Εφτάζυμες αναμνήσεις | της Ζωής Δικταίου
«Εδώ οι ποιητές μιλούν με τον καιρό και μ` ένα πικραμύγδαλο στη χούφτα ξορκίζουν τον θάνατο. Οι ποιητές, το ξέρεις, δεν φεύγουν ποτέ, ανεβαίνουν ψηλά, συλλαβίζουν πάντα στη μέσα ραφή της ψυχής την αγάπη, διαβάζουν τη βροχή στο φως και ανάβουν τα καινούρια άστρα με την αφή, να φέγγει αύριο, το μέλλον τριαντάφυλλα. Τριαντάφυλλα Ζωή μου, τριαντάφυλλα, οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα…», αναγνωρίζεις τη φωνή κι απλώνεις το χέρι, με μια ραγισμένη ανατριχίλα ζητάς να σε κρατήσει, πριν η ανώνυμη οδύνη του έρωτα γυρέψει πρόσωπο, πριν αποκτήσει ο πόθος σάρκα και οστά.
Τελικά είσαι ασυγχώρητη και αδιόρθωτη. Η ησυχία προστατεύει τις σκέψεις σου, μα όχι για πολύ. Αφήνεις την πολύχρωμη, ψηφιδωτή μνήμη στο καταφύγιο στο Στροβίλι και κατεβαίνεις να συναντηθείς με την σημερινή ζωή. Τα χωριά, όλα και τα δεκαοκτώ, τούτη την ώρα νωχελικά πνιγμένα στο χρυσοκόκκινο φως της δύσης έχουν άλλη ομορφιά.
Μια μενεξεδένια ανταύγεια του ήλιου φεύγει προς του Κλώρου. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά, μα και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Οι ασβεστωμένες αυλές μυρίζουν βασιλικό και άγριες βιόλες. Οι παλιές γειτονιές, γωνιές ενός παραδείσου και όχι της μνήμης είναι ακόμη εδώ. Με τη φαντασία αγιογραφείς έναν άγγελο ή έναν έρωτα, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις.
Ξεχωρίζεις όμως τους ήχους της λύρας. Έχουν χαρές στην Κουδουμαλιά, στη γειτονιά με τις αντρικοκιές. Την αντρικοκιά με τα πολλά αγκάθια και τους μικροσκοπικούς κόκκινους καρπούς που είναι βότανο για την καρδιά, λένε οι ντόπιοι κουδούμαλο. Από αυτό πήρε το όνομά του το χωριό, επειδή είχε πολλές στην περιοχή που είναι χτισμένο.
Μια μέλισσα γυροφέρνει το δεντρουλάκι στην αυλή του γαμπρού, έτοιμη να τρυγήσει τον ανθό. Καλό σημάδι, γούρι και τύχη. Μπορεί να είναι σε μια βδομάδα ο γάμος, μα το γλέντι έχει ήδη αρχίσει, από προχτές χορεύουν. Στο Λασίθι, τούτες οι χαρές κρατούν μέρες. Σταματάς να χαιρετήσεις, να ευχηθείς από καρδιάς. Δυο πουλιά, δυο περιστέρια σου δείχνουν το δικό σου προορισμό, το δρόμο για το πατρικό της νύφης.
Η μυρωδιά από το αναπιασμένο εφτάζυμο, στο φεστόνι πάνω στο κεντητό τραπεζομάντηλο που σκεπάζει την ξύλινη σκάφη, σου υπενθυμίζει πως δεν είναι στέρφα η μνήμη σου. Σηκώνεις τα μανίκια ψηλά, ως τον αγκώνα. Ετοιμάζεσαι, θέλεις να συμμετέχεις σε τούτη τη μυσταγωγία. Μασάς πρώτα το δαφνόφυλλο και ύστερα τη μαστίχα. Προσκυνάς το μαυρομάνικο. Σαπουνίζεις τα χέρια στην πελεκητή γούρνα, στην εμπασιά του φουρνόσπιτου. Παίρνεις μια σβηστή καρβουνίδα σημαδεύεις την άκρη του ζερβού φρυδιού, για το φταρμό.
Η λέξη εφτάζυμο παραπέμπει σε εφτά φορές ζυμωμένο ψωμί, είναι όμως παραφθορά. Ψωμί που καλύπτεται από μυστήρια και δοξασίες, αυτόζυμο, διότι η ζύμωση του προκύπτει μέσα από τα ίδια υλικά που το αποτελούν. Θα το ζυμώσουν όμως εφτά φορές τούτο το ψωμί για ν’ αφρατέψει, σ’ εφτά χωριά θα μοσκομυρίσει και θα φτάσει η φήμη του. Στο πρώτο ζύμωμα θα πάει ο κουνενός ομοιόμορφα σε όλο το αλεύρι για να γίνει όλο ένα ανεβασμένο ζυμάρι. Θ’ ακολουθήσει το πρώτο και το δεύτερο γρόθυσμα πριν φέρουν τέταρτη και πέμπτη φορά τα πάνω κάτω στη σκάφη πότε από τ’ αριστερά προς τα δεξιά και πότε αντίστροφα. Στην έκτη φορά θα κανακέψουν και θα παινέψουν τη ζύμη και τη νύφη, θα την αφήσουν να ξεκουραστεί και στον έβδομο γύρο θ’ αρχίσει το γλυκοζύμωμα μα τα χέρια βουτηγμένα σε αραιό νερόμελο.
Ξέρεις από τη γιαγιά και τη μάννα σου, πως ματιάζεται εύκολα, «σαν τσι αμάλαγες κορασοπούλες όντε τως (ε) παντήχνει πρώτη φορά σμιχτοφρύδης ντελικανής στο τρίστρατο.»
Το εφτάζυμο φουσκώνει με την καλή κουβέντα και τη μαντινάδα, είναι η ζύμη που όσο πιο πολύ ζυμώνεται, τόσο πιο πολλά μυστικά μολογά, το ψωμί που του αρέσουν τα κρυφά και τα κρυμμένα κι έχει χούι να θέλει το άγγιγμα μόνο από τα χέρια των γυναικών, γι’ αυτό οι ζυμώτρες συνηθίζουν να διώχνουν τους άντρες από αυτή την καθαρά γυναικεία υπόθεση.
«Να ’σουν εσύ το εφτάζυμο κι εγώ η πυρά του φούρνου…» , αρχίζει τη μαντινάδα πειραχτικά, ο γέρο Καρόφυλλος από το απέναντι μπαλκόνι με τις γαρυφαλλιές κι ύστερα δηλώνει πως κατέχει «πια καλά παρά τσι νοικοκεράδες όλα τα μυστικά του εφτάζυμου, από την ώρα που αλέθουν τα ροβύθια και τα κάνουνε σκόνη για να πιάσουνε αντίς προζύμι τον κουνενό μέσα στο πήλινο κουρούπι με ζεστό νερό και χοντρό αλάτσι, ίσαμε τη στιγμή που ρίχνουνε το άσπρο σταρένιο αλεύρι ανεκατερό με το μιγάδι στην ξύλινη σκάφη με το δαφνόνερο και ύστερα στο ζύμωμα να συμπληρώνουν τα μυρωδικά, κουκιστή την κανέλα, το κύμινο, το πιπέρι και το σακίζι, πράμα άλλο.»
Θαρρείς τα υπενθυμίζει από φόβο μην ξεχάσουν κάτι οι γυναίκες.
«Κοπελιά, εγώ ’μαι δικολογιά τση νύφης, αφρουκάσσου ένα μυστικό απού κατέχω απού τη λαλά μου, παλιά μαστόρισσα του φτάζυμου» , σου απευθύνει τον λόγο, «να μην αφήνετε τη σκάφη να μαργώνει κι όντε δα πλάθετε να βάνεις τα χέρια σου πρώτα στο ζαχαρόνερο κι απίτις στη ζύμη κι ανέ κολλά να ρίχνεις μιαολιά λάδι, το λάδι φοβάται ο Διάολος κι ετσά δα σας αφήσει ήσυχες να ξετελέψετε τη δουλειά σας.
Και το σησάμι, πολύ το άσπρο και τζίγκου τζίγκου το μαύρο, μαζί πάνε γιατί κιαμιά ζωή ζάβαλε ως κι ανέ τήνε ξετρέξεις δεν έχει μόνο χαρές…»
Θα μείνεις και μετά το πλάσιμο έως ότου φουσκώσουν τα ψωμιά και στη συνέχεια παραδοθούν με εμπιστοσύνη στον πυρωμένο φούρνο που μυρίζει θρύμπα και αλαδανιά.
Μια παράξενη συγκίνηση σε κυριεύει. Η ψυχή οσμίζεται κι άλλα. Ζεις τις στιγμές. Βυθίζεις το βλέμμα στο μισοφωτισμένο σοκάκι. Ένα βλεφάρισμα μόνο και το σπασμένο σου φτερό πεταρίζει. Το μεταξωτό φουστάνι στένεψε πολύ, σε σφίγγει στο στήθος. Πνίγεσαι, ανοίγεις τα φιλντισένια κουμπιά, όλα. Ρίχνεις μια χούφτα νερό στο πρόσωπο. Τρέχει στο λαιμό σου, μα δεν σβήνει τη δίψα. Μυρίζει ο τόπος γιασεμί. Γυμνάζεις το πνεύμα, νομίζεις… Το σώμα είναι σώμα, κατάλυσέ το, να μην βρει ο Χάρος να πάρει. Λαχταράς, ακόμη…
«Ότι δεν έχω πεθυμώ κι ότι έχω δε μού φτάνει,
εκειά που θέλω δε μπορώ κι όπου μπορώ δεν κάνει.»
Κέρκυρα Μάης 2020
Ζωή Δικταίου
[Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών»]
Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία:
Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα