου στα λιμάνια ήταν σε ώρα υπηρεσίας κατά τη φόρτωση ή εκφόρτωση. Μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη θέα, βλέπω μέσα σε μια πιρόγα να με κοιτάζει μια μαύρη ξεστήθωτη και να μου κάνει διάφορα νοήματα. Βρε τι να θέλει; Μήπως να της πετάξω ένα κόκκινο μήλο; Μην απορείτε. Είχα φέρει κι εγώ μαζί μου τα μήλα από το μεσημεριανό γεύμα που δινόταν σαν επιδόρπιο. Της πετάω το μήλο, το πιάνει στον αέρα. Εύκολος ο στόχος. Μα σαν κάτι άλλο να λαχταρούσαν τα χείλη της. Μετά από πολλές νοηματικές συνεννοήσεις κατάλαβα πόσο επιθυμούσε να της δώσω ένα κραγιόν. Τι σου είναι η γυναίκα, σκέφτηκα. Ακόμη και να μην έχει να φάει, ο καλλωπισμός είναι μια άλλη, ιδιαίτερη μαγεία. Πήγα στην καμπίνα άνοιξα το τσαντάκι με τα καλλυντικά μου. Είχα μαζί μου δυο κραγιόν. Ένα σκούρο και ένα ανοιχτό. Αν και ήταν το αγαπημένο μου το ανοιχτόχρωμο προτίμησα αυτό, που θα έκανε αντίθεση με το δέρμα της μαύρης κοπέλας. Χαλάλι της είπα. Το θέμα ήταν τώρα πώς να το πετάξω. Θα το έπιανε ή θα πήγαινε στη θάλασσα; Τσακάλι εγώ, τσακάλι και η αραπίνα το έπιασε στον αέρα. Κι η χαρά της κι η χαρά μου δε λέγεται, μήτε γράφεται…

Η φόρτωση στο ποτάμι του Λάγος κράτησε δυο μέρες. Δυο απελπιστικές αλλά και αφουγκραστικές μέρες. Μπορεί να μην είχε έξοδο σε αυτό το λιμάνι, μα ετούτες οι εικόνες έμειναν και θα μένουν χαραγμένες και σμιλεμένες στο νου μου, σαν ένα ταξίδι στο ποτάμι του Λάγος που ακόμη το ζω και ταξιδεύω στα άδυτα πέλαγα.

Άννα Τακάκη

Από τη συλλογή «ταξιδιωτικές ιστορίες»


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:407