Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Για μια κουβέντα | της Ιφιγένειας Μανουρά


Στον Αποκριάτικο χορό του συλλόγου Κρητών Νάπολης, συναντήθηκαν για πρώτη φορά η Αφροδίτη με τον Ευτύχη. Και ο Θεός Έρωτας έκανε πάλι το θαύμα του και θανάσιμα λάβωσε τα παιδιά με τα βέλη του. Η Αφροδίτη Αθηναία, μετά το πτυχίο της στην Αρχιτεκτονική, έκανε στη Νάπολη της Ιταλίας το μεταπτυχιακό της στη συντήρηση και αποκατάσταση ιστορικών κτιρίων. Ο Ευτύχης Κρητικός, έκανε μετά το δικό του πτυχίο στα εφαρμοσμένα μαθηματικά, το μεταπτυχιακό του στην τεχνητή νοημοσύνη.

Δεν χωρίζανε ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ακόμα και όταν ήταν στις σχολές τους δεν άντεχαν την απουσία ο ένας του άλλου. Και άκουγαν συνέχεια το τραγούδι. «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα…» Λες και είχαν περάσει και είχαν χαθεί τα χρόνια. Αλλά νέα παιδιά, πολύ ερωτευμένα ήταν και οπαδοί του παππού Ησίοδου που υποστήριζε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τρεις θεότητες. Την Γαία, το Χάος και τον Έρωτα. Στην επικοινωνία με τους γονείς τους, λέγανε ότι όλα πάνε καλά, αλλά για παραπάνω λεπτομέρειες, ούτε λόγος. Λες και μια αδιόρατη δύναμη ήθελε να τους προστατεύσει. Στην απόφαση της Αφροδίτης να επιλέξει τη Νάπολη για το μεταπτυχιακό της, έπαιξε ρόλο η θεία η Αγάπη, που τα δέκα περίπου τελευταία χρόνια έμενε στη Νάπολη, και είχε διοριστεί σαν φιλόλογος, στην παροικία των Ελλήνων. Και τον Ευτύχη τον είχε δεχτεί το πανεπιστήμιο της Νάπολης, για το μεταπτυχιακό του.

Η θεία Αγάπη με την Αφροδίτη είχαν την σχέση μητέρας- κόρης από όταν ακόμα η Αφροδίτη ήτανε πολύ μικρή, μια που εκείνη δεν είχε την τύχη να αποκτήσει δικά της παιδιά και μια που της έμοιαζε και στην εμφάνιση αλλά και στον ψυχισμό. Ψηλές και αγέρωχες, «που με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζαν στην όψη» που θα έλεγε και ο Όμηρος, ευαίσθητες, καλόκαρδες, κοινωνικές, υπερήφανες στον μέγιστο βαθμό και αγαπησιάρες.

– Να πάρεις μια ημέρα τον καλό σου, να έρθετε από το σπίτι να τον γνωρίσω..

– Θεία είναι πολύ νωρίς ακόμα. Άσε να γνωριστούμε καλύτερα, μην θεωρήσει ότι θέλω να τον δεσμεύσω, γνωρίζοντάς τον στους δικούς μου ανθρώπους.

– Όποτε θέλετε και το αποφασίσετε σας περιμένω.

Ήθελε πολύ ο Ευτύχης να γνωρίσει τη θεία Αγάπη. Άλλωστε, συνέχεια γι’ αυτήν του μιλούσε η καλή του. Για τα χρόνια εκεί στο διώροφο στου Ζωγράφου με τον υπέροχο κήπο, τα τραγούδια που της τραγουδούσε, τα παραμύθια που της έλεγε, τα κανάκια, τους χορούς, τις εξομολογήσεις για τους παιδικούς και εφηβικούς έρωτες, αλλά προ πάντων την ατελείωτη αγάπη που πήρε από τη θεία Αγάπη. Πολλές αναμνήσεις και που η απουσία της τα δέκα τελευταία χρόνια την έκανε να στεναχωριέται πολύ.

– Καλώς τα παιδιά. Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω Ευτύχη. Η Αφρούλα συνέχεια μου μιλάει για σένα.

– Έλα βρε θεία τώρα.

– Γιατί καρδιά μου, δεν είναι ντροπή να εκφράζουμε τα αισθήματά μας. Έτσι και αλλιώς ο Ευτύχης δεν ξέρει πόσο τον αγαπάς; Ο Ευτύχης που ήτανε ένα ντροπαλό παιδί, κατέβασε το κεφάλι με συστολή και απευθυνόμενος στη θεία:

– Και εγώ χάρηκα που σας γνωρίζω και αγαπώ την ανιψιά σας όσο με αγαπά και εκείνη και είμαστε μαζί καλά και ευτυχισμένοι.

– Χαίρομαι πολύ παιδιά μου. Η θεία κοίταζε επίμονα τον αγαπημένο της ανιψιάς της, σαν και κάποιον να της θύμιζε.

– Ευτύχη, μου είπε η Αφροδίτη ότι είσαι Κρητικός. Ξέρεις και εμείς ότι καταγόμαστε από την Κρήτη, αλλά έχουμε χρόνια φύγει.

– Ναι το ξέρω, μου το έχει πει η Αφροδίτη και θα πάμε το καλοκαίρι, αφού δεν έχει πάει ποτέ.

– Ευτύχη από που κατάγεσαι; Tο επίθετο Παπαδάκης είναι πολύ κοινό στην Κρήτη. -Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Καστέλι, αλλά πέρασα στο Καποδιστριακό στην Αθήνα και κατεβαίνω Κρήτη, αλλά όχι πολύ συχνά πια. Πάγωσε η θεία. Δεν μπορεί να συμβαίνει ότι φαντάστηκε, αλλά πάλι η ομοιότητα;

– Και οι γονείς σου πώς λέγονται;

– Μάρω και Τζώρτζης.

Άκρα του τάφου σιωπή. Η θεία έγειρε πίσω το κεφάλι και έκρυψε με τα δύο χέρια της το πρόσωπο.

– Θεία τι έπαθες; Είσαι καλά;

– Πολλές φορές η ζωή, μάς επιφυλάσσει τέτοιες εκρήξεις, που ούτε στα όνειρά μας δεν μπορούμε να δούμε.

– Μα τι έγινε θεία; Δεν σε καταλαβαίνω.

– Παιδιά μου, θα σας πω μια ιστορία που έζησα στο χωριό μου πριν από σαράντα πέντε, χρόνια. Καλοκαίρι του 1978 και τρυγούσαμε στο ποτιστήρι του Γιώργη του Μιλτιάδη, εσύ τον γνώρισες φαντάζομαι Ευτύχη. Πολύ ζέστη και το αμπέλι φορτωμένο με σταφύλια. Η Ανθή απευθυνόμενη στη Δημούλα της λέει: «Να δουλεύεις γιατί ο θείος μου, δεν σε πληρώνει για να κάθεσαι».

-«Δεν θα την ξεχάσεις αυτή την κουβέντα ποτέ στη ζωή σου», της απάντησε η Δημούλα εκνευρισμένη. Από κείνη την ημέρα ξεκίνησαν όλα τα κακά.

– Θεία μα τι λες δεν καταλαβαίνω.

– Γιατί αγάπη μου τόσα χρόνια απαρνηθήκαμε την Κρήτη και δεν κατεβαίνουμε; Αναρωτήθηκες ποτέ;

– Ναι θεία, αλλά θυμάσαι όταν σας ρωτούσα, κανείς δεν μου απαντούσε. Μήπως είναι καιρός να μάθω;

-Θα σας τα πω τώρα όλα, γιατί φαντάζομαι πως ούτε και ο Ευτύχης ξέρει, επειδή δώσαμε τότε ιερό όρκο σιωπής. Την άλλη μέρα η Δημούλα κατέστρωσε το σχέδιό της. Πήγε στον ξάδελφό της τον Τζώρτζη άρχισε να του μιλά και να τον επηρεάζει μέρα με την ημέρα να αφήσει την Ανθή, που αγαπούσε και να παντρευτεί τη Μάρω. Και μια ημέρα μαθεύτηκε η παντρειά των γονιών σου Ευτύχη, του Τζώρτζη με τη Μάρως. Η Ανθή αρρώστησε, έκλαιγε, δεν έτρωγε και γέρασε μέσα σε λίγο καιρό. Ο Τάκης ο πατέρας σου Αφρούλα, όμως που αγαπούσε τη Μάρω και μάλιστα το είχαν μάθει όλοι, ένα βράδυ βρέθηκε με τον ξάδελφό του τον Τζώρτζη, καβγαδίσανε πολύ άσχημα και ο Τάκης μαχαίρωσε τον Τζώρτζη. Ευτυχώς βρέθηκε εκεί ο πατέρας του, τον πήγε στο νοσοκομείο και σώθηκε. Είπαμε ότι πήγε στο κυνήγι, εκπυρσοκρότησε το όπλο και τον τραυμάτισε. Οι δύο οικογένειες μόνο ήξεραν τι πραγματικά έγινε και δώσαν ιερό όρκο σιωπής, με την συμφωνία, ο Τάκης να φύγει για πάντα από το χωριό και να μην επιστρέψει ποτέ ξανά. Φύγαμε όλοι και δεν επιστρέψαμε ποτέ στην Κρήτη οικογενειακώς. Ούτε και όταν πέθανε ο πατέρας μου δεν τον ενταφιάσαμε στην Κρήτη, αλλά στην Αθήνα. Τα παιδιά δεν μιλούσαν και πιασμένοι χέρι- χέρι καθισμένα στον καναπέ σιωπούσαν και μετά από αρκετή ώρα μίλησε πρώτη η Αφροδίτη.

– Τι θα κάνουμε τώρα; Θα αντιδράσουν άσχημα οι γονείς μας όταν το μάθουν.

– Τόσα χρόνια να μην μου πει κανείς τίποτα; Κατάφερε να ψελλίσει ο Ευτύχης.

– Παιδιά μου εσείς να συνεχίσετε τη ζωή σας και αυτή η ιστορία δεν θέλω επ΄ ουδενί να σας επηρεάσει.

– Μα πώς θεία θα γίνει αυτό;

– Θα αναλάβω εγώ. Απλά πρέπει να σκεφτώ με περισσή σύνεση πώς θα το διαχειριστώ. Από εσάς το μόνο που θέλω είναι προς το παρόν, να μην πείτε στους γονείς σας τίποτα για την σχέση σας.

Ετοιμασίες μιας εδβομάδας είχαν τους πάντες σε εγρήγορση. Πρώτα άσπρισαν τους εσωτερικούς τοίχους και το προαύλιο του πολιτιστικού συλλόγου και μετά καθάρισαν από φύλλα και χώματα την αυλή. Στη συνέχεια έκαναν τα καλιτσούνια με γλυκιά μυζήθρα, τις βρουβόπιτες, τις σαρικόπιτες, χτυπήθηκε το παγωτό και μπήκαν στους καταψύκτες. Πλύθηκαν οι πάγκοι, τα τραπέζια, κατσαρόλες, καζάνια, πιατικά, πετσέτες, ποδιές, όλα έτοιμα. Μια ημέρα πριν, σφάχτηκαν τα γουρούνια και τα αρνιά για αντικριστά και οφτά και τα πρόβατα για βραστά. Και αργά το βράδυ γίνανε τα γλυκά κουλούρια και τα ψωμιά. Την Κυριακή από το ξημέρωμα ανέλαβαν τις εργασίες τους οι άνδρες.

Άναψαν οι φούρνοι για τα ψητά, στήθηκαν ψησταριές για τα αντικριστά, μπήκαν στη φωτιά τα καζάνια για το βραστό και το πιλάφι. Οι γυναίκες έκοψαν τις σαλάτες, και ετοίμασαν τα τραπέζια με τα ντολμαδάκια, τις πίτες, τα τυριά, τα ψωμιά, τα κρασιά, τα αναψυκτικά και στο τέλος μπήκαν τα κρέατα, οι πατάτες και το πιλάφι. Όλα έτοιμα, όταν άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι καλεσμένοι. Τα όργανα στο χοροστάσι ήδη είχαν κουρδιστεί και οι καλλιτέχνες άρχισαν τη μουσική και τις μαντινάδες. Πρώτος τον χορό έσυρε ο Ευτύχης και ακολούθησαν οι γονείς, τα αδέλφια, θείοι, ξαδέλφια, συγγενείς και φίλοι. Και τότε με ένα νεύμα ανέβηκε στην πίστα ως άλλη Θεά η Αφροδίτη και δίπλα της η θεία Αγάπη.

Την Αφροδίτη κανείς δεν την γνώρισε και τη θεία οι περισσότεροι επίσης δεν την γνώρισαν, αλλά κάποιοι άρχισαν να σχολιάζουν ότι ήτανε η Αγάπη. Τότε ο λυράρης μιλημένος και ξέροντας τι συνέβαινε με τα παιδιά, είπε τη μαντινάδα: «Μισέψαν οι κακοί καιροί και λιώσανε τα χιόνια, γιατί εσμίξαν στη ζωή δυο νέα χελιδόνια». Και τότε όλοι κατάλαβαν. Κάποιοι θερμοκέφαλοι που λύνουν το ζωνάρι τους για καυγά, σηκώθηκαν με σκοπό να δημιουργήσουν φασαρία. Από κοντά όμως ήτανε παλικάρια της θείας Αγάπης, που τους συγκράτησαν. Και τότε ανέβηκε στο χοροστάσι η θεία και με στεντόρεια φωνή μίλησε και είπε: «Τώρα και τόσα χρόνια υπάρχει μια έχθρα μεταξύ μας, που προέκυψε, για μια μόνο κουβέντα. Φύγαμε από την Κρήτη και δεν επιστρέψαμε ποτέ ξανά, τηρώντας τη συμφωνία μας, για να πάψει το κακό. Και παρόλο που υπήρξαν λάθη και από τις δυο οικογένειες, το μεγαλύτερο τίμημα το πλήρωσε η οικογένειά μας. Μετά από τόσα χρόνια η θεία πρόνοια, έφερε μαζί αυτά τα δυο παιδιά, που αγαπήθηκαν πραγματικά και σέβονται το ένα στο άλλο, παρόλο που από νωρίς έμαθαν για την έχθρα των δυο οικογενειών. Κάποια στιγμή αποφάσισαν ότι, για να μην είναι αίτιοι νέων δεινών, έπρεπε να χωρίσουν. Το προσπάθησαν πολύ, αλλά δεν τα κατάφεραν. Και εάν κάποιος θεωρεί ότι απόψε που γιορτάζουμε την απόκτηση του μεταπτυχιακού του Ευτύχη, θέλει να χαλάσει αυτήν την υπέροχη βραδιά και να χωρίσει τα δυο παιδιά, χωρίς να θεωρήσει ότι είναι κρίμα, ας αναλάβει τις ευθύνες του. Σε ένα μήνα από τώρα σας καλούμε στη γιορτή που θα γίνει για την απόκτηση και του μεταπτυχιακού της Αφροδίτης και σας περιμένουμε όλους». Αυτά είπε η θεία Αγάπη και κατεβαίνοντας κάθισε στη θέση της, εκεί δίπλα στα δυο παιδιά. Κάποιοι παρακιουκιούριζαν για θράσος και άλλοι για θάρρος. Αλλά κανείς πια δεν τόλμησε να πει το οτιδήποτε.

Ιφιγένεια Μανουρά

Ιφιγένεια Μανουρά


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:85