Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Πρώτη φορά Ανάσταση…του Αντώνη Κουκλινού

Απριλομάηδες πάνε κι έρχουνται, με τσι Πασχαλιές και τα λούλουδα…

Τα χελιδόνια κοπχίασανε κι εκείνα στη ν’ ώρα ντως.

Μεγαλοβδομάδα μπαίνει και οι νοικοκεράδες, ετοιμάζουνται σιγά, σιγά, για να υποδεχτούνε την Ανάσταση.

Ασπρίσανε οι τράφοι και οι αυλές τω σπιθιώ και τα σοκάκια του χωργιού λάμπουνε.

Κουβαλούνε δεμαθιές τα ξύλα και χαρμπίζουνε τσι φούρνους να πυρώσουνε και οι λαμαρίνες με τα ψωμιά και τα τσουρέκια πάνε κι έρχουνται.

Κάθε βράδυ στην εκκλησά τα δασκάλια διαβάζουνε τροπάρια μαζί με τσι ψαλτάδες.

Η μυρωδιά του λιβανιού γροικάται παντού, τα καντήλια αναμμένα στα κοιμητήρια γι αυτούς που φύγανε και οι μαύρες κορδέλες στσι πολυέλαιους, μαρτυρούνε το πένθος τση Μεγαλοβδομάδας.

Η Νηστεία καθαρίζει το σώμα, η Μετάνοια και η Μεταλάβωση, μας φέρνει πιο κοντά στο Θεό.

Τα Πάθη του Χριστού… η Σταύρωση, ο Επιτάφιος, η Ανάσταση…

Ολομόναχος ο Θοδωρής, ζει το δικό ντου Γολγοθά…

Ο μοναχογιός του, το μοναχοπαίδι ντου, ελάργαρε για ξένους τόπους.

Στα καράβγια επήγε, μα τη γκοπάνησε στο Καναδά, στη ν’ άκρα του κόσμου.

Χωρίς χαρθιά και ταυτότητα, ούτε στη κηδεία τση μάνας του δε ντα κατάφερε να ‘ρθει, άσε που μπορεί να το νε πχιάσουνε, μα και τα έξοδα είναι πολλά και πούντα τα λεφτά.

Πέμπει του γράμματα και χαρτζιλικάκι του γέρο, μα ίντα το θες… μάθια που δε σμίγουνε, ο πόνος δε πολιγαίνει.

Ιστορίες που τσι γνωρίζουνε και τσι ζούνε εκείνοι απού ‘χουνε ξενιτεμένα κ’ αλλαργοξωρισμένα κοπέλια.

Πόσες μανάδες εφύγανε από το ψεύτη κόσμο με τουτονά το καημό και δε ν’ επροκάμανε να τα ξαναϊδούνε.

Εδά και πολύ καιρό, δε ντού χει πεμπάτο γράμμα και το νε ξεβαρέθηκε ο ταχυδρόμος να ρωτά κάθα μέρα.

Με ένα τζίγαρο στα δαχτύλια και ένα μαντήλι το νε θωρείς, να σφουγγίζει τα μάθια ντου…

Ολοκόκκινα εγενίκανε τρίψε, τρίψε, μα που μυαλό για να πάει στο γιατρό.

Ευτυχώς σέρνεται ακόμη μνιά ολιά και ποσάζεται, ανάφτει και το καντήλι τση συγχωρεμένης, μα σάμε πότες, απου και οι δυό αδερφάδες του, είναι αλάργω σε ξενοχώρι και δε σμίγουνε, γιατί εγεράσα κι αυτές.

Για το Θοδωρή, ούλος ο καιρός είναι μνιά Μεγαλοβδομάδα.

Πότες, πότες, πάει στο ν-τάφο τση κεράς του και κάθεται με τσ’ ώρες και τση κουβεδιάζει τα παράπονά ντου.

Ποιος θα του μαγερέψει, ποιός θα του πλύνει, μα το πλιά σπουδαίο, ποιός θα του δώσει μνιά ν’ εμιλιά.

Μέρες απού ναι, ίντα το θες… μέσα στη κατάθλιψη, το μ-πόνο και τη στεναχώργια ο μαύρος.

Η μόνη παρέα ένας καφές στο ντουκιάνι, μα κι αυτό δε ν’ ανοίγει εδά τσ’ αργαδινές.

Η ζωή παίζει περίεργα παιχνίδια πολλές φορές….

Στη γειτονιά τσουτσουρίζεται εδά και μέρες, πως το σπίτι απου κατσικανταρεύγουνε δίπλα απου το δικό ντου, επουλήθηκενε.

Τσι τελευταίες μέρες μπαινοβγαίνει ο ηλεχτρολόγος και σάζει τα φώτα και απόψε έχει λαμπαδοφορία.

Γροικά σούσουρα και θωρεί να στεκουλίζουνε απόξω δυο τρείς ξενομπασάρηδες, τάξε πως πράμα περιμένουνε.

Σε μνιά ολιά φτάνει ένα φορτηγό, φορτωμένο ολάκερη σιρμαγιά και ντακάρανε να ξεφορτώνουνε σάμε τα μεσάνυχτα.

Τη ταχινή θωρεί σφαλιχτά, πόρτες και παραθύργια κι αναρωθιέται ο Θοδωρής, κοντώ πχιός νάναι ο καινούργιος ανεμαζωξάρης.

Ερώτηξε μα δε γατέχει κιανείς πχιός είναι και πότες θα ‘ρθει…

Αυτός που μπαινοβγαίνει ούλες τσι μέρες, είναι ο μεσίτης και φαίνεται πως τσι περιμένει από μέρα σε μέρα, να φανούνε.

Μεγάλο Σαββάτο και ούλοι στο χωργιό ετοιμάζουνται, για την Ανάσταση.

Έτσα μέρες κιανείς δε θέλει να ναι αμοναχός του, να κάθεται στη μέση του σπιθιού, σα ντο κουτσούρι.

Με ίντα ψυχή θα βάλεις πχιάτο στο τραπέζι…

Ήρθενε με το Άγιο Φως απου τη ν’ εκκλησά… σταυρώνει τη πόρτα ο Θοδωρής, ανάφτει το καντήλι και ετοιμάζεται να ξαπλώσει.

Ξαφνικά χτυπά η πόρτα…

Ποιός να ναι τέθεια ώρα και ίντα κοντώ γυρεύγει… ανοίγει το πανοπόρτι και θωρεί δυο τζαναβάργια, ολόκληρα αντράκια, να στέκουνε ομπρός του…

Δε βοηθούνε τα παντέρμα τα μάθια να ιδεί καλά και βγάνει το μαντήλι να τα σκουπίσει…

-Ίντα θέτε παιδί μου τέθια ώρα…πχιοί ‘στε…

Ο κακομοίρης ο Θοδωρής είναι στο κόσμο ντου κ’ εξέχασε του Θεού το χαιρετισμό…

-Συγνώμη παιδί μου μα εγέρασα και ξεχνώ… Χριστός Ανέστη..!

-Χριστός Ανέστη παππού…

-Είμαστε τα εγγόνια σου… εδά και λίγη ώρα είναι απου φτάξαμε στο χωργιό…!!!

Eποχάσκωσε ο Θοδωρής… ανοίγει τη πόρτα κι αράσουνε τα κοπέλια απάνω ντου.

Ιντά νε ετούτο να απόψε… δε μπορεί να το πιστέψει… αγκαλιάζει τα εγγόνια ντου και με παράπονο ξεσπά…

-Που είσαι κακομοίρα γυναίκα να ιδείς… που είσαι και ήρθα ντα κοπέλια μας…!!!

Γριλώνει τα μάθια ντου να τα ιδεί καθαρά, μα δε ν’ εθώριε… ολοκόκκινα ετρέχανε το δάκρυ…

-Παππού έλα να σε πάμε να ιδείς το πατέρα μας…

-Ντα που είναι…γιάντα δεν εκλούθανε κι αυτός…!!!

-Έλα παππού σε περιμένει… δίπλα είναι στο σπίτι μας…

-Ίντα λέει..; το σπίτι σας..; Παναγία μου ίντα γροικώ απόψε…!!!!

Ο καινούργιος γείτονας είναι τελικά ο γιός του… δεν ήθελε να μάθει κιανείς πράμα… εγόρασε το σπίτι δίπλα στο πατρικό του, το ετοίμασε ο μεσίτης και σήμερο ήρθενε η γ’ ώρα να γιαγύρει οπίσω μνιά και καλή.

Ατύχημα είχενε στη δουλειά σοβαρό… εχτύπησε στα πόδια και ήρθενε στο καρότσι… μα όπως είπανε οι γιατροί, θα χρειαστεί να περάσει ένα φεγγάρι δύσκολα μα θα το ξεπεράσει… θα ξανασταθεί στα πόδια ντου.

Σαν εμπήκανε μέσα και το νε θωρεί ο γέρος, σέρνει μούγκρος…

-Ώφου ίντα μου γίνηκε… ιντά ‘παθες παιδί μου…!!!

Λυγά στα γόνατα να μπορεί να τον αγκαλιάσει… πολλά τα χρόνια που περάσανε… έφυγε κοπέλι και ήρθενε παντρεμένος, με δυο κοπέλια οπίσω.

-Παιδί μου…!!! εδά θωρώ γιάντα δε μού ‘γραφες γράμματα και ήμουνε να σκάσω..!!!

Ξεσπά σε κλά’ι’ματα…

-Άχι και πούνε παιδί μου η μάνα σου να σε ιδεί…!!!

Σφιχταγγαλιασμένοι για ώρα, δεν εσήμωσενε κιανείς να τσ’ ενοχλήσει…

-Σγχώρεσέ με πατέρα μου… δεν μπορούσα, δεν είχα τη δύναμη νά ρθω… ήμουνε στη ν’ άκρα του κόσμου παράνομος χωρίς χαρθιά.

-Δεν ήθελα να κατέχεις για το ατύχημα… πέρασα δύσκολα μα θα ξανασταθώ στα πόδια μου.

-Με την αποζημίωση, αγόρασα το σπίτι, να γιαγύρω στο χωριό μου… θα ήμαστονε μαζί από εδά και πέρα.

Εβάστανε τα χέρια ντου και τα φίλιενε, εσίμωσε και η νύφη να τον αγκαλιάσει…

-Πατέρα είμαι η νύφη σου… η γυναίκα του γιού σου…!!!

Εφώνιαξε του του Θοδωρή να σημώσει κοντά…

-Αυτός είναι ο Θοδωρής, ο εγγονός σου… του λέει με καμάρι…!

Ο γέρος τά ‘χει χαϊμένα μπλιό… δε ν’ είναι και λίγο πράμα ετούτο να απόψε…

Σάμε να στρώσουνε τραπέζι, έπχιασε τα εγγόνια απου τη χέρα να πάνε δίπλα στο κονάκι ντου.

Με τη φωτογραφία τση συγχωρεμένης τση κεράς του αγκαλιά και το καντιλάκι με το Άγιο Φως, εσταύρωσε τσι πόρτες, στο σπίτι του γιού ντου.

-Χριστός Ανέστη παιδί μου… καλώς εφτάξετε και καλοστεργιωμένοι στο σπίτικό σας.

-Ήφερα και τη φωτογραφία τση μάνας σου, με το Άγιο Φως.

-Εκείνη από ψηλά για πρώτη φορά, θα γαληνέψει η ψυχή τζη…

Εξανασμίξανε πατέρας και γιός….

Επιτέλους μπάρμπα Θοδωρή… θα πεις το Χριστός Ανέστη και θα χαμογελάσουνε κι εσένα τα χείλη σου μνιά σταλιά…

Έφεξε η γειτονιά του Θοδωρή, άνοιξε η καρδιά τα πορτοπαράθυρά τζη να ξαναμπεί το φως…

Το Άγιο Φως της Ανάστασης…

Αντώνης Κουκλινός

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:67