Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου | της Τασούλας Κεφαλέλη


Προς την Κρυσταλλοπηγή. Δώσαμε σκληρές μάχες. Εκεί πέσανε πολλά παλικάρια. Εμείς πιάσαμε την οροσειρά και είχαμε οχυρωθεί καλά, με τέλεια χαρακώματα. Εγώ και ο Ερμής απ’ την αριστερή πλευρά απ’ τα υψώματα όπου είχαμε στήσει ένα πρόχειρο πολυβολείο μπορούσαμε και ελέγχαμε απέναντι τις δυνάμεις του εχθρού. Οι μέρες ήταν δύσκολες. Εμείς δεν μπορούσαμε να κινηθούμε καθόλου την ημέρα. Την περνούσαμε μόνο με κανένα τενεκεδάκι με τον καφέ, που μας τον έφερναν πριν ξημερώσει για να μην κάνουμε άσκοπες και επικίνδυνες κινήσεις. Εκείνο που μας παρηγορούσε ήταν πως και οι φαντάροι είχαν δυσκολίες. Όχι, βέβαια, από φαγητό, αλλά οι ψείρες δεν τους χαρίζονταν. Μας χώριζε μόνο μία χαράδρα και τους έβλεπα πως ξεψειρίζονταν κι αυτοί μες στον καυτό ήλιο. Μπροστά μας ήταν πάλι χαράδρα και μας χώριζε αυτή τη φορά με ένα εχθρικό πολυβολείο. Αυτοί φαινόντουσαν πιο ευγενικοί, κάνανε και καμιά συζήτηση μαζί μας. Κάπου κάπου τραβούσαν και καμιά ριπή την ημέρα ίσως έτσι, για να μη μας πάρει ο ύπνος. Ενώ το βραδάκι μιλούσαν πιο δυνατά ίσως γιατί ακουγόντουσαν πιο καλά τη νύχτα. Τους ακούγαμε να λένε μεταξύ τους: «Ε, σταμάτα μη βάζεις… τώρα θα βγουν οι συναγωνίστριες απ’ τα χαρακώματα για κατούρημα και για ξεμούδιασμα…» και γελούσαν ορεξάτοι για τα καλαμπούρια τους. Μια φορά έφυγε ο σύνδεσμος από μας και πήγαινε για άλλη ομάδα. Αν και περάσανε πολλά χρόνια ακόμη βλέπω μπροστά μου το Ζήση να πηδά λες και έπαιζε με το σκοινάκι. Τον βάλανε λοιπόν ίσως για διασκέδαση και ρίχνανε τις σφαίρες τόσο χαμηλά που σίγουρα αν ήθελαν να τον σκοτώσουν θα τον σκότωναν. Αυτοί όμως ρίχνανε τις σφαίρες ψηλά και ο Ζήσης μόνο που άκουγε πηδούσε και μιλούσε σα να έπαιζε θέατρο. Έδινε παράσταση και στις δύο παρατάξεις. Το καλό ήταν ότι δεν έπαθε τίποτα.

Την άλλη μέρα γύριζε ο γαλατάς πάνω απ’ τα χαρακώματά μας. Στην πρώτη στροφή δε μας ενοχλούσε. Στη δεύτερη όμως έριξε ό,τι είχε λες και μας πήρε για στόχο. Μπόρεσε και πήρε μόνο από μπροστά μας τις πέτρες και μας ήρθε κάπως πλάγια όπως ήμασταν φάτσα στην κατηφόρα.

Μια άλλη μέρα φαίνεται τους έπιασαν τα μεράκια πάλι για τρεχάματα και μας επιτέθηκαν απ’ τη δεξιά μεριά και μπήκαν στα χαρακώματά μας. Ευτυχώς πρόλαβε ο επίτροπος διμοιρίας και μας ειδοποίησε να φύγουμε. Αρπάξαμε το οπλοπολυβόλο και με λίγες ταινίες τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τι μπορούσαμε να πάρουμε εκείνη τη στιγμή; Τα κασόνια μας μείνανε με τις σφαίρες εκεί στον τόπο τους. Εμείς δε βλέπαμε προς το χαράκωμα, αλλά στην απέναντι πλευρά και αυτό μας ερχότανε πισώπλατα. Μόλις προλάβαμε και πήραμε την κατηφόρα αυτοί φτάσανε στο πολυβολείο μας. Ω, πόσο τρομερό είναι να πέσεις αιχμάλωτος χωρίς να ξέρεις τι σου γίνεται! Πώς σπάσανε; Τι έγινε; Ατελείωτες ερωτήσεις. Αυτό που ξέρω είναι πως γλιτώσαμε μες απ’ τα χέρια τους, ευτυχώς που δεν τελείωναν οι κορυφές και πιάσαμε όλο και πιο ψηλά. Αλλά ώσπου να βγούμε εκεί πάνω γινόταν του Κουτρούλη ο γάμος, που λέγαμε. Σε μια ώρα μέσα άραγε πόσο σίδερο να ‘χει πέσει; Όσοι άκουγαν από μακριά ίσως να ’λεγαν πως δε θα έχει μείνει ψυχή! Αλλά σε μας τα παλικάρια ούτε μύτη δε μάτωσε. Βάζανε και βάζανε μέσα στη χαράδρα κι εμείς είχαμε κιόλας την κορυφή στα χέρια μας. Μόνος ο επίτροπος Αρκάδιος πιάστηκε στη χαράδρα και δεν πρόλαβε να βγει μαζί μας. Εμείς τον είχαμε ξεγράψει ύστερα από μια ώρα βάρβαρου βομβαρδισμού με το πυροβολικό. Όταν όμως ησυχάσανε τα πάντα μας ήρθε γερός γερός χωρίς να τον γρατζουνίζουν ούτε οι πέτρες που έπεφταν. Αφού ησυχάσανε όλα και δε μας ξαναεπιτέθηκαν τα παιδιά άρχισαν να μαζεύουν ξερόφυλλα για να τυλίξουν το πολυπόθητο τσιγαράκι. Βγήκαν ψιλά ψιλά γιατί δεν είχαν φωτιά. Αποφάσισαν με τη σφαίρα να λύσουν το πρόβλημα. Τη χτύπησαν και πήρε φωτιά αμέσως. Σε δευτερόλεπτα κόλλησε το χέρι ενός συναγωνιστή και άρχισε να χτυπά τα χέρια του και να φωνάζει αδιάκοπα. Φαίνεται πως κόλλησε το μπαρούτι στα δάχτυλά του. Εμείς τι το ήθελες! Γελούσαμε αντί να τον βοηθήσουμε και μας ταίριαζε πολύ το παιδικίστικο μυαλό. Αυτός πρέπει να ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Ο Γίγας μάλλον τον περιεργαζόταν για το επόμενο «θέατρο». Αφού γλίτωσε ο άνθρωπος απ’ τη φωτιά και ας έκαψε τα δάχτυλά του σε λίγο τον πήρε και ο ύπνος. Έτσι όπως ξάπλωσε με την κοιλιά προς τα πάνω ήταν τόσο αστείος, μαυρισμένος απ’ τις σκόνες και τον ήλιο, από την πολυήμερη βρώμα και από πάνω μελαχρινός απ’ τη φύση του. Φαντάζεστε πώς έδειχνε! Δεν καλοκοιμήθηκε ο άνθρωπος και πάλι ο Γίγας τον χτύπησε με τα δάχτυλα στη φουσκωμένη κοιλιά του σα να ‘ταν πιάνο και του τραγουδούσε «τουμπερτά τουμπερτά». Πού βρήκε τέτοιο τραγούδι ποιος τον ξέρει. Πέρασε το κακό. Τους είχε φύγει η όρεξη και για κάπνισμα και τελικά ησυχάσανε.

Την άλλη μέρα είχαμε ξανά περιπέτεια. Ήταν μία ή δύο η ώρα, ίσως και πιο νωρίς όταν ήρθε ο σύνδεσμος και μας είπε να ετοιμαστούμε όσο το δυνατό πιο γρήγορα και να αφήσουμε ακόμη και τα πράγματά μας. Λες και ποιος ξέρει τι είχαμε. Είχαμε; Έτσι κοφτά αντηχούσε… μόνο τον οπλισμό σας και όταν δείτε από την απέναντι οροσειρά να προχωρούν, δηλαδή η διμοιρία, τότε και σεις από δω, γιατί είστε πιο κοντά, μαζί θα τους διώξετε. Λες και παίζαμε κρυφτό. Θα τους διώξουμε εμείς. Πραγματικά, η διμοιρία του Πράσα από το Γιαννούλι του Έβρου, προχωρούσε και αφού κόντευαν να φτάσουν στον εχθρό τότε μόνο άρχισε το πυροβολικό τους να πυροβολεί από όπου είχαν φύγει οι στρατιώτες. Κατηφορίσαμε κι εμείς και εκεί που τρέχαμε βγήκε μπροστά μας ο Θεός, όχι βέβαια αυτός που τον προσκυνάνε. Ήταν ο επιμελητής μας και έτσι τον λέγαμε, Θεό. Ερχόταν στην αντίθετη πλευρά, ποιος ξέρει από που. Ξετρύπωσε σα διάολος με το τσουβάλι άδειο στον ώμο του και το δίκοχό του στραβά, έτσι που οι μύτες ήταν προς τα αυτιά του. Μιλούσε μόνος του. Ποιος είχε καιρό να του μιλήσει, αφού όλοι τρέχαμε. Εκείνο που άκουσα μόνο ήταν να λέει στη γλώσσα του χωριού του: «πού πλαλάτε μαρή, κιαζίμ; Τί χαλεύουν γαμωτσ’ μασκαράδες κ’ δέρνονται μέρα μεσημέρι;». Λες και ο πόλεμος είχε ώρες προτίμησης. Να μη βρέχει και να ‘ναι δροσιά, όχι πολλή ζέστη και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο Πράσας έφτασε πιο μπροστά από μας ευχαριστημένος από τη μάχη γιατί έπιασαν τον εχθρό ακριβώς πάνω στην προετοιμασία του για επίθεση. Έβαζε το πυροβολικό του συνέχεια προς τις δικές μας θέσεις. Είναι να πάρει ο διάολος όταν πάθεις αιφνιδιασμό στον πανικό. Έτρεχαν όπως όπως οι φαντάροι στην κατηφόρα. Άλλοι τους πετούσαν πέτρες, άλλοι σφαίρες και αυτοί όλο και τρέχανε. Αφού βγήκαμε κι εμείς απ’ τις θέσεις μας γίναμε πιο πολλοί. Ο Πράσας κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα και άρχισε να τραγουδά. Η φωνή του ήταν τόσο γλυκιά, τόσο μελωδική που ίσως να την ομόρφαιναν και τα λόγια του τραγουδιού:

Όνειρο είδα μάνα μου
Μολύβι να σφυρίζει
Απόσπασμα εκτελεστικό
Το σώμα να ξεσκίζει

Μην κλαις γλυκιά μανούλα μου
Μην κλαις και μη θρηνήσεις

Σ’ αφήνω τέσσερα παιδιά
Και μια γυναίκα, πέντε
Κι ξέχασε μανούλα μου
Το γιο σου το λεβέντη

Πώς μπορεί ο άνθρωπος ύστερα από τόση κούραση να συγκεντρώνει τόσες δυνάμεις και για το τραγούδι; Ίσως να ήταν η αφορμή που βρήκανε φαντάρο σκοτωμένο. Έγραφε γράμμα εκείνη τη στιγμή και δεν πρόλαβε να το στείλει… Μα σαν προλάβαινε και το ‘στελνε και το ‘παιρναν οι δικοί του θα χαιρόντουσαν και ας μην ζούσε ύστερα από πέντε ή δέκα λεπτά. Το γράμμα του φαντάρου, του σκοτωμένου, έγραφε: «Γρήγορα θα ‘μαι κοντά σας. Τελειώνουμε με τους κατσαπλιάδες. Έχουμε ακόμα ένα ύψωμα και θα τελειώσουμε». Άραγε το ‘γραφε για να τους παρηγορήσει ή έτσι και το πίστευε; Κρίμα! Ο πόλεμος είναι παράξενος. Είναι ο χάρος της ανθρωπότητας. Δεν προλαβαίνεις καμιά φορά να κάνεις και το τελευταίο βήμα που μένει για να σωθείς και τσαφ σε σταματά ο χάρος. Έτσι τελείωσε η μάχη, με το τραγούδι του Πράσα. Δεν είχαμε θύματα.

Δεν πρόλαβαν οι φαντάροι να συνέλθουν για να βάλουν εναντίον μας. Φαίνεται πως τους απασχολούσε πως θα φύγουν πιο γρήγορα. Πόσο ωραία είναι η ζωή! Όμως αξίζει να θυσιάζεσαι προς όφελος του λαού, όχι προς όφελος των ξένων συμφερόντων.

Τασούλα Κεφαλέλη


Απόσπασμα από το βιβλίο «Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου – από το Τρίγωνο του Έβρου μέχρι το Γράμμο – Βίτσι» της Τασούλας Κεφαλέλη


Τασούλα Κεφαλέλη

Η Τασούλα Κεφαλέλη, γεννήθηκε το 1931 στο χωριό Ελιά του Έβρου. Δυναμική μαχήτρια Ανθυπολοχαγός του Δ.Σ.Ε., Πολιτική Πρόσφυγας στη συνέχεια στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας, επαναπατρίστηκε το 1988 και πέθανε ξαφνικά το 2000. Πρόλαβε να αποτυπώσει μια απλή αλλά συνταρακτική καταγραφή της πολυτάραχης ζωής της, στο βιβλίο «Μια πεζοπορία της ζωής και του πολέμου από το Τρίγωνο του Έβρου μέχρι το Γράμμο – Βίτσι».

«Από πολύ μικρή μπήκα στις δυσκολίες της ζωής ως όλα τα παιδιά των αγροτών. Πρώτα μου δώσανε τη βέργα για να βόσκω τα ζώα, στα οκτώ την τσάπα – σκαλιστήρι, μετά και το δρεπάνι. Ηρθε η επιστράτευση με πολλές λαχτάρες και αγωνίες, βοηθούσα με όλες τις παιδικές μου δυνάμεις στη μάχη του Σπηλαίου – ήμουν πάνω στην εξέδρα λέγοντας ένα ποίημα για να μη φύγει το ακροατήριο, ενώ οι Γερμανοί ορμούσαν για να μας διαλύσουν. Κάθισα μέρες ολόκληρες πάνω στα πράσινα ξύλα για να μη βρούνε οι Γερμανοί τα τρόφιμα. Μικρή έμαθα να πλέκω πουλόβερ για τον ΕΛΑΣ. Ήρθε ο εμφύλιος και μας βρήκε πιο μεγάλους, γεμάτους όνειρα. Πέρασα όλη τη φρίκη του εμφύλιου από το Τρίγωνο Έβρου μέχρι το Γράμμο. Τραυματίστηκα δύο φορές, πέρασα βουνά με χιόνια, ποτάμια με νερό, κουβάλησα σφαίρες, πείνα, δίψα, ψείρες. Λαχτάρες πολλές και ό,τι δεν μπορεί να βάλει ο νους. Είδα νεκρούς, κοιμήθηκα δίπλα τους. Ύστερα απ’ όλα αυτά έφτασα στη Ρουμανία το 1949, δούλεψα μέχρι εκεί που μου επέτρεψαν οι δυνάμεις μου, 21 χρόνια και μετά στη σύνταξη. Το 1988 ήρθα στην πατρίδα».

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:77