Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Του Σετέμπριου η ώρα | του Νίκου Λουκαδάκη


…ο ήλιος εποχώστηκε, κρύγιανε ο αέρας κι ήμοιαζε σαν απόβραδο το σταύρωμα τση μέρας…

Σκύβει με παραπόνεση τ΄ ολόγιομο φεγγάρι,
γλυκοφιλεί τον Αύγουστο, τον γέρο Καμινάρη
πού ‘καμε πάλι καλλονές, αυγές δροσουλιασμένες,
μέρες ηλιοπερίχυτες, νυχθιές γαληνεμένες
κι είχενε μες στη βούργια ντου -η- τσι χαρές πληθώρα,
μα δα μισεύγει κι έρχεται του Σετεμπριού η ώρα.

Η γης απού ‘ναι ολόξερη, στέκει κορυζασμένη,
μ’ ορθάνοιχτες τσ’ αγκάλες τση, τον Τρυγητή ΄νημένει,
που με τα νέφη ρέγεται να τρεζοπαιγνιδίζει,
να τα λαλεί στον ουρανό και να τωσε σφυρίζει,
να τα μαχώνει αργά-ταχιά και να τα ‘ποσφονιάζει,
για να ντακάρει σιγανά να ομορφοαμπρουλιάζει.

Πογδυμνωμένα τα δεντρά τσι κάψες βαρεθήκαν,
την ογρασά του Σετεμπριού εδά ενεριαστήκαν,
τινάξανε τσοι κλώνους τως, τσι ρίζες ξεστρουφίξαν,
τσι πρώτες στάλες τση βροχής, να πιούν ενεζητήξαν,
τση μάνας γης τ’ αστέρευτο το στήθος να βυζάξουν,
του αγριεμένου Γεναριού τα γιάτσα να βαστάξουν.

Κουρμούλες αποτρύγητες και βαροφορτωμένες,
τσι κόφτρες ανημένουνε τσι μαντηλοδεμένες,
να ‘ρθούνε με τσι κόφες τως, στα ξάμπελα να μπούνε,
να τσι γεμίσουν ξέχειλα, μ’ ό,τι σταφύλια βρούνε,
το πατητήρι να βαφτεί, ο μούστος να ποβράσει
κι ο νοικοκύρης του σπιθιού καλό κρασί να σάσει.

Στην τρούλα-τρούλα τση ρογδιάς στέκεται μεστωμένο
το ρόγδι το χιλιόκαρπο και το μπεγεντισμένο,
απου το καλορέγονται τα έχνη όντε το δούνε
και τα πουλιά σιμώνουνε και το γλυκοτσιμπούνε.
Κεραστικό ‘ναι διαλεχτό, ξαρέσκι και ξαθέρι
και τση καλόπιοτης ρακής το πιο ακριβό τζη ταίρι.

Στη μέσα μπάντα τ’ ουρανού νέφαλα μαζωχτήκαν
σιγά-σιγά βαρύνανε και μαύρα εγενήκαν,
ο ήλιος εποχώστηκε, κρύγιανε ο αέρας
κι ήμοιαζε σαν απόβραδο το σταύρωμα τση μέρας.
Εις στην αρχή επέσανε μονάχα δυο ψιχάλες
κι εφάνηκε πως ήκοψε και δεν θα ρίξει άλλες,
μα ο βοριάς εμάνισε κι ήρχιξε να μουγκρίζει,
εκούστηκε από μακριά τάξε πως μπουμπουνίζει,
στάλες χοντρές επέσανε κι εντάκαρε να βρέχει
κι εδά, η γη, τη μυρωδιά του φθινοπώρου έχει.
Όσα τριγύρω γράθηκαν, όλα αλλάξαν χρώμα
κι ήβγαλε αναστεναγμό το διψασμένο χώμα.

Νίκος Λουκαδάκης


[Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι του Νίκου Νικολάου, AFIAP]


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:383