Χρόνος ανάγνωσης περίπου:13 λεπτά

Πολυτεχνείο 1973 – Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου της Ιωάννας Καρυστιάνη



Ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Όλη νύχτα εδώ – Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου» σε επιμέλεια και εισαγωγή του Ιάσωνα Χανδρινού, Αθήνα 10/2019, Καστανιώτης, ΙSBN 9789600368321. Το βιβλίο περιλαμβάνει ογδόντα τέσσερις μαρτυρίες-συνεντεύξεις από ανθρώπους που συμμετείχαν στον ηρωικό ξεσηκωμό του Νοέμβρη 1973. Μαρτυρίες από γυναίκες και άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνδικαλιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, μέλη παράνομων οργανώσεων, μαθητές, εργάτες, διαδηλωτές που τραυματίστηκαν από σφαίρες, αυτόπτες μάρτυρες και στρατιωτικούς.

Παρουσιάζουμε την αφήγηση της Ιωάννας Καρυστιάνη, φοιτήτριας τότε της Νομικής και μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ και της ΚΝΕ.

Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στις 8/9/1952 στα Χανιά της Κρήτης από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε Νομικά. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με το σκίτσο και την εικονογράφηση. Δούλεψε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», στα περιοδικά «Τέταρτο», «Ένα», «Εικόνες», και σε ξένες εφημερίδες. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Μικρά Αγγλία» 1997, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1998, «Κουστούμι στο χώμα» 2000, Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού «Διαβάζω», 2001 και Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών, «Ο Άγιος της μοναξιάς» 2003, «Σουέλ» 2006, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2007, «Τα σακιά» 2010, Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού Διαβάζω 2011 και «Το φαράγγι» 2015. Επίσης τις συλλογές διηγημάτων «Η κυρία Κατάκη» 1995, «Καιρός σκεπτικός» 2011 και τις συλλογές σκίτσων «Με γκρι και γκρίζο» 1987 και «Ένα σκίτσο στο τσεπάκι» 1988. Είναι παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη.

ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ

1952, Χανιά Κρήτης, φοιτήτρια Νομικής, Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΝΕ
Ιλίσια, 5 Οκτωβρίου 2019
[02:13:09]

Ήμασταν παρθενικοί. Ακόμα και οι λιγοστοί που μπορεί να είχαν διαβάσει πολύ -και δεν ήμουν απ’ αυτούς- και να είχαν μελετήσει την ιστορία την πρόσφατη, του δικού μας του Εμφυλίου, των Μπολσεβίκων ή του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, ήταν παρθενικοί… Άλλο να διαβάζεις κι άλλο να δρας. Πολύ ψημένοι ήμασταν μόνο στο ρομαντισμό. Στο ρομαντισμό και στην ονειροπόληση. Μπορεί η διατύπωση που βάζω να είναι σημερινή, αλλά εγώ φανταζόμουν έναν κόσμο με ποιητική οικονομία, ποιητική πολιτική και ποιητική δικαιοσύνη. Αυτό επιθυμούσα. Σε οριακές στιγμές και οριακές εμπειρίες, τα συναισθήματα και το μυαλό δουλεύουνε ταυτόχρονα, πάρα πολύ έντονα, και κάνουνε περίεργους σπινθήρες και πολύ περίεργες εκρήξεις. Μπορεί αργότερα να σου φαίνεται ότι έχουν στοιχεία παραλόγου, ότι είναι φαιδρά. Όταν όμως το ’χεις νιώσει εκείνη τη στιγμή, δεν είναι φαιδρό. Σου δίνει νόημα. Νοηματοδοτεί τις στιγμές και την ύπαρξή σου όλη. Τα συναισθήματα καμιά φορά τα φιλοτεχνείς. Τα ανακαλείς για να τα «περιποιηθείς». Να τα στρώσεις. Να φτιάξεις τη δική σου συμμετοχή σε αυτά. Όταν τα ζεις, είναι τελείως διαφορετικό. Και είναι ανεπίστρεπτο. Δεν μπορείς να τα ανακαλέσεις. Διότι έχουν μεσολαβήσει χρόνια. Ξέρεις τις εξελίξεις, ξέρεις τι έγινε μεταπολιτευτικά, ξέρεις την ύβρι του πραξικοπήματος στην Κύπρο, ξέρεις ότι υπήρχαν πολλοί νεκροί. Και τότε το ζούσαμε, αλλά δεν ξέραμε τίποτα. Δεν ξέραμε καν αν ο νεκρός που βλέπαμε στο φορείο ήταν ο σύντροφός μας ή ο συγκάτοικός μας, που τον είχαμε χάσει μέσα στο πλήθος στο Πολυτεχνείο.

Το στοιχείο του αντιιμπεριαλισμού ήταν πάρα πολύ έντονο. Από το γεγονός και μόνο ότι ακούγαμε ξένους σταθμούς ή διαβάζαμε ξένα βιβλία στη ζούλα. Μια φορά, μαλιστα, κάποιοι μου ’χανε δώσει να μεταφράσω ένα βιβλίο για τους Τουπαμάρος από τα γαλλικά. Θυμάμαι, ας πούμε, έντονα να κουβεντιάζουμε με σπαραγμό με τα παιδιά για τα αμερικανικά Β-52 που βομβαρδίζανε τον 40ό παράλληλο στο Βιετνάμ. Θυμάμαι να κουβεντιάζουμε για τη Χιλή. Η καρδιά μας ήταν ανοιχτή. Δεν ήμασταν στραμμένοι μόνο στο δράμα το δικό μας. Είχαμε φορτωθεί, αν θέλεις, συναισθηματικά, και την ήττα του Εμφυλίου, χωρίς βέβαια να ξέρουμε λεπτομέρειες, μόνο κάτι ημερομηνίες και ονόματα…

Θυμάμαι, λοιπόν, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε -παιδιά ήμασταν-, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ίσως επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά […]. Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Έχω την εντύπωση ότι ήτανε αδύνατον να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να καθίσω στ’ αυγά μου, κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ήταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία. «Κυλώνειον Άγος». Και όσον αφορά τη λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση»: Αν ο πυρήνας ενός καθεστώτος είναι νοσηρός και άρρωστος, δεν σηκώνει καμία φιλελευθεροποίηση και καμία «αισθητικοποίηση». Αυτό ήταν απόλυτο. Οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε ότι συγχωρείς τη Δικτατορία για τα μέχρι τότε, ότι προσαρμόζεσαι. Και ναι μεν η προσαρμοστικότητα πολλές φορές είναι αναγκαία -οφείλεις να μετρήσεις τα πραγματα, ποιο θα είναι πιο επώδυνο για τους ανθρώπους που αγαπάς-, αλλά υπάρχει ένα όριο: Όχι σε Χούντα. Και εκεί θα ήταν η απόλυτη ξεφτίλα πια.

Θυμάμαι ότι την τελευταία στιγμή ήμασταν μπροστά στην πύλη. Είναι το τανκ έξω κι εμείς έχουμε πάρει αυτή την απόφαση, να ζητήσουμε να έρθουν το πρωί εκπρόσωποι των πρεσβειών, της Αρχιεπισκοπής – κάπως έτσι. Θέλουμε να το διαπραγματευτούμε. Και προτείνω να πάω εγώ για τη διαπραγμάτευση. Οπότε λέει ο Λαλιώτης που ήταν δίπλα: «Όχι, η Ιωάννα είναι κόκκινο πανί». Κι όπως το λέει αυτό, ύστερα από λίγο, μπήκε το τανκ μέσα. Θυμάμαι ότι στην πρώτη Συντονιστική ήμουνα εγώ από την Αντι-ΕΦΕΕ, απ’ τη Νομική. Μετά, κάποια στιγμή είχα λιποθυμήσει από νικοτινίαση (δεν είχα φάει και τίποτα) και, όταν συνήλθα, έμαθα ότι ήταν ο Χρύσανθος ο Λαζαρίδης, αλλά δεν ήταν κάτι που με πείραξε. Το αποφάσισε η οργάνωση. Θυμάμαι την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα το μεσημέρι να μεταφέρω εγώ το διορισμό της Δαμανάκη από τη Συντονιστική ως εκφωνήτριας. Δεν είχαμε, όμως, σφραγίδα, και βρέθηκε ένα καρεκλοπόδαρο που το βουτήξαμε στο μελάνι, σφραγίσαμε το έγγραφο και ανέλαβε η Μαρία εκφωνήτρια στο σταθμό. Νομίζω –δεν το θυμάμαι καλά– πως ήταν απόφαση της Συντονιστικής. Όπως θυμάμαι και τον Γιώργο τον Φιλιππάκη υπεύθυνο περιφρούρησης.

Σε σχέση με τη διακύμανση των συναισθημάτων, που με ρώτησες, πιστεύω ότι ήταν όλη η γκάμα. Στις οριακές στιγμές όλα κινούνται σύγκορμα και σύψυχα. Και φόβος. Και πίστη. Και θάρρος. Και αναστολές, Και καχυποψία. Και οραματισμός. Και ευθύνες. Είναι πολύ πλούσια τα συναισθήματα και πολλές φορές αντικρουόμενα. Αλλά κατέληγαν σ’ ένα «διά ταύτα»: ότι εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να φύγουμε από κει μέσα. Παίρναμε στις πλάτες μας μεγάλη ευθύνη. Και μάλιστα, δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψεις αυτό, αλλά φανταζόμασταν ότι τις κορυφαίες και κρίσιμες ώρες της τελευταίας μέρας θα ’ρχονταν για συμπαράσταση γύρω απ’ το Πολυτεχνείο οι γονείς και οι θείοι των παιδιών, και αντί για αυτούς, είχαν έρθει τα δεκαπεντάχρονα, οι μαθητές… Είχα το μυαλό μου σ’ αυτά τα παιδιά… Τους μίλαγα, τα είχα από κοντά. Όταν μπήκε το τανκ μέσα, το πρώτο πράμα που έκανα (και δεν ήμουνα μόνη μου, αλλά δεν θυμάμαι ποιος άλλος ήταν μαζί μου) ήταν να τρέξω πίσω στο αμφιθέατρο Γκίνη, όπου ήταν πολλοί μαθητές, να φροντίσουμε για τα πιτσιρίκια, πώς θα φύγουνε… Όταν είσαι 20 χρόνων και ο άλλος είναι 15, νιώθεις υπεύθυνος. Να σου πω κάτι; Με τα χρόνια, πολλοί φυράναμε και χαλάσαμε. Τον Δεκέμβριο του ’08, που δολοφονήθηκε ο Γρηγορόπουλος, ξεσπάσαν τα παιδιά. Ακόμα κι αυτά που ήταν από εύπορες οικογένειες κι από ιδιωτικά σχολεία, του Μωραΐτη, ας πούμε. Οπότε γιατί ντε και καλά να πιστεύουμε ότι τα παιδιά τα «θερμαίνει» η προοπτική μιας ευζωίας και μόνο; Ότι δεν γυρεύουνε κάτι παραπάνω; Γιατί το παιδί των 15 και των 16 χρόνων να μην ονειρεύεται έναν κόσμο αλλιώτικο, πιο δίκαιο, πιο «καβλωτικό»; Γιατί να πιστεύουμε ότι του αναλογεί να ονειρεύεται μόνο μια Πόρσε ή μια θέση στο διοικητικό συμβούλιο μιας τράπεζας ή μιας πολυεθνικής επιχείρησης; Αλλά δεν μας βολεύουν η ανυποκρισία και η τόλμη, που έχουν τα νιάτα. Έρχονται σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες ηλικίες που έχουν εμπειρίες πολλαπλών συμβιβασμών και είναι σα να μην αντέχουν, να μην αντέχουμε πια τη φλόγα.

Αυτό που δεν θυμάμαι είναι να κλαίνε άνθρωποι. Ούτε θυμάμαι να σου πω για τους ΛΟΚατζήδες. Αυτό που θυμάμαι είναι άτι την κοπανήσαμε από τη Στουρνάρη. Δεν μπορώ να πω ότι βγήκα από τους πρώτους, μάλλον προς το τέλος -πρέπει να πέρασα πάνω από σίδερα-, και βέβαια, μας λιανίσαν εκεί διάφοροι μπάτσοι και παρακρατικοί… Και τότε άνοιξε μια πόρτα πολυκατοικίας στη Στουρνάρη και -τον θυμάμαι τον αριθμό- ήμασταν είκοσι δύο παιδιά, καθισμένα σε ένα χαλί. Νύχτα. Μας είχε ανοίξει μια γυναίκα που ζούσε μόνη της και που τότε μου φάνηκε γιαγιά, 60 χρόνων πρέπει να ’τανε. Ήμασταν μαζί με τον Γιώργο τον Μαθιανάκη και κάτι άλλα παιδιά με ανοιγμένα κεφάλια… θυμάμαι ότι διακόσιες δραχμές που είχα πάνω μου τις μοιραστήκαμε για ναύλα. Το πρωί πρώτα κατέβηκε η γυναίκα -πολύ γενναία γυναίκα- να κόψει κίνηση στο τετράγωνο, να ακούσει τους ήχους της πόλης, κι αυτή μάς είπε: «Φύγετε σιγά σιγά». Φύγαμε ένας ένας, όπως καταλαβαίνεις, κι εγώ πήγα με τα πόδια στου Ζωγράφου. Δεν θυμάμαι αν συνάντησα αστυνομικούς ή στρατιώτες, ή αν είδα τανκς. Είχα τέτοιο φόβο, που δεν έβλεπα μπροστά μου. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι ακόμα -θα ’ταν 10:00-11:00 το πρωί- δεν έχουμε εικόνα του τι έχει συμβεί. Από πού να πάρουμε πληροφορίες; Ξέραμε τι γίνονταν οι σύντροφοί μας εκείνο το πρωί; Ξέραμε αν οι νεκροί ήταν τριάντα ή τριακόσιοι ή πεντακόσιοι; Αυτή ήταν η μεγάλη αγωνία του να μην ξέρεις πού βρίσκεσαι και τι γίνεται.

Όσοι ανοίγαν τα σπίτια τους στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ γύρω γύρω για να σώσουν τα παιδιά ρισκάριζαν όσο κι αυτοί που έκρυβαν Εβραίους στην Κατοχή. Ρισκάριζαν γιατί, όπως κι εμείς, δεν ήξεραν το ξημέρωμα τι θα ’φερνε. Δεν ξέρανε πόσο θα κρατούσε η Δικτατορία. (Παρεμπιπτόντως, κι εμείς είχαμε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ότι η Δικτατορία μπορεί να κρατούσε τριάντα χρόνια, σαν του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία και του Φράνκο στην Ισπανία.) Δεν ξέρανε πόσο στρατοκρατούμενη θα ήταν το επόμενο πρωί η Αθήνα και αν 0α μπορούσαν να φύγουν τα παιδιά τους απ’ αυτά τα σπίτια. Ούτε ξέρανε αν ο στρατός άρχιζε να χτυπάει ή και να σπάει πόρτες και να πιάνει τις γυναίκες των 60 ετών, τους δημοσίους υπαλλήλους και κάτι οικογενειάρχες οι οποίοι είχαν ανοίξει τα σπίτια τους οι άνθρωποι και μας είχανε βοηθήσει εκείνο το βράδυ. Πάρα πολλά σπίτια άνοιξαν, και μόνο για αυτόν το λόγο -και την ιστορία του Πολυτεχνείου- θα ’πρεπε τα Εξάρχεια να μην τα πιάνουν στο στόμα τους τόσο εύκολα κάποιοι που βάζουν άλλοθι για να αφυδατώσουν τη σημασία και την ιστορία της συνοικίας.

Μετά κρυβόμουνα. Ήμουνα με τον Άλκη τον Παπαδήμα, τον Γιώργο τον Καραγιάννη για ένα διάστημα και τον Παναγιώτη τον Λαφαζάνη για ένα διάστημα. Νομίζω, άλλαξα τέσσερα σπίτια στην παρανομία. Το πρώτο ήταν του Αργύρη του Γκόγκου, μια γκαρσονιέρα στου Ζωγράφου. Το δεύτερο ήταν ένα πίσω απ’ την ταβέρνα «Σκαλάκια» στα Ιλίσια, όπου μαθαίναμε για συλλήψεις, συλλήψεις, συλλήψεις και ήτανε φριχτή η κατάσταση. Και το τρίτο που έγινε μια μετακίνηση, που εγώ ήμουνα πολύ καλά μεταμφιεσμένη (είχα μια ξανθιά περούκα), αλλά ο Άλκης δεν ήταν καθόλου καλά μεταμφιεσμένος -ήταν ακριβώς όπως ήταν, με τα μουστάκια και τα μαλλιά-, ήταν στο υπόγειο της μοδίστρας Μαρίας Καραμέρη στου Ζωγράφου. Εμένα με βγάλαν μια φορά από κει γιατί είχα πάθει κάτι στους πνεύμονες, ένα είδος φυματίωσης, με στείλαν για ακτινογραφία. Θυμάμαι νύχτα σε ένα ιδιωτικό ιατρείο στην πλατεία Βικτωρίας. Μετά μας μετακομίσανε σ’ ένα διαμέρισμα που είχε φως -το τέταρτο κρησφύγετο, της οικογένειας Κομνηνού με τη δίχρονη κόρη τους Τατιάνα. Οι Κομνηνοί ξεσπιτώθηκαν. Μαρία Καραμέρη και Βούλα Κομνηνού ήταν αδερφές. Μια φορά είχανε φέρει μια Σουηδέζα δημοσιογράφο με δεμένα μάτια στο υπόγειο -νύχτα- και μας πήρε συνέντευξη, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, ίσως κάποιο μαγνητόφωνο. Γράφαμε ανταποκρίσεις για τη «Φωνή της Αλήθειας» και την Ντόιτσε Βέλε κι ερχόταν και τις έπαιρνε ο σύνδεσμος, ο σεμνός Βασίλης ο Κολώνιας, που μας έφερνε εφόδια, λίγα τρόφιμα και κυρίως φάρμακα από τη φαρμακαποθήκη όπου δούλευε ο Γιάννης Κομνηνός. Φάρμακα για όλες τις ασθένειες που δεν θα παθαίναμε ποτέ. Στην γκαρσονιέρα όπου κρυβόμασταν μαζί με τον Γιώργο τον Καραγιάννη είχαμε βάψει τα τζαμάκια μαύρα – και μόκο. Όλη τη μέρα σιωπή. Μια φορά ο Βασίλης μου ’φερε ένα μπουκέτο άγριες μαργαρίτες – ήταν άνοιξη. Οι οποίες μάθανε κι ανοίγανε τη νύχτα με το φως αναμμένο και τη μέρα κλείνανε γιατί είχαμε σκοτάδι να μη μας καταλάβουν οι γείτονες. Ποιοι ήταν αυτοί που μας κρύβανε; Απλοί, λαϊκοί άνθρωποι, καταπληκτικοί. Που δεν ζήτησαν ποτέ καμία αναγνώριση γι’ αυτό που έκαναν, και που δεν ξέρω αν τους φερθήκαμε και καλά, δηλαδή. Υπήρχανε πάρα πολλοί άνθρωποι που κάνανε τα αδύνατα δυνατά να βοηθήσουν παιδιά γιατί και μετά το Πολυτεχνείο και μετά το χτύπημα του Φλεβάρη ήταν εκατοντάδες παιδιά που ήταν καταζητούμενα […].

Όταν έπεσε η Χούντα, η ΚΝΕ με «ξεκλείδωσε» τρεις μέρες μετά. Όλη η Ελλάδα ήταν στους δρόμους κι εγώ ήμουν ακόμα κλειδωμένη. Και με το που βγήκα, παίρνω τηλέφωνο τους δικούς μου στην Κρήτη (τους πρώτους τρεις μήνες νόμιζαν ότι έχω πεθάνει) και μου λέει ο πατέρας μου ότι ο Χρήστος κι ο Δημητρός είναι στην επιστράτευση. Λέω: «Ο Κώστας:» (ο τρίτος μου αδερφός) «Δεν παίρνουν και τους τρεις από ’να σπίτι. Δεν μου είπε ότι ο αδερφός μου είχε χάσει το χέρι του σε εργατικό ατύχημα. Μετά έμαθα ότι οι ασφαλίτες ήταν κάθε μέρα στον «Ευαγγελισμό», όπου νοσηλευόταν επί τέσσερις μήνες, νομίζοντας ότι θα πάω να τον δω. Χρόνια μετά, η μάνα μου μου είπε ότι στο νοσοκομείο είχε εμφανιστεί ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος, ο δικηγόρος, και τους είχε αφήσει την κάρτα του σε περίπτωση που τον χρειαζόμασταν.

Στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, την πρώτη λαοθάλασσα που έβλεπα στη ζωή μου, έκλαιγα μέσα μου. Έλεγα ότι, αν το ένα τρίτο είχε έρθει εκείνη τη βραδιά, μπορεί να ήταν αλλιώς η εξέλιξη. Να ’χαμε λιγότερους νεκρούς, να ’χε πέσει η Χούντα και να ’χαμε γλιτώσει την Κύπρο, γεγονός που εγώ προσωπικά το συνδέω πάρα πολύ. Σημειωτέον ότι, ως «βλαχάκι» –Κρητικιά, επαρχιώτισσα– έκανα πολλή παρέα με τους Κύπριους συμφοιτητές, την Ελίζα Σαββίδη, τον Γιαννάκη Ομήρου, τον Γιώργο Τσαλακό, τον ποιητή Γιώργο Μοράρη και άλλους. Και είχα έναν πολύ μεγάλο πόνο για την Κύπρο. Και με πονάει που είναι ξεθυμασμένος ο πόνος για την Κύπρο. Αλλά αυτό σημαίνει Δικτατορία. Και μάλλον αυτό σημαίνει μακρόχρονη ανώμαλη πολιτική κατάσταση. Ο ελληνικός λαός ήταν καταπονημένος. Πέρα απ’ τον πόλεμο, ήταν ο Εμφύλιος, τριάντα χρόνια παρανομία, μετανάστευση, δυστυχία και φτώχεια, που μοιράστηκαν εξίσου στα αριστερά και στα δεξιά σπίτια… Και η Δικτατορία ήτανε το «δηλητηριώδες κερασάκι» σ’ αυτή την ιστορία. Πιστεύω ότι οι Έλληνες μέχρι τότε ήταν πεισμένοι ότι η ταυτότητα της χώρας ήταν «Ψωροκώσταινα». Φτώχεια, δυστυχία και ξενιτεμός. Αντιλήφθηκα ότι αυτό σημαίνει Χούντα: Να φοβάται ο κόσμος. Και αργότερα κατάλαβα πώς η Ιστορία προσμετράται και αθροίζεται κυριολεκτικά στο σβέρκο των ανθρώπων. Τα δεινά, η καταστολή, οι διώξεις πολλών δεκαετιών αθροίζονται και κάνουν πολλούς ανθρώπους να νιώθουν εξουθενωμένοι, φοβισμένοι και μουδιασμένοι.

Αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι στο Πολυτεχνείο νιώσαμε πλήρεις υπάρξεις. Δηλαδή, ακόμα κι εκείνοι που από τη φύση τους ή από τις συνθήκες της ζωής ένιωθαν ως πολύ μεγάλη απειλή τη μοναξιά εκείνες τις μέρες δεν τη νιώσανε ούτε δευτερόλεπτο. Και επειδή ήταν πολύ πυκνός ο χρόνος, υπήρχε αυτό το αντιφατικό στοιχείο: ταυτόχρονα μια ανείπωτη δυστυχία του να συνειδητοποιείς ότι οι στρατόκαβλοι μπορούν να δολοφονήσουν άοπλους μαθητές και σπουδαστές, κι από την άλλη, η απόκοσμη ευτυχία του να νιώθεις «ψυχή τε και σώματι» ελεύθερος μέσα σε συνθήκες Δικτατορίας. Ένα περίεργο πράγμα. Πιστεύω ότι αυτό έδινε δύναμη στα παιδιά. Και δεν νομίζω πως ήταν ένα συναίσθημα σπάνιο για τους ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί. Ερχότανε σαν βουητό. Βουητό που ξεπέρασε και τους μεμονωμένους φοιτητές που μπαίνανε μπροστά και τις παράνομες οργανώσεις. Έχοντας απέναντι τη Δικτατορία στην κρίσιμη στιγμή. Που δεν είναι πια συνεδριάζουμε ή πάμε σ’ ένα ταβερνάκι και κουβεντιάζουμε για κομματικές γραμμές ή για την ποίηση. Όταν είσαι «ενώπιος ενωπίω» με τη στυγνή, αποτρόπαιη Δικτατορία, τότε προκύπτει ενότητα. Η ανάγκη να είναι ο ένας με τον άλλο. Το σημείο που αποδεικνύεται ότι όχι μόνο είναι πολυτέλεια, αλλά και αισχρό να μπουν μπροστά οι διαφορές. Οι μέρες του Πολυτεχνείου ήταν οι μόνες ημέρες στη ζωή μου που ένιωσα πως είμαι καλός άνθρωπος. Στο μυθιστόρημά μου Τα σακιά γράφω στο τέλος για τη μάνα και τον γιο της, πως «για τρία λεπτά στη ζωή τους αισθάνθηκαν ότι δεν έφταιγαν για τίποτα», Αυτό ένιωσα κι εγώ στο Πολυτεχνείο, Εκεί ένιωσα καλός άνθρωπος. Βίωσα το συναίσθημα της αλληλεγγύης, της αυταπάρνησης, και άλλων λέξεων που έχουν αποσυρθεί από τη σημερινή ζωή.

Επιμέλεια: Διογένης ο Σινωπεύς


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:387