Χρόνος ανάγνωσης περίπου:23 λεπτά

Μάτια μου ψιχαλιστά (Δεύτερο μέρος) | της Ζωής Δικταίου


«Το ταξίδι στη φαντασία για τους προσεκτικούς είναι μάταιο», τόνισε η δασκάλα κάποια φορά, μετά την εκδρομή που είχαμε πάει στο Καρφί και είχαμε δει τη θάλασσα και την Κρήτη από ψηλά. «Τζάμπα κόπος δηλαδή», πετιόταν κάθε τόσο ο Νικολής παριστάνοντας το αντρίτσι από το τελευταίο θρανίο κι εμείς γυρνούσαμε τα κεφάλια να δούμε τις γκριμάτσες που έκανε και να ξεκαρδιστούμε στα γέλια.

«Όρτσα τα πανιά! Όρτσα ν’ ανεμίζει ο νους, η ζωή έχει ανάγκη τη φαντασία, εκεί έξω ένας άλλος κόσμος περιμένει να μας γνωρίσει τα μυστικά του, ας τον εξερευνήσουμε, ας ταξιδέψουμε ξυπόλητοι και απρόσεκτοι στη φαντασία, η καρδιά μας δίνει την άδεια, η καρδιά που χτυπά μαγικά τίκι τάκ, τίκι τακ, τίκι τακ … », η φωνή της τραγουδιστά έκανε το γύρο της αίθουσας και μετά άνοιγε το παράθυρο κι έφευγε. Ταξίδευε για να συναντήσει στο μετερίζι του καιρού το μελτεμάκι της αγάπης. Ασπρόμαυρα και χρωματιστά, όλα όμορφα σημάδια σ’ εκείνες τις πρώτες μέρες της ζωής.

«Η φαντασία μπορεί να μην είναι η πραγματικότητα, όμως αν ήταν τόπος θα ήταν εκείνος που θα θέλαμε να πάμε τον εαυτό μας αύριο, αύριο… », θυμάμαι τα λόγια της.

«Υπάρχει σωστό και λάθος στη φαντασία;», την είχα ρωτήσει ένα απόγευμα, τότε που πηγαίναμε και τα απογεύματα στο σχολείο.

«Η φαντασία δεν είναι σχολείο, ανοίγεις ένα παράθυρο στο νου και περνάς σε καινούρια εμπειρία, σ’ ένα βουνό, σε μια θάλασσα, σε μιαν έρημο, στον κάμπο, στο φεγγάρι, σε μια πόλη, σε μια γωνιά της αυλής, στο χάρτη της γεωγραφίας, στα μάτια κάποιου που αγαπάς. Και εκεί δεν υπάρχει λάθος ή σωστό, ούτε έλεγχος, κανείς δεν θα σε βαθμολογήσει» κάπως έτσι μού το είχε πει.

Μέσα μου σκέφτηκα πως εκεί, στη φαντασία δηλαδή, δεν θα χωράει το άπειρο. Δεν μπορούσα να το χωνέψω κι ας μού είχε πει πως είναι το καταφύγιο της αγάπης. Εγώ δεν είχα πάψει να το φοβάμαι. Πάντως, καλού – κακού είχα φυτέψει σε μια μικρή γλάστρα σποράκια από πανσέδες, κάτι μικροσκοπικά σποράκια που μού είχε δώσει η θεία η Μαργώ και περίμενα να φυτρώσουν και ν’ ανθίσουν πιστεύοντας πως έτσι θα μπορούσα να το καλοπιάσω το άπειρο, αν τύχαινε κι έπεφτε από το σύννεφο που ταξίδευε, ναι, αυτό το γερμένο οκτώ στα χέρια μου! Έτσι λοιπόν το σκέφτηκα με ανακούφιση αλλά όχι φωναχτά. Από μέσα μου, πιο μυστικά από μυστικά. Έφερα τα χέρια και αγκάλιασα τους ώμους ψάχνοντας τα φτερά που μού είχε ζωγραφίσει. Χαμογέλασα από ικανοποίηση. Κάτι είχα ψηλαφίσει, κάτι αισθάνθηκα και χαμογέλασα δεύτερη φορά με ευγνωμοσύνη.

Και πού να ήξερα τότε, πως θα το κουβαλούσα, αυτό το άπειρο, μια ολόκληρη ζωή με τα προικιά της γιαγιάς κι όχι μαραζωμένο και σκονισμένο σαν τα παραπεταμένα πράγματα στην αποθήκη που περιμένουν μόνο το φυσικό τους τέλος και τίποτα άλλο, αλλά θα το φορούσα κιόλας σαν κόσμημα…

Ζωγραφιστά καράβια και πουλιά στο τετράδιο της ιχνογραφίας κι άστρα και φύλλα τού φθινοπώρου και δέντρα και σπιτάκια μικρά και κουμπιά χρωματιστά και κορδέλες και ημερομηνίες και μουτζούρες, τι ωραίες που είναι οι μουτζούρες! Όχι δεν είναι δυνατόν να ανασυσταθεί εκείνο το παρελθόν. Μένει όμως πάντα οικείο, δικό μου, σαν ένα σπίτι που επισκέπτομαι όποτε νιώσω μια γρατζουνιά στην ψυχή και αυτό είναι εκεί και με παρηγορεί και με καλοδέχεται. Διατηρεί ακόμη και τις μυρωδιές που αγάπησα, ναι κι εκεί στη μικρή ραγισματιά του εξωτερικού τοίχου φυτρώνουν πάντα παπαρούνες.

Εκεί κρύβομαι όταν παίζουμε, πίσω από τον κισσό. Ξεχνιέμαι κοιτάζοντας τις παπαρούνες. Τέλεια κρυψώνα. Μόνο η δασκάλα το ξέρει. Κάποια φορά που παίζαμε κρυφτό ξεχάστηκα εκεί στις φυλλωσιές και δεν έφταιγε ο κισσός με το παραμιλητό του, όχι. Κάτι άλλο ήταν. Ήρθε και με βρήκε.

«Γιατί είναι ακόμη εδώ το κοριτσάκι με τα γυαλάκια και τα σγουρά μαλλιά;» Ρώτησε δήθεν αδιάφορα, χωρίς να έχει θυμώσει που με έψαχνε.

«Τόσο κόκκινο κυρία, τόσο κόκκινο!» Είπα με χαρά. Είχα μείνει να θαυμάζω τις παπαρούνες και όχι μόνο. Είχα προσέξει και το μαύρο σταυρό που έχουν στην καρδιά, αλλά με ξεμυάλισε το ζωηρό κόκκινο χρώμα και δεν είχα καμία διάθεση να διατυπώσω απορία για εκείνο το μαύρο σταυρό. Σημασία είχε το κόκκινο, μέχρι το φθινόπωρο τουλάχιστον που θα άνθιζαν τα κυκλάμινα και θα επέστρεφα στο αγαπημένο μου μωβ.

Στον καθρέφτη μνήμη σκουριάς σε λευκό χαρτί και η δασκάλα κάπου στο βάθος να γράφει στον πίνακα και να τρίζει η λευκή κιμωλία και να σπάει, κι ύστερα να παίρνει το μεγάλο σπόγγο να τα σβήνει όλα και μετά να χτυπάει τις παλάμες της για να φύγει η σκόνη, να φυσάει την ανάσα της μέσα στις χούφτες και να υψώνονται μικροί κόκκοι κιμωλίας στο φως, ποιός ξέρει για πού ήταν το δικό τους μαγικό ταξίδι.

Η Όστρια είχε φτάσει κι είχε ανοίξει πρώτη διάπλατα το μεγάλο παράθυρο ένα πρωί. Η δασκάλα πριν αφήσει την τσάντα της στην έδρα πήγε και το έκλεισε, μα η Όστρια πείσμωσε και το άνοιξε ξανά. Και η δασκάλα όμως επέμεινε και το ξανάκλεισε. Δεν είχε προλάβει να γυρίσει την πλάτη της και πάλι το ίδιο. Αστείο μας είχε φανεί, ένα από τα πολλά της παιχνίδια για να γελάσουμε, είχε και την τσάντα της ακόμα κρεμασμένη στο χέρι. Πάντως, έξω μακριά μπορούσες να δεις κάτι παράξενα σύννεφα που υψώνονταν σαν πύργοι στον ορίζοντα. Η γιαγιά είχε πει το πρωί πως αν έφερνε βροχή ξαφνικά θα ’ταν γεμάτη χώμα και θα κοκκίνιζε η χιονισμένη ακόμη κορφή της Δίκτης.

«Ας αφήσουμε ανοικτό το παράθυρο, ας της κάνουμε το χατίρι», παραδέχτηκε την ήττα της η κυρία Αντιγόνη και « με το ένα, με το δύο, με το τρία, ας βγάλουμε τα δικά μας χάρτινα παραθυράκια να δούμε πόσες λέξεις μπορούν να πετάξουν σήμερα, αν ειπωθούν σωστά», πρόσθεσε.

Μαζί της, στην αρχή ακόμη της σχολικής χρονιάς είχαμε φτιάξει από σκληρό χαρτόνι ένα μικρό παράθυρο. Γύρω – γύρω το είχαμε ζωγραφίσει. Στο δικό μου είχαμε φτιάξει μια χελιδονοφωλιά πάνω από το περβάζι του. Στη θέση που υποτίθεται ήταν τα τζάμια, εκείνη η ίδια που ήταν πολύ πιο επιδέξια από εμάς, είχε κόψει το χαρτί για να δώσει την αίσθηση πως ήταν ανοικτό. Αυτό λοιπόν το χάρτινο παραθυράκι βάζαμε πάνω στο κείμενο στο αναγνωστικό και όταν μας έλεγε να αφήσουμε να πετάξει μια λέξη, έπρεπε να την εντοπίσουμε φέρνοντας το άνοιγμα πάνω της και να την διαβάσουμε. Περνούσε από όλα τα θρανία να βεβαιωθεί ότι είχαμε βρει όλοι τη σωστή λέξη. Πολλές φορές μετακινούσε αριστερά ή δεξιά το παράθυρο και μας ζητούσε να ψιθυρίσουμε και μετά να διαβάσουμε τις συλλαβές. Και διαβάζαμε τις εύκολες λέξεις με ευκολία και τις δύσκολες με χίλια βάσανα. Όμως όπως και να είχε, οι λέξεις τελικά τα κατάφερναν και πετούσαν!

Καμιά φορά, άθελα μου, τις ακολουθούσα στο πέταγμα τους, δεν ήταν δα και μεγάλη η απόσταση από το αναγνωστικό μέχρι το μεγάλο παράθυρο. Η κυρία Αντιγόνη αγωνιούσε να με μάθει να διαβάζω κι εγώ τό ’σκαγα μαζί τους, χωρίς αποσκευές στο ταξίδι τους ψιθυρίζοντας σχεδόν από μέσα μου, χωρίς να τις λέω φωναχτά τις περισσότερες φορές.

«Έλα, συλλάβισε και μετά διάβασε δυνατά και καθαρά, μη ντρέπεσαι», με παρότρυνε «την ξέρεις τη λέξη».

Την κοίταζα στα μάτια και μετά τολμούσα, όχι να προφέρω τη λέξη μα να δικαιολογηθώ: «αφού ξέρουν, ότι τις ξέρω, γιατί να το κάνω; Μπορεί και να τρομάξουν…»

Εκείνη την ίδια μέρα είχε σκύψει πάνω από το αναγνωστικό μου και πότε συλλάβιζε, πότε διάβαζε μετακινώντας το χάρτινο παραθυράκι από λέξη σε λέξη και από σελίδα σε σελίδα αφού κάναμε επανάληψη όλα όσα είχαμε μάθει και ήταν πια πολλά. «Ώρα, καλή, κα-ρά-βι, σύ-ρε, γιαλό – γιαλό, έ-λε-γε, σύρε, με, το, καλό, έλεγε, ο, Μίμης…» από αυτό είχε αρχίσει και επαναλαμβάναμε όλα μαζί τα παιδιά. Η φωνή της με νανούριζε. Το μυαλό μου ταξίδευε. Σίγουρα θα περίμενε και τη δική μου συμμετοχή πιο ζωηρή, μα κάποια στιγμή όταν ένα χελιδόνι μπήκε μέσα στην αίθουσα αποσπάστηκε εντελώς η προσοχή μου. Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ και ακολουθώντας το φτερούγισμά του έφυγα. Δυο τρεις γύρους έκανε τιτιβίζοντας ίσα να αναγγείλει την Άνοιξη κι ύστερα πέταξε έξω μακριά.

Η δασκάλα συνέχιζε να διαβάζει πιο γρήγορα όμως, ενώ χτυπώντας με απαλά στην πλάτη προσπαθούσε να μού θυμίσει πως ήμασταν στην αίθουσα. «Χελιδόνι μου γλυκό/ που πετάς στον ουρανό/ έλα κάτω να σου πω /πως πολύ ‘‘ σε αγαπώ’’ ». Εκεί στο «σ’ αγαπώ», κάτι κατάλαβα, πετάχτηκα πάνω την αγκάλιασα και με φανερό καρδιοχτύπι, «κυρία κι εγώ σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» της είπα «αλλά, κυρία έρχεται η ψιχαλιστή βροχή, εγώ σήμερα αυτή τη βροχή περιμένω, τη βροχή κυρία, την ψιχαλιστή».

«Μάτια μου ψιχαλιστά», ακόμα ακούω τη φωνή της, όπως τότε που έσκυψε και μού το είπε στο αυτί, πάλι μυστικά, όπως κάθε φορά. Πριν από εμένα, το ίδιο μυστικά κάτι είχε ψιθυρίσει στο αυτί του Κωστή. Ύστερα βρήκε τη λέξη νερό και της άνοιξε το χαρτονένιο παραθυράκι. «Ποιά λέξη θ’ αφήσουμε να πετάξει, να γίνει ψιχάλα και μετά βροχή;» ρώτησε. «Νε- ρό», συλλάβισα διστακτικά και μετά δυνατά «νερό, νερό, νερό, νερό» κι έπεφταν τώρα πιο πολλές ψιχάλες στα τζάμια κι ύστερα έγιναν ξαφνική βροχή κι η Όστρια έπαιζε μα χωρίς πείσμα πια με τις βαριές κουρτίνες και το παράθυρο.

«Νερό – νερό θα τα μάθετε όλα, αύριο να τα ξέρετε καλύτερα», αυτό είχε πει πριν χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα και ευχαριστημένη άνοιξε το βάζο με τις καραμέλες και μας τις μοίρασε.

Το χάρτινο παραθυράκι έμεινε πίσω απ’ τον καιρό ανοικτό, πάνω στο αλφαβητάρι της μνήμης, σ’ εκείνη τη μικρή χελιδονοφωλιά κι έχει στο περβάζι του φεγγάρια, γιασεμιά και χρώματα. Όλα μιλούν και όλα σωπαίνουν ταυτόχρονα. Κάθε Άνοιξη το πρώτο χελιδόνι φτερουγίζει ψηλά. Σηκώνω τα χέρια, αγγίζει το ένα το άλλο κι ύστερα θαρρείς κι ανεβαίνουν μαζί τα σκαλοπάτια τ’ ουρανού, τα χέρια, ναι τα χέρια ανεβαίνουν κρυφά από όσους δεν πιστεύουν στα μάγια και στα θαύματα, έτσι κάνουν τα χέρια.

Προσπαθώ να το ακολουθήσω το μικρό χελιδόνι μέσα από τα περάσματα της φαντασίας και της αθωότητας. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Κοιτάζω κάτω. Οι βρεγμένες αυλές έχουν μια παράξενη λάμψη και μυρωδιές φερμένες από αλλού. Το αλλού είναι πιο πέρα από τα πέρατα της ψυχής ή μέσα μας, εκεί στο βλεφάρισμα του κεραυνού. Παρατηρώ τον εαυτό μου με άλλα μάτια. Όλα είναι εκεί, εκεί που γέρνουν οι ψυχές, εκεί που ακόμα είναι χτες.

Δύσκολο τούτο το ταξίδι; Όχι! Ακούω μόνο την αναπνοή της Δρακοκαβαλάρισσας μέσα στη σιγαλιά. Σε λίγο θ’ ανάψει τη Σελένα, έτσι γίνεται, είναι το βουνό που φέγγει αλλιώς, φέγγει την αλήθεια. Στο δικό της βουνό, εκείνη το ανάβει κι ύστερα χορεύει στο φεγγισμένο αλώνι και χτυπά τα πόδια της ρυθμικά για ν’ ακούγονται οι ήχοι από τα κουδούνια, αυτά που έχει κρεμασμένα στα σαντάλια της και ξορκίζει το κακό. Έτσι ξυπνούν οι μνήμες κι ο καιρός της αγάπης. Η γιαγιά Γαρυφαλλιά μού τα θυμίζει όλα τούτα κι εγώ τα ξαναλέω στη δασκάλα μου, κι εκείνη κάνει πως δεν τα ξέρει και μένει τάχα μου με το στόμα ανοικτό κι ύστερα μ’ αγκαλιάζει και μου ψιθυρίζει: «Μάτια μου ψιχαλιστά… »

Μα πρώτα, πρέπει το χελιδόνι να φτάσει ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορεί, να βρει τον παλιό καιρό, να τον ξυπνήσει, να τού μιλήσει για το τρεμάμενο νερό της ζωής και τη μικρή – μεγάλη ζωή τού έρωντα, τού δίκταμου δηλαδή. Η αρχαία πέτρα παίρνει μορφή. Ραγίζει η λήθη. Η μάνα γαία αθωώνει τις σκιές στα πλάγια και το πρωτόπειρο χελιδόνι παίρνει θάρρος κι όλο ψηλώνει, ψηλώνει, μακραίνει και χάνεται, προσωρινά.

Και μετά νάτο χαρούμενο, σημαδεύει ένα αστέρι τιτιβίζοντας. Παίρνει φόρα, αγγίζει το μελάνι της νύχτας, βάφει τα φτερά του, κλέβει τη φλόγα αυτή που δεν τρέμει στον άνεμο. Μα και πάλι, δεν είναι μόνο αυτό. Καταφέρνει και σκίζει το μαύρο βελούδο, κολλάει πάνω του το χάρτινο παραθυράκι και τότε, τότε… Χαμηλώνει ο ουρανός και βλέπω το δικό μου φεγγάρι. Κοιταζόμαστε με αγάπη. Ανανεώνουμε το ραντεβού μας τον Αύγουστο, κάθε Αύγουστο στην κορυφή της Δίκτης, εκεί με την αρχαία θεά, την όμορφη και ελεύθερη Δίκτυννα, εκείνη που αλλάζει τη γραμμή της καρδιάς στο χέρι μου για να είμαι πάντα ελεύθερη.

Πηγαινοέρχομαι άθελά μου πάνω στην ασημένια τού χρόνου κλωστή, πότε πίσω και πότε εμπρός απ’ τον καιρό προσπαθώντας να βρω μια γωνιά σ’ ένα κήπο, να βολεύει τα θέλω μου και τα μπορώ, να χωρέσω στη ζωή και στην αγάπη. Η καρδιά μου, ένα κόκκινο μήλο γίνεται ίδιο και απαράλλαχτο μ’ εκείνο που συνήθιζε να έχει πάνω στην έδρα η κυρία Αντιγόνη, ένα κόκκινο μήλο τού Λασιθιώτικου κάμπου. Με την καρδιά μου ζω και ανακαλύπτω τον κόσμο ακόμη κι όποτε δυσκολεύομαι απλώνω το χέρι κι έρχεται η αρχαία θεά, η Δίκτυννα είπαμε και μού αλλάζει τις γραμμές στο χέρι.

Ύστερα με κρατά σφιχτά η κυρία Αντιγόνη από το ίδιο χέρι και συνεχίζω να προχωρώ και πηγαίνω την ψυχή μου ένα βήμα πιο πέρα και κάθε φορά από την αρχή ανακαλύπτω πράγματα που ή δεν τους έδινα σημασία και τα προσπερνούσα αδιάφορα ή αντικρίζω καινούριες εικόνες, όμορφες και τα πρόσωπα που συναντώ αλλάζουν άξαφνα μορφή θαρρείς και ξαναγεννιούνται στο φως κι ο κόσμος μου γεμίζει ευωδιές. «Εσύ, εσύ τα έκανες να ανθίσουν και να γεμίσουν τη νύχτα μυρωδιές», λέει η δασκάλα και μετά παίρνει βαθιά ανάσα και «μάτια μου ψιχαλιστά, εσύ είσαι η ακριβή μου μαθήτρια…» ακούει το μικρό χελιδόνι.

Τα χρόνια κύλησαν, κυλούν, καμιά φορά όπως τα δάκρυα στο πρόσωπο ή η βροχή στο τζάμι. Μεγάλωσα κι ακόμα οι αιώνες είναι εκεί στη ρίζα του όρους Δίκτη, φυτρώνουν με τα χαμομήλια, ανθίζουν με τις μηλιές και με τις μαντηλίδες και τις φασκομηλιές και το θρούμπι. Μυρίζει ο τόπος νοσταλγία. Είχε δίκιο η δασκάλα, οι αιώνες ούτε μεγαλώνουν, ούτε και παλιώνουν τελικά. Στοιχειώνουν παντού μαζί με τις ιστορίες τους, ακόμη και κάτω από τον ασβέστη τους βρίσκεις αν ξύσεις λιγάκι και τον ξεφλουδίσεις με το νύχι σου.

Μέσα από τα παραμύθια ξυπνώ και μια αρμαθιά σερπετά κι άστρα είναι γιορντάνι στην κορφή, να μην αφήσουν την κόρη που φυλάει τις οκτώ σιωπές της αγάπης ν’ ανεβεί, όχι πριν πλέξει το χρυσό γαϊτάνι, όχι πριν ορκιστεί στο πρώτο φιλί και στο ολόγιομο φεγγάρι, πριν προλάβει και δέσει στη στερνή ηλιαχτίδα τ’ αποχτενίδια που θα γίνουν δαχτυλίδια. Πόσο όμορφα όλα!

Η δασκάλα συμπληρώνει με πάθος όλες μου τις ιστορίες. «Τρελαίνομαι να σε ακούω, τρελαίνομαι», μού λέει και μετά προσθέτει και κάτι από τη δική της σκέψη. Ξέρει να πάει παρακάτω όλα αυτά το λόγια που αφήνει στη μέση η θεία η Δόξα για να συνεχίσει τη δαντέλα που πλέκει. Παρακάτω πηγαίνει και όσα η θεία Χαρίκλεια πεισματικά αρνείται να φτάσει ως την άκρη της κόκκινης κλωστής τού παραμυθιού γιατί θέλει το τέλος να είναι δικό μου. Αλλά και αυτές τις μισές και μικρές, που μού πουλούν οι γερόντισσες τα απογεύματα όταν κάθονται με τη γιαγιά Γαρυφαλλιά και λένε, λένε, λένε, όχι ιστορίες από το σωρό, αλλά ένα σωρό ιστορίες. Βάζει χρώματα και τραγούδια και γέλια και δάκρυα. Έτσι δίνει νόημα στη φαντασία μου.

Τα μάτια, μια στ’ άστρα και μια στην άβυσσο κι ύστερα χαμηλωμένο το βλέμμα γεμάτο πάχνη γέρνει στο χώμα. «Αύριο, αύριο, αύριο… » Η φωνή της, μέσα μου ηχεί. Έμαθα να φωτίζω το παρόν με το λυχναράκι τού αύριο, έτσι όπως μού το έλεγε: «Με το λυχναράκι τού αύριο να φέγγεις στο σήμερα, εσύ φωτίζεις αυτά που θέλεις κι αυτά που αισθάνεσαι και να κρατάς το μολυβάκι σου σφιχτά, να δείχνεις εμπιστοσύνη στα χέρια και να γράφεις με την καρδιά σου… » Και κάτι ακόμα, μια ευχή «η αγάπη να βρει τα όνειρα και να κατοικήσει στις μέρες και στις νύχτες μας, εμείς μ’ αυτό το όνειρο καλούμε το φεγγάρι και με το ίδιο προσκυνούμε τον ήλιο».

Η σχέση μου με τη δασκάλα είχε ευθύς εξαρχής μιαν οικειότητα απροσδόκητη, μιαν άλλη ομορφιά αφήνοντάς μου μια γεύση σαν γλυκό του κουταλιού. Γλυκό κυδώνι με άρωμα κανέλλας. Ναι, ένιωθα πως ήταν μια φιλία αταίριαστη λόγω της διαφοράς της ηλικίας μας, μα και εκείνη ήταν κατά βάθος παιδί. Σαν παιδί γελούσε με ευκολία και σαν παιδί πάλι με την ίδια ευκολία έκλαιγε. Με κρατά από το χέρι. Νιώθω το άγγιγμα δροσερό και το χάδι της βελούδινο. Αυτό με κάνει περήφανη. Καμαρώνω. Τολμώ και ρωτώ ξανά με το ίδιο ύφος απορίας και τα μάτια ορθάνοιχτα πίσω από τα πεταλουδίστικα γυαλιά, στη φαντασία μου όμως τώρα πια. Θέλω να την ακούω και τα καταφέρνω, όταν ξεχειλίζει η μοναξιά κάποιες νύχτες, αυτές που χαμηλώνει ο ουρανός και βρέχει.

«Τι είναι η καλοσύνη κυρία;»

«Οι πράξεις μας και μόνο οι πράξεις μας, οι σκέψεις δεν φτάνουν από μόνες τους, εκείνες φωτίζουν το δρόμο, κεράκια αναμμένα».

«Και η αθωότητα κυρία;»

«Ρούχο που κεντά η καλοσύνη, αυτό που φοράμε κατάσαρκα για να μην κρυώνει η ψυχή».

«Και τι κάνει ο ήλιος τη νύχτα;»

«Κλέβει τις σπίθες που μένουν έξω από τα κλειστά ματόκλαδα των παιδιών για να συνεχίζει το φως το ταξίδι του».

«Πότε θα ξυπνήσει ο καιρός της αγάπης κυρία;»

«Όταν δεν θα πεινάει κανένα παιδί και ο μόνος πόλεμος που θα γνωρίζουμε θα είναι ο χαρτοπόλεμος.»

«Ονειροπόλεμος» σκέφτομαι από μέσα μου, δεν το λέω. Φαντάζομαι όμως, τι ωραία που θα ήταν να πετάμε χρωματιστά όνειρα ο ένας στον άλλο και να γίνεται χορός και χαμός με κομφετί ώσπου να ξυπνήσει ο καιρός της αγάπης.

Ο αέρας της θύμησης γεμίζει πολύχρωμα μικρά χαρτάκια που στροβιλίζονται χορεύοντας πριν πέσουν στο πάτωμα, ή πριν κρυφτούν και ξεχαστούν στα πιο απίθανα σημεία, ακόμη και στον ιστό της αράχνης στη γωνία τού απαίσιου λευκού παραβάν της τιμωρίας που όλοι φοβόμαστε όταν βλέπουμε τον κύριο Αλκιβιάδη, τον Διευθυντή του σχολείου.

Η δασκάλα μού επέτρεπε να ονειρεύομαι ίσως να μού δίδαξε και την τέχνη να ονειρεύομαι με σχέδιο. Όσα έλεγε σημείωναν περάσματα και δρόμους στον άγραφο χάρτη του νου και με ταξίδευαν πιο πέρα, παραπέρα από την τάξη και την αυλή του σχολείου. Κι όταν δεν τα κατάφερνα κι έκλαιγα, σκούπιζε με το καθαρό μαντηλάκι της τα δικά μου δάκρυα και μού έλεγε πως ήταν τυχερή γιατί τής τα χάριζα, εκείνα τα ψιχαλιστά δάκρυα, ενώ κάποια άλλα, δεν ξέρω ποιά, τα αγόραζε και μάλιστα «πολύ ακριβά».

Όταν το καρδιοχτύπι γίνεται εμβατήριο ζωής και η παπαρούνα δηλώνει πανταχού παρούσα, τότε η ζωή έχει μια παραπάνω απαίτηση… Να θυμάσαι, να τα θυμάσαι όλα καθαρά κι όχι μέσα από λασπερά θολά νερά. Καλύτερα να θυμάσαι μέσα από δάκρυα. Καλύτερα.

Λένε πως καμιά φορά σου χτυπούν την πόρτα, πάντα νύχτα οι ψυχές που σε αγάπησαν, φτάνει μισό φεγγάρι να έχει κρεμαστεί μπροστά από το παράθυρο σου.

Λένε πως όταν η νοτισμένη γη τρέμει, είναι οι ψυχές που σκάβουν τη φλούδα της, ζητιανεύοντας ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο κι ένα δάκρυ…

Διπλογονατίζεις πάνω στην υφαντή κόκκινη σάρτζα της γιαγιάς. Προσκυνάς τη θύμηση, ευλαβικά. Είσαι από εκείνο τον τόπο που οι άνθρωποι τιμούν τη μέρα της Γονατιστής, τη μέρα που οι ψυχές βρίσκονται πιο κοντά σου παρά ποτέ, μπορεί και μια ανάσα από το σβέρκο σου και περιμένουν να κοιτάξεις μέσα στο ποτήρι της μνήμης, τώρα που δεν είσαι πια αγράμματη της αγάπης, τώρα που ξέρεις… Αισθάνεσαι την αγωνία τους στο θρόισμα των φύλλων και στο αθόρυβο πέταγμα της πεταλούδας. Και τα φύλλα της καρυδιάς μαραμένα πάνω στην ταφόπλακα, παλιό έθιμο, συνεχίζουν να αφήνουν την πίκρα τους στο χώμα συμβολικά, όπως τα δάκρυα στους αποχωρισμούς, μα έχεις ζυμώσει το γλυκό ψωμί για το καινούριο αντάμωμα, σ’ αυτό πιστεύεις, το μεγάλο καινούριο αντάμωμα αύριο στο φως.

Τρίβεις στις χούφτες μια φέτα από τη μέση του άρτου και τη σκορπίζεις ψίχουλα στο χώμα. Βουρκώνουν τα μάτια κι όμως χαμογελάς. Συλλαβίζεις ονόματα. Έτσι συμβαίνει. Κι ύστερα γέρνεις την πήλινη στάμνα και ρίχνεις από πάνω το κρασί στάλα – στάλα. «Να μεταλάβουν οι ψυχές», λες με την ίδια συγκίνηση που το έλεγε η μάνα σου, η γιαγιά σου, οι γυναίκες τού παλιού καιρού. Γεμίζεις την κούπα, τη δική σου. Τεντώνεις τα χέρια, την υψώνεις στον ουρανό. «Ως τον πάτο», εύχεσαι. Τη φέρνεις στα χείλη. Ξεδιψάς με κρασί. Τη φιλάς με ευγνωμοσύνη και την ξαναγεμίζεις για τον διπλανό σου. Επαναλαμβάνει το ίδιο. Να μεταλάβουν όλοι. Να ξεδιψάσουν όλοι. Αρχίζει ο κύκλιος χορός. Βήματα ρυθμικά, γρήγορα, πατάς με τις μύτες των ποδιών τούτη τη φλούδα που σ’ ανάστησε, ν’ ακούσει η γη, να μας γνωρίσουν οι ψυχές, να μας φυλάξει ο ουρανός.

Οι πόρτες που θέλεις ανοίγουν από τις αγκαλιές. Ανοίγω αγκαλιά και παράθυρο. Η Άνοιξη είναι εδώ φορτωμένη παπαρούνες. Τη νύχτα το φεγγάρι μοιάζει πολυέλαιος πάνω από το σπίτι μου στην Κέρκυρα. Το σκοτάδι πήρε να μυρίζει γιασεμί. Η μορφή της, τής δασκάλας, κάπου εκεί στο βάθος τού ορίζοντα πότε φεύγει, πότε έρχεται πότε στέκεται και περιμένει τη μάνα μου, τη γιαγιά, τον παππού.

Κάνω ό,τι με συμβούλευε, τα καλύτερα όνειρα τα διπλώνω στη βιτρίνα τού νου. Ναι, έτσι με δασκάλευε, μα δεν μού είχε πει ποτέ πως έρχεται καμιά φορά εκεί που δεν το περιμένουμε μια αδέσποτη πέτρα και σπάει το τζάμι τής βιτρίνας και τότε ο ξένος άνεμος απειλεί, και τα παίρνει τα καλά όνειρα και γυρεύει να τα σκορπίσει μακριά στο φάλτσο τού κόσμου.

Ανοίγω διάπλατα ξανά την αγκαλιά και το παράθυρο. Περιμένω την Όστρια.

Ύστερα από χρόνια, κάποιοι, ασκώντας τη μνήμη, αναπτύσσουν μια πιο αγαπητική και πιο πονετική σχέση μαζί της. Σε αυτή τη μειοψηφία ανήκει και η ταπεινότητά μου, σ’ εκείνους που πιστεύουν πως ανάγκη τού ανθρώπου είναι να κατανοήσει, να ερμηνεύσει και τελικά να αναγνωρίσει και να μάθει πρώτα τον εαυτό του αρχίζοντας από εκεί που έκανε τα πρώτα βήματα, προκειμένου να αντιληφθεί την ουσία τής ζωής και το πέρα από τ’ ανθρώπινα πριν γίνει νερό κι αλάτι.

Ώρα δειλινού. Κάτι από τη φύση χώρεσε κι απόψε στη μνήμη κι άνθισαν ξανά τα χαλάσματα, ώρα που οι παλιές πέτρες αποκτούν αφή και οι λέξεις που έχουν αμαρτήσει αρχίζουν την εξομολόγηση. Συνήθεια παλιά η ερημιά τού τοπίου.

Καμιά φορά γίνονται και οι λέξεις μικρές, τότε που θέλουν να σώσουν σκέψεις, αναμνήσεις, όνειρα…

Όμως όταν χωρά μέσα σε μια παιδική ζωγραφιά τόσο φως, όταν σ’ ένα στίχο που γράφεις ξαφνικά αισθάνεσαι πως κρύβεσαι σκιά τής σκιάς της… 

Όταν το τώρα γίνεται ανάγκη και γράφονται τα αληθινά τής ψυχής, τότε ξαναρωτάς σαν να είσαι παιδί.

«Γράφεται η καληνύχτα με μελάνι;»

«Όχι δεν φτάνει.»

«Μ’ έναν ψίθυρο ίσως;»

«Και τού κόσμου το μίσος;»

«Κι αν την φέρνει η βροχή;»

«Περιμένει η ψυχή…»

Ναι, ξέρεις πως η ψυχή περιμένει να προχωρήσεις, να πας μπροστά. Όρθια περπατησιά κατάντικρυ στο φως. Το χέρι αντήλιο. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να πέσεις χαμηλά, κανένα. Εσένα που σού κέντησε φτερά στους ώμους και σε δίδαξε πώς από μια χούφτα πηλός που γεννήθηκες, μπορείς να ξεφύγεις από τη ρωγμή τού χρόνου και να λευτερωθείς αύριο…

Με γοητεύει το παιχνίδι της μνήμης, αγαπώ τις λέξεις. Περιπλανιέμαι στην αυλή τού σχολείου, στον κήπο με τις τριανταφυλλιές και την ψάχνω. Ο φράχτης ανθίζει. Ο κισσός γεμίζει πουλιά. Δυο περιστέρια γουργουρίζουν πιο πέρα ευτυχισμένα. Τα παιδιά τρέχουν, τρέχουν να προλάβουν τη στιγμή, τη μαγεία, τη χαρά, τη ζωή. Καμιά φορά σκοντάφτουν στα χαλίκια. Εκείνη σιμώνει βήμα – βήμα, ακούω τα τακούνια της στο πλακόστρωτο. Φοράει μπλε φόρεμα με μικρό άσπρο φιόγκο στο στήθος. Το χαμόγελό της ανείπωτα γλυκό, μέλι. Η κίνηση ανέμελη ξεχειλίζει από ενθουσιασμό. Κάτι συλλαβίζει. Τα πουλιά τρομάζουν και φεύγουν. Γυρίζω το κεφάλι, ανοίγω τα χέρια, περιμένω να την αγκαλιάσω.

Ξαφνικά, από κάπου έρχεται παγωνιά. Έξω φυσάει η λήθη, μακριά αλλά φυσάει. Αυτή φταίει, η λήθη.

«Δηλητήριο η λησμονιά», έλεγε η γιαγιά Γαρυφαλλιά. Τα δέντρα ξεγυμνώνονται τα φύλλα, τα νιοφτέρουγα πουλιά της σκέψης τρέχουν και κρύβονται. Σκοτεινιάζει. Βλέπω την αναπόλησή μου να σκορπίζει, να χάνεται. Μένω για λίγο κατάχλωμη, ασάλευτη μπροστά στη λευκή κόλλα και σε τούτη την αόρατη απειλή, τη λήθη. Ευτυχώς μόνο για λίγο. Μετά ξαναπιάνω την πένα, ορθώνω τ’ ανάστημα με πρόκληση. Τα μαυλιστικά της μάτια δεν μού λένε τίποτα. Όχι, όχι, δεν θα της κάνω το χατίρι. Την αφήνω, τη λήθη, να περάσει δίπλα μου μα χωρίς να με αγγίξει, χωρίς να με τυλίξει στα πέπλα της.

Η νύχτα απλώνει όλο περιέργεια και υποσχέσεις τις μαύρες δαντέλες πάνω από τις χορταριασμένες κεραμιδοσκεπές της παλιάς πόλης. Τα φανάρια στο Λιστόν όλα αναμμένα. Το ίδιο και στην πάνω πλατεία. Οι κανταδόροι τραγουδούν στα Μουράγια. Στο σπίτι του Σολωμού ένα κερί φωτίζει το παράθυρο. Σε τούτες τις γειτονιές, ζουν ακόμη οι παλιές ψυχές. Είναι αυτές που σπέρνουν λόγια και θαύματα στο καλντερίμι.

«Κόντε μου, εσύ που αγόραζες τις λέξεις… », η φωνή της Ρηγγίνας Λέζα, έρχεται από πιο μακριά, από τη Ζάκυνθο.

Βροχή, η θηλυκή αρχή της δημιουργίας. Ξέρεις η βροχή σε οδηγεί, όχι εκεί που θα συναντήσεις ανθρώπους δύναμης, αλλά αντίθετα, εκεί που σκοντάφτεις πάνω στην απλότητα και τη σοφία, στα στενά καντούνια. Το θρόισμα της ψυχής φτάνει μυστηριωδώς πρώτο, πριν απ’ τα βήματα εδώ. Η βροχή είναι διαμαρτύρηση στη λήθη.

Νάτην, η κυρία Αντιγόνη περπατάει στη βροχή, εκεί, νάτη στον κήπο του λαού. Βλέπω την ομπρέλα της. Εμένα θα ψάχνει.

Παράξενα ήρεμη η καρδιά συνεχίζει να γυρίζει σελίδες από το σημειωματάριο των πρώτων χρόνων της Ζωής. Η μνήμη είναι και θα μείνει κάστρο άπαρτο.

Η δασκάλα ανεβαίνει στην Πινακοθήκη. Τρέχω να την φτάσω στη σκάλα. Απλώνω το χέρι χωρίς δισταγμό. Με το δικό της, η δασκάλα στρώνει τα μαύρα της μαλλιά. Μετά αφήνεται περίσσια περήφανη χορεύοντας στον αιθέρα πάνω από το Παλαιό Φρούριο…

«Ένα αντίο γλυκό να χαρίσω / στολισμένο με πέτρα λευκή

με φωνή καθαρή να κεντήσω / μια ευχή για ν΄ αντέχεις εσύ»

Όχι, δεν είναι η δασκάλα που τραγουδά, όχι. Η Δόξα Καγιούλη είναι, μια φωνή γεμάτη βροχή.

Κι ύστερα… Βρέχει σιγά-σιγά κι αγαλιανά μέσα μου. Η καρδιά χτυπά μ’ ευγνωμοσύνη. Οι παλιές ψυχές θυμούνται με εικόνες. Ξημερώνει.

Αγαπώ τη βροχή και την Κέρκυρα γιατί μού επιτρέπουν το ταξίδι. Έφεξε για τα καλά η Ανατολή. Πιάνω κουβέντα με τις νόνες στα καντούνια, στο Καμπιέλο, από φανέστρα, σε φανέστρα.

-Κι αν έχω αποστασιοποιηθεί από την ύλη και γυρεύω το πνεύμα όταν ο ψίθυρος της Όστριας έχει σταματήσει για ν’ αρχίσει ο αιώνιος χορός της βροχής;

-Καλά κάνεις, καλά, ψυχή τση ψυχής μου, η σιόρα Επιστήμη.

-Κι αν είναι τώρα το κάλεσμα τού καιρού της αγάπης και γίνεται μεγαλύτερη ανάγκη η επιστροφή στην πρώτη ουσία της ζωής;

-Καλά κάνεις ψυχή μου. Τό ’παμε, πάρε και λίγο φρεσκαμέντο απ’ τη ρούγα, ν’ ανασάνεις, η σιόρα Γιολάντα.

-Κι αν ζητώ να βουλιάζω κάπου – κάπου στη μοναξιά γιατί δεν αντέχω την κακογουστιά γύρω μου;

-Ναίσκε ψυχή μου, ναίσκε, ό,τι πεις, η σιόρα Ναυσικά.

Κι αν είναι αλήθεια πως οι ψυχές θυμούνται την παλιά τους ταυτότητα και μελαγχολούν όταν μιλούν για την αγάπη;

-Αμητί, αλεγραμέντε κόρη μου, η σιόρα Αγγιολίνα.

-Κι αν βάζω χαλινάρι στο νου και ελέγχω τις σκέψεις για να μην προδώσω τις λέξεις μου;

-Αφιτιβαμέντε, η σιόρα Φιλομήλα.

-Κι αν ελευθερία τελικά σημαίνει ν’ ακούω την καρδιά μου, να πηγαίνω όπου με πηγαίνει χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς πρέπει;

-Βεραμέντε μάτια μου, βεραμέντε, η σιόρα Πολύμνια.

-Κι αν έμαθα να ονειρεύομαι μ’ ένα φτερούγισμα στην καρδιά;

-Βουρλίζομαι να σε ακούω, βουρλίζομαι, η σιόρα Αμαρυλλίδα.

Κι αν είναι αλήθεια πως η νοσταλγία έχει τη δύναμη να μας ταξιδέψει στη φαντασία πέρα από το φάλτσο της πραγματικότητας με εισιτήριο ένα δάκρυ;

-Μάτια μου ψιχαλιστά, τζόγια μου, αυτό κι αν είναι βένταμα ψυχή μου, η σιόρα Φιγαλία.

Με αυτό το κάτι από τη μαγείας τής Κέρκυρας ξημερώνει, βραδιάζει, νυχτώνει.

Λένε πως η καλημέρα είναι ταξίδι και η καληνύχτα, ευκαιρία για σιωπή.

Καληνύχτα λοιπόν…

Ζωή Δικταίου

[Από το βιβλίο της «Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα», εκδόσεις «Φίλντισι», 2019, ISBN: 9786185101916]


[Η εικόνα που συνοδεύει το διήγημα είναι λεπτομέρεια από τον πίνακα «Σχολική τάξη» του Βέλγου ζωγράφου Basile de Loose, 1809 – 1885]


Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:106