Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Στη μάνα (το τελευταίο γράμμα) | της Άννας Τακάκη


Σκεφτόμουνα μέρες πολλές να σου γράψω, μάνα, όπως παλιά, τότε που έφευγα από κοντά σου, έφηβη ακόμη. Θυμάσαι τα πρώτα μας γράμματα; Ήταν στο συρτάρι κάπου φυλαγμένα…δεν τα είδα πρόσφατα, τι έγιναν; Πέρασαν χρόνια από τότε, πολλά χρόνια, κι εσύ γέρασες μάνα μου…κι εγώ γερνώ κι όλοι μας γερνούμε… Ερχόμαστε, φεύγομε, δανεικός είναι ο κόσμος, τίποτε δεν μας ανήκει, τίποτε! Σκέφτηκα να σου γράψω, μάνα μου, αυτά τα λόγια της καρδιάς μου, όσο είσαι ακόμη στη ζωή και νιώθεις κι αναπνέεις. Συνήθως τα λόγια τα πολλά λέγονται για τους εκλιπόντες, που το κενό είναι μεγάλο και βαθύ και οι θύμησες έρχονται βροχή.

Θύμησες! και τι να πρωτοθυμηθώ, μάνα μου; Τα πρώτα μου αμάλαγα χρόνια, που μικρό κι αδύναμο κοριτσάκι σε κράταγα από την κούδα, μην τυχόν και σε χάσω; Που έτρεχα στη σκάφη μαζί σου, στην παραστιά μαζί σου, στο αλώνι, στο αμπέλι, στο κηπούλι ή στο βουνό, κι αυτή η κούδα, του φουστανιού σου η άκρη, όλο και ξεμάκραινε με το τράβηγμα που της έκανα; Κι εσύ να μου λες κάπως θυμωμένα: άσε μου, μπλιο, την κούδα! Πού να καταλάβω, μάνα μου, πώς είχες τόσες δουλειές, είχες έγνοιες, βάσανα, φροντίδες πολλές, πού να το καταλάβω; Έπρεπε να μεγαλώσω, να μπω στη ζωή, να γενώ κι εγώ μάνα.
Τι να πρωτοθυμηθώ γλυκιά μου μάνα; Τα νανουρίσματά σου στο κρεβατάκι μου; Ήμουν τεσσάρων χρονών κι ακόμη με νανούριζες. «Κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προυκιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα χρυσαφικά σου». Ακόμη θυμάμαι εκείνο το τραγούδι σου, τη μελαγχολική γλυκιά φωνή σου. Συγνώμη, μάνα μου, μα εγώ δεν το νανούρισα το παιδί μου, γιατί είχα έτοιμη την κασέτα με τα τραγούδια, μόνο πως δεν ήταν από τα χείλια μου, δεν ήταν από την ψυχή μου!

Τι να πρωτοθυμηθώ, μανούλα μου; Τα παραμύθια σου που μου τα’λεγες χωρίς να τα διαβάζεις; Τα βράδια ξάνοιγες τ’αστέρια, καθισμένη εκεί στο περβάζι της αυλής μας. Θυμάμαι, με είχες αγκαλιά και μου ’λεγες για την Πούλια και τον Αυγερινό, για τη ρόδα το φεγγάρι, για τον άνθρωπο που κάθονταν πάνω στο βράχο του φεγγαριού και μου τον έδειχνες με το δάκτυλό σου.

Μου ’λεγες πως έχει κι εκεί πάνω βουνά και κάμπους κι ανθρώπους, ενώ δεν είχε πατήσει ακόμη ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Μου ’δειχνες τα σημάδια να το πιστέψω κι εγώ το πίστευα, κι εγώ τον έβλεπα εκεί πάνω τον άνθρωπο…και μου άρεσε, πόσο στ’αλήθεια μου άρεσε! Έλεγα κι εγώ παραμύθια στο παιδί μου, μόνο πως τα διάβαζα. Εγώ τα βρήκα έτοιμα τα παραμύθια, μάνα. Μα δεν ήταν από την ψυχή μου κι ούτε από τη φαντασία μου ήταν.
Τι να πρωτοθυμηθώ; Τις ζόγιες με τη μουσταλευριά, που μου έκανες κάθε Σεπτέμβρη, τα κιοφτέρια, το γλυκό σταφύλι σου, το γλυκό κυδώνι σου, τα κουλουράκια που έψηνες στον ξυλόφουρνο και μύριζε όλη η γειτονιά; Τα νόστιμα φαγητά σου, το προζυμένιο ψωμί, τη νοικοκεραδοσύνη σου, την προκοπή σου; Τα τραπέζια, που έκανες σε συγγενείς και φίλους, το στολισμένο σπίτι μας στη γιορτή του πατέρα; Το θυμάμαι ακόμη εκείνο το μεταξωτό τραπεζομάντηλο με τα κρόσσια που έστρωνες το τραπέζι μας κάθε γιορτή και τις φαντές πατανίες με τα κούμαρα στα ντιβάνια μας. Εκείνα τα πολύχρωμα, φουντωτά κούμαρα, ήταν τα παιχνίδια μου! Που και που ξήλωνα κανένα στα κρυφά και το έπαιζα. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τα βιολιά και τις κιθάρες, τις μαντινιάδες, τα γελαστά πρόσωπα των ανθρώπων του χωριού που έρχονταν με όργανα και τραγούδια να μας ευχηθούν, γιορτάδες μέρες, κι εσύ να τους καλοδέχεσαι, να τους προσφέρεις ό,τι καλό είχαν φτιάξει τα πολύτιμα χέρια σου;

Τα χέρια σου τα πολυδουλεμένα, μέσα κι όξω από το σπίτι, αχ, και τι να πρωτοθυμηθώ και πώς να μη ραγίσω, μάνα, όταν όλα τα σταφύλια στον τρύγο, τ’ άπλωνες εσύ μοναχή σου! Ολόκληρες απλώστρες γέμιζες με τόνους σταφύλια! Να θυμηθώ τον κήπο σου με τα ζαρζαβατικά και όλων των ειδών τα λαχανικά; Το μύλο που μόνη σου κουλάντριζες κι ανέβαινες ψηλά στις σκαλωσιές, να δένεις και να λύνεις τα πανιά του; Τα κοφίνια με τις πατάτες που σήκωνες στον ώμο, τις κρεμασταλιές που έπλεκες με τις ντομάτες, τα μποστάνια σου με τα καρπουζάκια ή την κάψα σου στο λιοπύρι με το θέρος και το λιοκαμμένο δέρμα σου; Ο τρόπος της ζωής σου, μάνα, ήταν και είναι δίδαγμα της δικής μου ζωής. Τι να πρωτοθυμηθώ και να μη ραγίσει η ψυχή μου;

Αυτά τα χέρια σου τα ροζιασμένα από τις αγροτικές δουλειές και τα πλυσίματα στην πλύστρα, αυτά τα χέρια σου τα αδρά με ανάθρεψαν, αυτά τα χέρια σου, έφαναν και μου κέντησαν την προίκα μου, αυτά με αγκάλιασαν, αυτά μου πρόσφεραν πολλά, πώς να το ξεχάσω, μάνα μου, πώς; Τώρα αδύναμα και άρρωστα δεν δύνανται πια να κάμουν τίποτα, αλλά μπορούν ακόμη να με αγκαλιάσουν, και μπορώ ακόμη να τα πιάσω και να τα φιλήσω, τα γερασμένα σου, τα ταλαιπωρημένα σου χέρια. Εγώ θα τα λέω Άγια χέρια, μάνα μου!
Τόσες δουλειές, τόσα βάρη που σήκωσαν κι ένα σταυρό, το δικό σου, σηκώνεις ακόμη! Η ζωή έρχεται όπως θέλει…καλοδεχούμενη είναι όπως και να’χει. Και πάλι δεν γκρινιάζεις, δεν μεμψιμοιρείς, γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι γλυκιά ακόμη και με τον πόνο.
Μάνα μου, στη γιορτή σου, σου έφερνα πάντα ένα δώρο, κι αυτό έτοιμο, αγοραστό που λέμε. Τώρα είπα να πλέξω τούτες τις λέξεις και να στις φέρω σε αυτό το κομμάτι το χαρτί.

Δεν κοστίζουν τίποτα, είναι όμως από την καρδιά μου και πες πως το μελάνι που γράφονται είναι το αίμα που εσύ, μάνα, μού χάρισες. Τις λέξεις μου τούτες στις προσφέρω με αγάπη και ευγνωμοσύνη, τώρα που είσαι ακόμη εδώ και σε βλέπω και σε νιώθω και σε αισθάνομαι. Πάντα θα σε αισθάνομαι, μάνα μου, ακόμη κι αν λείψεις από αυτόν τον κόσμο, για μένα θα είσαι εδώ δίπλα μου και θα σου λέω, Χρόνια σου Πολλά!

Γιορτή της Μητέρας

Μάης 2015

Άννα Τακάκη


[Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι το έργο «κοιμωμένη γυναίκα ψαρά» του Αυστριακού ζωγράφου Φρίντριχ φον Άμερλινγκ (Friedrich Ritter von Amerling, 14/4/1803-14/1/1887)]


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη. Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα. Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:84