Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Η Στυφακόνα | της Άννας Τακάκη


Ηθογραφικό διήγημα

Ίδια πως ήπεσε η Αντρονίκη από τον γκρεμό κι εσβολώθηκε, σαν ήμαθε πως ήκλεψε ο γιος τση την Περσεφόνη τη στυφακόνα.

-Θωρείς άθρωπο στυφή, θωρείς φτεναχείλη, γύριζε οπίσω. Ο άθρωπος απού δε γελά τ’ αχείλη του γή το μάτι του άστονε, παιδί μου, γιατί θα σε σκοτεινιάζει. Εσύ Κωστή μου, κατσουλομάτη μου, είσαι σαν την καλήν ημέρα κι έχεις περίσσες χάρες. Γιάντα να πα πέσεις στη σφακομούρα; Ήλεγε και ξανάλεγε η μάνα του Κωσταντάκι με τα γαλανοπράσινα μάτια και την όξω καρδιά. Μα κείνος καμιά βάση δεν ήδιδε στα λόγια τση μάνας του. Ο σεβντάς του για την Περσεφόνη δεν τον ήφηνε μήδε να δει μήδε και ν’ ακούσει. Για τον Κωστή δεν ήτονε η στυφιά κα η σφακομούρα ως την ήλεγε η μάνα του, μόνο η γλυκιά του η τριανταφυλλένια. Απού το στόμα τζη ήσταζε μέλι με την κανέλλα και τα μάτια τζη ήτανε δυο μαύρες ζαφειρόπετρες.

Είντα να κάμει στο τέλος η Αντρονίκη; Μαγάρι να ζήσουνε, να ευτυχήσουνε, να δούνε παιδιά κι εγγόνια κι μένα δε μου πέφτει λόγος μπλιο. Ήλεγε των αθρώπω.

Εβάλανε τσι βέρες κι αρραβωνιαστήκανε μια μέρα αναμεταξύ ντως. Μούδε αρραβώνες και ζουμπούχια ήθελε η Περσεφόνη, μούδε πολλά πολλά με την πεθερά τζη. Σαν ήφταξε η ώρα του γάμου και τση στεφάνωσης ο γαμπρός ήτονε ολογέλαστος, καμαρωτός και κορδωμένος στα γαμπριάτικά του ρούχα. Τα κατσουλωτά του μάτια εστράφτανε σα τσ’ ήλιους κι εγυρίζανε από δω κι από κει, μα τση νύφης ήτονε δυο μισοφέγγαρα καρφωμένα στον ίδιο τόπο. Η μούρη τζη δεν εξέφεξε τση παντέρμης μούδε και στη χαρά τζη. Ίδια πως ο νους τση δεν ήτον’ εκειδά. Την πλια πολύ ώρα ήσκυφτε κι εθώργιε χάμαι. Ώσαμε απού ’πε ο παππάς, «η δε γυνή να φοβείται τον άντρα»… Και παίζει του γαμπρού μια πατηχιά στο ζερβό πόδα, ίδια πως του εβάστα αχτιμάνι. Ήφαέ ντηνε την ντακουνιά ο έρμος στο δάχτυλα που του κάρφωνε τ’ ανύχι κι ελιγομαργιάστηκε από τον πόνο. Γυρίζει και τση λέει:

-Περσεφόνη, είπαμε δα! να με ξεβγάλει θες πρίχου να παντρευτούμε;

Εγίνηκε στην εκκλησά μια χουχλουβάρα, απού ήπαψε ο παπάς τη στεφάνωση. Η μάνα του γαμπρού, η έρμη Αντρονίκη, εδάκασε τα χείλια τζη κι ήβγαλε ένα βαρύ Ώφου! ας ήθελα να μου γροικάς, ωρέ Κωστή….

Από την άλλη μπάντα, η μάνα τση νύφης ήτανε πεσίχαρη. Πρώτη φορά εγελάσανε κι εκείνης τα χείλια τζη κι ανοίξανε σαν τη σαΐτα για να φωνιάξει και να ρίξει την μπηχτή:

-Μπράβο, θυγατέρα μου, καλά το ’κανες! Να μη σου πάρει τον αέρα ο Κωσταντής. Μούδε και κιανείς από το σόι του! Συνέχισε δα παπά το μυστήριο.

Γλωσσάρι:

Στυφακόνα: η στυφή, η ιδιότροπη, η κατσούφα γυναίκα
Κατσουλομάτης: αυτός που έχει γαλανοπράσινα μάτια, σαν της γάτας
Εσβολώθηκε: τραυματίστηκε, κατασκοτώθηκε
Σσφακομούρα: εκείνη που η φυσιογνωμία της και ιδιαίτερα η όψη του προσώπου της δείχνει άνθρωπο κακόψυχο και κακεντρεχή.
Ζουμπούχια: το φαγοπότι με χορό και τραγούδια
Φτεναχείλης: ο έχων φτενά, πολύ λεπτά χείλη
Κεφιλάντης: αυτός που μπαίνει εύκολα στο κέφι
Παντέρμης: πάντα έρμης
Εξέφεξε: άρχισε να παίρνει φως
Πατηχιά: πατησιά
Αχτιμάνι: το άχτι και η μανία
Χουχλουβάρα: οχλαγωγία


Άννα Τακάκη

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:85