Κοίταξα τον καθρέπτη… | της Μαρίας Σταυρίδου
Ο γιατρός μ’ ανάγκασε να κοιτάξω τον καθρέπτη, να νιώσω το είδωλο της γερασμένης γυναίκας που έβλεπα μπροστά μου, ν’ αγγίξω κάθε ρυτίδα και κάθε σημάδι του χρόνου, που είχε περάσει από πάνω της και κάθε χαρακιά της θλίψης, που είχε πια μόνιμα εγκατασταθεί σε κάθε κύτταρο της.
Η γυναίκα κοίταζε σοκαρισμένη… για μια στιγμή αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που την είχε σοκάρει τόσο… μέχρι που συνειδητοποίησα πως ήμουν εγώ η ίδια μπροστά από τον καθρέπτη… Εγώ ήμουν η γυναίκα που άκουγε μια ευγενική φωνή να της εξηγεί πως είναι πολύ λογικό μια γυναίκα στην δική μου ηλικία να αισθάνεται μια κάποια άβολη και πρωτόγνωρη θλίψη, που ο χρόνος πια βαραίνει πάνω της… που το πανωφόρι του γίνεται όλο και πιο βαρύ… σαν να το βρέχουν επίτηδες όλες οι στάλες της βροχής, όλες οι καταιγίδες και όλες οι θύελλες αυτού του κόσμου…
Έκλεισα τα μάτια αηδιασμένη… δεν ήμουν εγώ αυτή η γυναίκα… δεν ήμουν εγώ η γερασμένη φιγούρα που δεν είχε κουράγιο ν’ αντιδράσει, να χαμογελάσει, να φωνάξει δυνατά:
Eίμαι εδώ και είμαι ακόμη ζωντανή, θέλω να γευτώ όσα δεν πρόλαβε ακόμη να μου δώσει η ζωή. Θέλω… πίσω εκείνη την ομορφιά… τη χαρά… την εύθυμη διάθεση… τον έρωτα που άνθιζε ανάμεσα στα περβάζια και μύριζε Λουΐζα και Βασιλικό. Θέλω…
Πως να τα φωνάξεις όμως όλα αυτά και ποιός να σ’ ακούσει… απόμεινες μονάχη με μια αγκαλιά όνειρα που χάθηκαν, που απλώς μαράθηκαν. Σκέψεις που γέμισαν τις ώρες, που έφυγαν για πάντα, που χαραμίστηκαν γιατί εσύ απλώς δεν τόλμησες ν’ ανοίξεις την πόρτα και να βγεις έξω να τις πραγματοποιήσεις. Επιθυμίες, που ντύθηκαν ντροπή και συστολή και τελικά πνίγηκαν μέσα στα «δεν πρέπει» και «τι θα πει η διπλανή». Λαχτάρες… που ξεγυμνώθηκαν πια ρυτιδιασμένες και κρύφτηκαν πίσω από τα φθαρμένα νυχτικά που σιχαίνεσαι να φορέσεις, που αν μπορούσες θα τα πετούσες όλα στα σκουπίδια… δώρο απρόσμενο στον κουρασμένο σκουπιδιάρη, που μετράει τις ώρες για να φύγει από τη μπόχα της ίδιας της ζωής.
Μαράθηκε η ζωή… μαράθηκε το χαμόγελο… μαράθηκε και η φωνή που σου έλεγε είσαι ακόμα όμορφη πολύ και τότε άνοιξα τα μάτια και συνειδητοποίησα πως όντως είμαι μια ανόητη που έχει ξεχάσει ποια είναι τα σημαντικά στη ζωή…
Σας ευχαριστώ… μα απ’ ότι φαίνεται μου είναι αδύνατο να συνεργαστώ. Έχω στο σπίτι έναν καλό καλό γεράκο που κάθε πρωί μου λέει «Σ’ αγαπώ», που κάθε μεσημέρι μ’ ευχαριστεί για το πιάτο το ζεστό, που το απόγευμα με ρωτάει αν θέλω να πάω βόλτα για παγωτό και το βράδυ μ’ αγκαλιάζει τρυφερά και μου ψιθυρίζει… «Ας πεθάνω τώρα που ακόμη σε κρατώ!».
Μαρία Σταυρίδου
[Την εικόνα που συνοδεύει το κείμενο δημιούργησε ο εικονογράφος Αλκέτας Λεοννάτος (Al-Leon24)]
Μαρία Σταυρίδου
Η Μαρία Σταυρίδου γεννήθηκε, σπούδασε και εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ από πολύ μικρή ηλικία, ασχολήθηκε με την καταγραφή των σκέψεων της στο χαρτί. Εργάσθηκε με επιτυχία σαν στέλεχος επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα ασχολείται με τη συγγραφή βιβλίων (μυθιστορήματα – ποιητικές συλλογές – παραμύθια για «μεγάλα» και μικρά παιδιά). Μάχιμη αρθρογράφος και μέλος σε δεκάδες Λογοτεχνικές Ομάδες στο διαδίκτυο. Άρθρα και ποιήματα της έχουν αναρτηθεί σε διαδικτυακά Περιοδικά, Λογοτεχνικά ανθολόγια ποίησης και Ημερολόγια. Ασχολείται ακόμη με τον σχεδιασμό κοσμημάτων.
To 2022 εκδίδει το πρώτο της μυθιστόρημα «Σάρκα και ψυχή» 668 σελ. (ISBN:978-618-00-3440-0) και συνεχίζει με τα:«Θολά είδωλα» και την πρώτη ποιητική της συλλογή «ΦΟΡΜΙΓΓΑ».
Η Μαρία γράφει με την οπτική και αθωότητα έφηβης, με την ικανότητα να πηγαινοέρχεται από την ουτοπία στον ρεαλισμό με μεγάλη ευκολία και δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να νιώσει συναισθήματα που τα έχει ξεχάσει.