Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Ο κουρκουζάνης… | του Αντώνη Κουκλινού


Μπροσάφορμος, νευρικός, μονόχνωτος και ξεροκέφαλος ήτονε από μικιός.

Μη σε ’κούσει να του αντιμιλήσεις, σε όσα λέει…

Με το παραμικρό είχενε όρεξη για καυγά.

Στο ντουκιάνι δεν τον επαίζανε, μούδε κολιτσίνα, γιατί θελα γραντίσουμε με τη γκρίνια ντου, αδέν τον ήθελε το χαρτί.

Κοπελιάρης ήτονε ο μπαγάσας και καλός δουλευταράς, από τσι λίγους στα γυροχώργια μα γυναίκα δεν του σίμωνε κιαμνιά, για δεν είχενε την όρεξη, να βάλει ετσά τραβάγια στη (γ)κεφαλή τζη.

Η μάνα ντου δεν ήκαμε άλλα κοπέλια η κακομίτσα και το ’χενε παράπονο, οντέθελαν’ έρθει η κουβέντα τόλεγε.

-Ανέ μού ’πεμπε ο Θεός κι άλλα κοπέλια, δε θά ’σουνε ετσά κουρκουζάνης Στρατή, για θελα σολαγάσαι μνια ολιά μπάρε μου.

-Ο αφέντης σου δεν έσερνε τα λουργιά όντεν έπρεπε και σε παραίτησε να κάνεις τση κεφαλής σου και νάτα ’δά τα καταστόλια μας.

-Εξηντάρισα μπλιό κι εσύ όπου γιας, τριανταρίζεις και ’πόμεινες ετσά.

Όσο του βαταλαλεί η μάνα ντου γυρίζει τη (γ)κεφαλή ντου τα ίσα πάνω, να μην την εξανοίγει στα μάθια.

Ανημένει να ποκάμει το τροπάρι μπας και τον εφήσει ορνικό ντου μα κιααααα…

-Ίντα κουβέντα ήπχιασες πάλι και με τρυγάς, ετόσηνά ώρα μάνα…!

-Στέσε το σάρακα για θα σηκωθώ να χτυπήσω όξω.

-Καλά, καλά, εγώ δε ξαναμιλώ κι αφρουκού τση καφκάλας σου, μα καλά θα σου ξελαμίσει τσι δουλειές απού σκέφτεσαι.

Ο κύρης του γροικά την αλληνομαχιά, μα δε μιλεί, γιατί κατέχει πως θα τον εκαταχεργιάσει η κερά του.

Όσα φέρνει η ώρα όμως, δεν τα φέρνει ο κόσμος όλος απού λένε.

Η χρονιά ήτονε λαδερή και στο χωργιό, είχανε καλή βεντέμα.

Οι φαμπρικάρηδες ετοιμάζουνε τσι μποξάδες για να λαδώσουνε τσι φάμπρικες με τα λιγατάργια, σάμε να ντακάρουνε οι ελιές να πέφτουνε.

Εργάτης πάει κι ο Στρατής κάθα χρόνο, απού πχιάνουνε τα χέργια ντου.

Δύσκολη δουλειά, να σακιάζεις τσ’ ελιές, από τα πατητήργια στσι κοκκινόλουρους φάρδους, να τσι σηκώνεις στη ράχη σου, να τσι ντανιάζεις στη καρότσα τση μαούνας. Θέλει γερά μπράτσα, για να σηκώνεις ετοσονά βάρος και να ανεβαίνεις με το μαδέρι, στη καρότσα του φορτηγού.

Πχιάνουνε από πόρτα τα νοικοκυργιά και φορτώνουνε τσ’ ελιές, απού ’χουνε μαζωμένες οι μαζώχτρες.

Πολλοί αθρώποι τω σε δίδουνε τα κλειδιά του σπιθιού, ν’ αδειάσουνε αμοναχοί ντως το πατητήρι, αφού θελα λείπουνε στην εξοχή.

Ετσά λαλιέται ούλος ο Χειμώνας κάθα λαδοχρονιά.

Μνια ταχινή εβροχολόγα και δεν επόρισε κιανείς όξω, να κάμει δουλειά.

Οι φαμπρικάρηδες, μαζί και ο Στρατής, επήγανε να πάρουνε τσ’ ελιές από ένα σπίτι και σαν εφτάξανε εντάκαρε να ρίχνει νερό, με τα σταμνιά.

Εγλακούσανε και τρυπώξανε μέσα στο σπίτι.

-Ελάστε μέσα να ξεκόψει κι απός θ’ αδειάσετε το πατητήρι, τω σε κάνει ο νοικοκύρης.

-Λαδοχρονιά ’ναι οφέτος και θα φτάξει Απρίλης να ’λέθωμε ακόμη ελιές στη φάμπρικα.

Εφώνιαξε τση κεράς του να βάλει μνια ρακή, σάμε να περάσει η μπόρα, φέρνει ένα πχιατέλο σταφιδολιές κόβγει κι ένα ραπάνι.

-Κάτσετε να πχιούμενε τη ρακή να ξεκουραστείτε και μνια ολιά.

Ήναφτε το τζάκι και στο πυρόμαχο κάθουνται τρεις κοπελιές.

-Γεια σας κοπελιές…

-Ξεκουράζεστε σήμερο, κάνει ένας από τσ’ εργάτες.

-Γεια σας…, κάνουνε και οι τρεις μαζί χαμογελαστές.

Είναι μαζώχτρες απού τσ’ έχει στο σπίτι ντου ούλη τη Χειμωνιά, για το λιομάζωμα.

Οι δυο κοπελιές είναι ερχομένες κι άλλη χρονιά, εκτός τη μελαχρινή με τα μακρά μαλλιά απού ήρθενε πρώτη βολά.

Η μελαχρινή εσηκώθηκε να φέρει δυο κουτσουράκια από την αυλή, να τα βάλει στη φωθιά…

Στενοκοπχιά με τοσουσάς νομάτους και χρειάστηκενε να μαζώξει τα πόδια ντου ο Στρατής, να τση κάμει τόπο να περάσει.

Σαν επέρασε από δίπλα ντου, τα μακρά μαλλιά τζη, εγγίξανε στο μάγουλό ντου και τού ’ρθενε αποσκέπαση.

Μνια μεθυστική μυρωδιά τον έλουσε κι εντάκαρε να τρέμει το φυλλοκάρδι ντου.

Μνια ζαλάδα σβουρίζει στη (γ)κεφαλή ντου, τάξε πως είχενε πχιωμένο ούλο το μπουκάλι τη ρακή, αμοναχός του.

Ξαναβάνει στα ποτήργια να κεράσει το αφεντικό και σκουτελοβαρίχνουνε.

-Εβίβα παληκάργια και καλή δύναμη…

-Εβίβα μας και καλά ξέτελα νά ’χομε!

Εμπήκε μέσα η κοπελιά με τα ξύλα στην αμπασκάλη και σηκώνεται ο Στρατής να τη βοηθήσει.

-Στάσου κοπελιά, να τα πάρω εγώ γιατί ναι στενοκοπχιά και δε παντίδει να περάσεις…

-Έλα πέρασε κ εγώ θα τα φέρω.

Τον εξανοίγει μ’ ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης και του δίδει τα ξύλα.

Τάξε πως τον εχτύπησε το ρεύμα.

Δεν ήφτεγε η ρακή απού ζαλίστηκε, μόνο ετούτηνέ η ομορφονιά… Και πχιός εδά; Ο Στρατής να πάθει ετσά στραπάτσο;

Σαν επέρασε, ήκατσε στο πεζουλάκι τση παρασιάς, η κοπελιά, εσήμωσε με τα ξύλα ο Στρατής να τα βάλει να καίγουνται.

Εξανοιξέ ντονε μέσα στα μάθια κι εποσβολώθηκε ο νους του.

Εδά θα πληρώσεις Στρατή τσι μετρητοίς, ούλες τσι παραξενιές σου και τσι αγριγιάδες σου…, εδά θα βρεις το μαστορά σου και θα γενείς αρνάκι του γαλάτου.

Δεν επέρασε πολιώρα και ξέκοψε ο καιρός…

Επορίσανε όξω και εντακάρανε να σακιάζουνε τσι φάρδους.

Παντέρμες λαδολιές, σιρώνουνε το λάδι και κάνουνε τα σακιά ολολάδωτα.

Φωνιάζει το αφεντικό να φέρουνε δυο – τρία στεγνά τσουβάλια, οι κοπελιές από την αποθήκη, για τσ’ εργάτες, να τα κάμουνε καπότο στη ράχη ντος, όντε θα φορτώσουνε τη μαούνα να μη τρέχει το λάδι απάνω στη ράχη ντος.

Πρώτη, πρώτη εβγήκε όξω η μελαχρινή και βάνει στη ράχη του Στρατή το τσουβάλι.

Γυρίζει από μπροστά ντου, να του το στρώσει να κάτσει καλά στη (γ)κεφαλή και μόνο απού δεν τον αγκάλιασε.

Δε θέλει και πολύ να βρεθείς μνια τζιμνιάς κουζουλαμένος του έρωντα!

Παντέρμη δύναμη μπροστά στη κοπελιά δε χαμπαργιάζει πράμα.

Εβούτηξε το φάρδο στη ράχη ο Στρατής κι εσάλευγε απάνω στο μαδέρι, τάξε πως ήτονε φύλλο…, έπχιανε με τα μπράτσα ντου τα τσουβάλια και τά ’βανε απάνω σ’ άλλο, λες και είχανε μέσα μαρουλόφυλλα.

Σαν αδειάσανε το πατητήρι και φορτώσανε το φορτηγό, έγνεψέ τζη, πως θα ξαναγιαγύρουνε αργά, για να φέρουνε τσι κανίστρες με το λάδι.

Η παρέα τον εψυλλιάστηκε πως τού ’ρεσε το μελαχρινάκι, μα δε βγάνει σφήνα κιανείς να του πει πράμα, γιατί μπορεί να το πάρει στραβά και πχιος τον εγροικά ύστερα.

Σαν εγιαγύρανε στη φάμπρικα κι εβάνανε τη ζύμη στσι μποξάδες, γροικά ο Στρατής να τσουτσουρίζουνε οι γ’ αποδέλοιποι τη κουβέντα τση ομορφονιάς και δεν του καλόρθενε.

Εστραβομουτσούνιασε μα δεν είπενε πράμα κιανενούς.

Έχτιζε τσι μποξάδες στο πιεστήριο κι ο νους του εταξίδευγε στο χάδι τω μαλλιώ τζη.

Ήκαμέν του τη καρδιά χουμά, κουτάλια ετούτηνε η ομορφογυναίκα.

Ετσά μεθιά ετσά ζαλάδα δε ντου ξανά ’τυχε ποτές του.

Τση μάνας του τα λόγια έρχουνται ’δά ένα – ένα, για να του ξυπνήσουνε το θυμητικό απού του ’λεγε κάθε φορά, να βάλει μνια σταλιά νερό στο κρασίν του άνε θέλει να βρει το σειρά ντου.

Δεν εθώργιε την ώρα να βγει το λάδι να το πάνε στο σπίτι τ’ αθρώπου, για να τη ξαναϊδεί.

Με το που φτάξανε, ήτονε σκοτεινιασμένα μπλιο και δεν ήφεγγε.

Εφώνιαξε ο νοικοκύρης να φέρουνε το φανάρι και πορίζει πεσίχαρη όξω να φέξει.

Με το φανάρι στη χέρα, κλουθά του Στρατή σάμε την αποθήκη με τα πιθάργια ν’ αδειάσει τη κανίστρα το λάδι.

Παρόλη τη κρυγιώτη είχενε τσι μανίκες του ανεσκουμπωμένες και εθώργιε τα μαλλιά ντου και τα μπράτσα ντου να γιαλίζουνε από τα λάδια.

Τον επαρατηρεί από τη κορφή ως τα νύχια και του κάνει.

-Δύσκολη δουλειά η φάμπρικα, λέει χαμογελώντας…

-Και να μαζώνεις από χάμε, κουρκουβιστή ελιές ούλη την ημέρα χειρότερο είναι.

-Ότι μπορεί ο καθένας κι όπως του ταιργιάζει.

-Έτσάνε οι δουλειές στα χωργιά… Από πού είσαι κοπελιά.

-Από τη Μακεδονία είμαι, οι φιλενάδες μου έχουνε ξανάρθει κι άλλες χρονιές, εγώ πρώτη φορά έρχομαι.

-Και πώς σου φαίνουνται τα μέρη μας;

-Πολύ ωραία είναι και μ’ αρέσει η Κρήτη γιατί έχει καλοσυνάτους ανθρώπους.

-Άνε σ’ αρέσει να σου βρούμενε γαμπρό να σε παντρέψωμε στο χωργιό μας τση κάνει το αφεντικό απού παρακολουθεί το λάδι να γεμίζει το πιθάρι.

-Λέτε να βρω γαμπρό και να γίνω Κρητικοπούλα; χαμογελά και ξανοίγει το Στρατή μέσα στα μάθια!

-Στρατή, εεε Στρατή, για σένα λέμενε επήρες το χαμπάρι;

Του κάνει το αφεντικό και τον εσκουντά στη χέρα…

Εξάνοιγε τη κοπελιά βουβός κι αποσβολωμένος και με το που τον εσκούντηξε εξιπάστηκε…

-Ιντα λέτε για μένα; Δεν εκατάλαβα!

-Εμένα πας να ξεγελάσεις Στρατή; Από την ταχινή απού εκουτελώσετε και τση πήρες απ’ τα χέργια τα ξύλα, σας επήραμε ούλοι χαμπάρι και βάνω στοίχημα πως ούλη την ημέρα δεν την έβγαλες από τη σκέψη σου, μα να σου πω…, τα ίδια σου κι εκείνη, γιατί σήμερο κάνει τσι δουλειές με το στανιό τζη.

Ετούτηνά η κουβέντα τον εσιγούρεψε, πως κι εκείνη δε πάει πίσω και πως τον εσκέφτεται.

Μα δεν είναι τυχαίο πως επόρισε ντελόγω πρώτη στην αυλή με το φανάρι, να του φέξει!

-Αφεντικό εσύ το λες, μα δε γατέχομε ίντα θα πει και η κοπελιά…

-Γιάντα δεν την ερωτάς αμοναχός σου Στρατή, να μάθεις αν εθέλει; Εμένα πάντως μου φαίνεται πως την εσέρνει η γ’ όρεξη…

Η κοπελιά γροικά τη κουβέντα και χαμογελώντας λέει στο αφεντικό….

-Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, ο κουμπάρος ίντα θα πει;

-Ωπαααα…! Νάτα μας, γροικάς εδά Στρατή; Και κουμπάρος λέει έγω!!!

Να φάμενε θέλει κουφέτα; Ίντα λες;

-Ακόμη δε γατέχω μήδε τ’ όνομα τση κοπελιάς και κουφέτα γυρεύγομε;

-Ελισσάβετ με λένε Στρατή…

-Αλισαβή! Ωραίο όνομα έχεις!

-Εδά πού ‘μαθες και τ’ όνομα, κανόνιζε τα υπόλοιπα Στρατή κι επαέ με ’γω να φέρω τα κουφέτα και τσι λαμπάδες.

Η δουλειά σοβαρεύγει ως φαίνεται και όση ώρα αδειάζουνε τσι κανίστρες στα πιθάργια, η Αλισαβή κλουθά στο μπόδα του Στρατή και του φέγγει με το φανάρι.

Ολοφάνερο πως θέλει κι εκείνη.

Σαν εφκερέσανε ούλο το λάδι στα πιθάργια, ήπχιανε και μνια ρακή με την οφτή πατάτα και σαν ήρθενε η γ’ ώρα να καληνυχτίσουνε ο γης τον άλλο, επέταξε τη μπηχτή τ’ αφεντικό.

-Στρατή ανημένω πότες θα πχιούμενε τη ρακή, για να κόψωμε τη κλωστή!

-Να μ’ ανημένεις και θα σου πέψω ογλήγορα το σημάδι κουμπάρε…

Ροδοκοκκινισμένος με το που εμπήκενε στο σπίτι και τον είδενε η μάνα ντου επαραξενεύτηκε και τον ερωτά ίντα συμβαίνει.

-Δεν έχω πράμα…, κουρασμένος είμαι μάνα…

-Εμένα δε με ξεγελάς Στρατή, σε κατέχω καλά, γιος μου είσαι…

-Ένα – δυο ρακές έχω πχιωμένες μόνο, παρέτησέ με και βάλε πράμα να φάω να πα να θέσω να ξεκουραστώ.

Δεν του ξαναμίλησε γιατί και να το κάμει δε θα βγάλει άκρα…, εκκένωσε και του φωνιάζει να κοπχιάσει στο τραπέζι να χαφτεί μνια μπουκιά φαί.

Όσην ώρα τρώει τον εξανοίγει καλά, καλά και δε τζη το βγάνεις απ’ το μυαλό πως για νά ’χει ετσέ χρώμα η μούρη ντου, πράμα καλό τού ’τυχε κι άνοιξε το ζουμπούλι ντου.

-Εδά που θα ποφάς να βγάλεις τα ρούχα να στα πλύνω και σού ’χω απάνω στο κρεβάτι άλλα να βάλεις τη ταχινή που θα πας στη φάμπρικα.

-Καλά μάνα, άμε να θέσεις και ξάμου.

Την άλλη μέρα στη δουλειά, δεν είχενε μνιαλό για πράμα, δεν έβγαλε άχνα αθρώπου, μόνο σκέφτεται την ομορφονιά.

Επαλάμνιαζε πυρήνα αμοναχός του και ήκαμε τίγκα τη καρότσα τση μαούνας, φορτώνει ξεφορτώνει τσουβάλια κι όμως δεν ήφηγε λεφτό η σκέψη ντου από την Αλισαβή.

Ο καιρός έστρωσε για τα καλά και ούλοι σολατσέρνουνε στα λιόφυτα και δε πομένει αρθούνι στο χωργιό, παρά μόνο οι καλά γερόντοι.

Έχει τα μέντες του όμως αργά, όντε θα γιαγέρνουνε στο χωργιό, να την εδεί να περνά και ν’ ανοίξει το ζουμπούλι ντου μνια σταλιά του καψερού.

Όντεν εφάνηκε ούλη η μπαργαλιά να περνά, με τα μουλάργια φορτωμένα γεμάτους τσι φάρδους ελιές, εκλούθανε και η Αλισαβή με τσι αποδέλοιπους.

Εσήμωσε να τη καλησπερίσει και η καρδιά ντου κοντεύγει να κλατάρει…

-Καλησπέρα Αλισαβή καλή ξεκούραση!

-Νά ’σαι καλά Στρατή μου κι εσύ καλήν αργαδινή νά ’χεις.

Εξάνοιγέν τηνε σάμε να ποκολώσουνε, μα δε κραθιέται μπλιο.

Ανημένει τη Κυργιακή νά ’ρθει απού δε πάνε στη δουλειά για να πέψει το μαντάτο τση κοπελιάς με τη μάνα ντου.

Ώρα να το μάθει κι εκείνη απού να μη ντον ερωτά κάθε ντις και λίγο, ίντα συμβαίνει.

Σαν τό ’κουσε η μάνα ντου, ετροζάθηκε απ’ τη χαρά τζη.

Δεν το βάνει ο νους τση πως, εμέρεψε ετοσές ο άθρωπος, μα τό ’χενε καταλάβει από τη πρώτη βολά απού εγιάγυρε στο σπίτι και θωρεί ροδοκοκκινισμένα τα μάγουλά ντου.

Εγλύκανε τα χείλην του, ήλαξε ο ψυχικός του κόσμος και αθρώπισε ντελόγω.

Εκούστηκε όμως πως το Σαββάτο στο χωργιό να παίξει στο καφενείο σινεμά και άλλαξε τα σχέδια του Στρατή.

Θέλει να σέρνει αγκαζέ την Αλισαβή και να κλουθούνε οι γονέοι ντου, να πάνε στο καφενείο, φανερά, για να ιδούνε και οι χωργιανοί, πως ογλήγορα θα φάνε κουφέτα.

Ο κουμπάρος έτοιμος και η δουλειά έσασε ντρέτα.

Εκατεβήκανε οι γονέοι τζη ντελόγω και εσμίξανε τα συμπεθεργιά.

Το Σαββάτο στο καφενείο εδίδανε κι επέρνανε οι ευκές για τα καλά στέφανα και ο Στρατής εβάστα τη χέρα τσ’ αγαπημένης του ευτυχισμένος.

Ο κουρκουζάνης, ο μπροσάφορμος, ο ξεροκέφαλος, ο νευρικός, απού δεν του σίμωνε εύκολα κιανείς, γιατί το νε φοβούντο νε, σήμερο είναι ο πχια γλυκός άθρωπος του χωργιού.

Μα γιάιντα κοντώ;

Γιατί τα μάθια τση μελαχρινής, είχανε το «φάρμακο» απού θα μερέψει το «θεργιό» απού εκουβάλιε μέσαν του και τον εξαγρίγευγε.

Έσμιξε το ήμερο τζη ζωής του και θα καταλαγιάσει μέσαν του.

Έσμιξε και η Μακεδονία με τη Κρήτη, για άλλη μνια βολά, να βλοήσει ετούτονέ το γάμο.

Η αγάπη σμίγει και βλογά…

Φλεβάρης του 2021.

Αντώνης Κουκλινός


Υ.Γ.: Η φωτογραφία είναι του Άγγλου John Donat και απεικονίζεται ο Καστάνης από τον Άι Γιάννη Σφακίων.


Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:67