Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Ο Αη Γιώργης ο Επανωσήφης, της Ιφιγένειας Μανουρά

Από τις ωραιότερες θύμησες των παιδικών μου χρόνων, είναι το πανηγύρι στο μοναστήρι του Άη Γιώργη του Επανωσήφη ή Απανωσήφη, όπως τον ονομάζαμε εμείς στα γύρω χωριά. Ένα μοναστήρι που η ίδρυσή του χρονολογείται γύρω στο 1600, με περίλαμπρη Βυζαντινή εκκλησία, με κελιά για την διαμονή των μοναχών, έναν μεγάλο χώρο για την υποδοχή του κόσμου, πολύ μεγάλο προαύλιο χώρο με πολλά δένδρα και ωραία λουλούδια, δυο τεράστια δασιά πλατάνια, ένα ενυδρείο με κόκκινα ψάρια και μια πηγή με το ιερό νερό.

Απείχε πέντε περίπου χιλιόμετρα από το χωριό μου το Αρκάδι. Από όταν άρχισα να θυμάμαι μέχρι και την ενηλικίωσή μου, δεν πέρασε ούτε μια χρονιά να μην παραβρεθώ στο πανηγύρι, που γινόταν στις 23 Απρίλη ή εάν το Πάσχα «έπεφτε» πριν τις 23 μεταφερόταν για την Δευτέρα του Πάσχα. Αν και το μοναστήρι γιόρταζε επίσης στις 3 Νοέμβρη, δεν είχε την ίδια αίγλη το πανηγύρι, με αυτήν του Απρίλη. Παιδιά μικρά συνοδευόμενα από γονείς, παππούδες, γιαγιάδες και συγχωριανούς, σαν ένα ανθρώπινο μελίσσι, βαδίζαμε με τα πόδια, και κάποιοι με μεγαλύτερη δυσκολία αφού περπατούσαν ξυπόλητοι για το τάμα, σηκώνοντας τους πέντε χειροποίητους άρτους στις σακκαδέλες, ένα μισοκαδιάρικο μπουκάλι με λάδι και άλλο ένα με κρασί και χωρίς να νιώθουμε κούραση και χωρίς να γκρινιάζομε για την πεζοπορία δύο περίπου ωρών, φτάναμε στο μοναστήρι. Δίναμε τους άρτους στον επίτροπο, μαζί με ένα φύλλο χαρτιού που είχαμε γράψει τα ονόματα των πεθαμένων μας, για να τους μνημονεύσει ο καλόγερος. Ακούγαμε όλη τη λειτουργία μέχρι τέλους με μεγάλη ευλάβεια, αν και πολύ λίγα καταλαβαίναμε από όσα έψελναν. Τελειώνοντας βγαίναμε στο προαύλιο της εκκλησίας, κόβαμε τους άρτους και τους προσφέραμε στους πιστούς, σε συγγενείς και φίλους, οι οποίοι μαζευόταν και εκείνοι από τα γύρω χωριά και για μας ήτανε μια ιδιαίτερη χαρά να τους συναντήσουμε, μια που δεν είχαμε τα μέσα να τους βλέπουμε συχνά ή να τους ακούμε έστω και από το τηλέφωνο όπως σήμερα.

Η μεγάλη μας χαρά όμως ήτανε όταν οι γονείς ή οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, μάς αγόραζαν από τους πλανόδιους εμπόρους, μικροδωράκια ευτελούς αξίας, αλλά για εμάς ήτανε ανεκτίμητης, αφού αυτά τα χρόνια, παιχνίδια και στολίδια ήτανε σπάνια. Αν ερχόμαστε από βραδύς και ο καιρός ήτανε καλός, για να μην φεύγουμε μέσα στη νύχτα και να επιστρέφουμε το πρωί, μέναμε στο μοναστήρι κάτω από τα δέντρα, αφού είχαμε μαζί μας κουβέρτες για να σκεπαστούμε και τρόφιμα για να δειπνήσουμε. Μας άρεσε πολύ αυτή η διαμονή γιατί όλη την νύχτα οι μεγαλύτεροι μας διηγούνταν τις ιστορίες και τα κατορθώματα του Αγίου. Όταν πια η κάθε οικογένεια είχε το δικό της αυτοκίνητο και έτσι οι μετακινήσεις ήταν πολύ εύκολες, άρχισε να έρχεται τόσος κόσμος, που έπαψε πια εμένα τουλάχιστον να με ενδιαφέρει η προσέλευσή μου στο πανηγύρι.

Εμείς τον Άη Γιώργη τον θεωρούσαμε προστάτη Άγιο της δικής μας οικογένειας, αφού είχαμε τρεις Γιώργηδες, τον μπαμπά μου, τον παππού μου και τον πρώτο θείο μου. Τον θεωρούσαμε χωριανό μας, γείτονα μας, συγγενή μας. Όλοι στις δύσκολες στιγμές επικαλούνταν τη βοήθειά του, όπως επίσης και στις χαρές πάλι δοξάζανε το όνομά του. Τώρα πια δεν ανήκε σε εμάς,τους χωριανούς και τους κοντοχωριανούς μόνο, αλλά σε όλο το νησί, αφού ερχότανε πιστοί από κάθε γωνιά,για να προσκυνήσουν και να εναποθέσουν στην εικόνα του αγίου τα τάματά τους. Έτσι και εγώ, αποδεικνύοντας της σοβινιστικές μου τάσεις, αφού πια δεν ήτανε δικός μας ο άγιος και αφού άρχισαν οι προσωπικές μου αναζητήσεις, σταμάτησα να επισκέπτομαι το μοναστήρι και τώρα πάω πολύ σπάνια.

Η γιαγιά μου, μου είχε εξομολογηθεί ότι είχε τύψεις, γιατί πίστευε περισσότερο σαν προστάτη τον Αη Γιώργη, από την Παναγιά και τον Χριστό. Την θυμάμαι που πολύ συχνά έλεγε. « Άη Γιώργη μου, βοήθα εμένα και όλο το γκόσμο και ξεμύστευγε από το κακό και τ’ άδικο». Στα τελευταία χρόνια της ζωής της παρακαλούσε «’Άη Γιώργη να ρθεις να με πάρεις τη μέρα τση χάρης σου».

Πριν οκτώ χρόνια στις 23 Απρίλη, πήγαμε στο πανηγύρι στο Απανωσήφη και μετά περάσαμε από το χωριό να της ευχηθούμε τα χρόνια πολλά. Καθίσαμε στο γιορτινό τραπέζι, φάγαμε, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και ευχηθήκαμε και του χρόνου, αλλά δεν ξέραμε ότι αυτή η χρονιά θα ήτανε και η τελευταία που θα γιορτάζαμε μαζί. Μας άφησε την ημέρα του προστάτη της να γιορτάσουμε, για να μην μας στεναχωρήσει και την επόμενη σαν σήμερα, πρωί – πρωί, πριν δέκα χρόνια έφυγε ήσυχα και γαλήνια, για να ξεκουραστεί για πάντα.

Ιφιγένεια Μανουρά

.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:67