Χρόνος ανάγνωσης περίπου:10 λεπτά

Ποια ήταν τα σηκωματάρικα δέντρα και ποια τα χαριστίκια; του Γεωργίου Χουστουλάκη

Τα Σηκωματάρικα δεντρά, ήταν δέντρα που είχαν πρωτοεμφανιστεί στην μεσαιωνική Κρήτη, των οποίων ο ιδιοκτήτης ήταν διαφορετικός από τον ιδιοκτήτη της γης, όπου ήταν φυτεμένα. Δηλαδή άλλου ήταν η γη και άλλου τα δέντρα, και ο ιδιοκτήτης γης δεν είχε κανένα δικαίωμα στο ξένο δέντρο, έστω κι αν βρίσκονταν στο χωράφι του! Ο ιδιόκτητης πάλι του δέντρου, δεν είχε δικαίωμα να καταστρέφει την γη με τα πόδια του καταπατώντας το, ειδικά αν το χωράφι ήταν σπαρτό.

Ο ιδιοκτήτης γης μπορούσε κανονικά να καλλιεργήσει και να σπείρει το χωράφι του, όμως εκείνος της ελιάς, για να την μαζέψει, έπρεπε να προσέχει ιδιαίτερα, ώστε η ζημιά που θα προξενήσει, να είναι όσο το δυνατόν μικρότερης έκτασης! Δεν είναι γνωστό πότε πρωτοξεκίνησε αυτός ο θεσμός, όμως φαίνεται ότι είχε πάρει πολύ μεγάλη έκταση κατά τα τέλη της τουρκοκρατίας, και επί Κρητικής πολιτείας. Περιπτώσεις βέβαια σηκωματάρικων δένδρων, είχαμε πολλές πριν και μετά την κατοχή, τη δεκαετία ‘60 και ‘70, ακόμα και μέχρι τις μέρες μας, έστω και αν αυτές πλέον είναι ελάχιστες.

«Σηκός» στην Αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν το δέντρο που βρίσκονταν σε ένα χωράφι, αλλά αποτελούσε κατά κύριο λόγο αφιέρωμα σε έναν Θεό, και στον αντίστοιχο ναό του. Ένα δένδρο στον σηκό, ήταν περιφραγμένο με ξερολιθιά, χώρος κι αυτός ιερός, και παρέμενε στην ιδιοκτησία του ναού για πάντα, ακόμα κι αν το χωράφι άλλαζε ιδιοκτήτη! Για αυτό και σηκός ονομάζεται και σήμερα το εσωτερικό αρχαίου ναού, το εσωτερικό κυρίως μέρος του, όπου προστατευόταν τα αγάλματα. Γίνεται βέβαια σακός στην Δωρική διάλεκτο, αφού το η μετατρέπεται σε α, εξου και το σακάζω, (περιφράζω τα ζώα να μην πάνε να βυζάξουν). Μονή Βοσάκου, ήτοι βοός σακός, (μάντρα βοοειδών δηλαδή). Από αυτήν λοιπόν την αρχαία, μάλιστα προελληνική εποχή, κρατά η παράδοση αυτή, όπου έχει επικρατήσει και η πρακτική των σηκωματάρικων ελιών, και διαφόρων άλλων δένδρων στην Κρήτη, που με τα χρόνια, δημιουργήθηκαν πλέον από διαφορετικές περιπτώσεις.

Α΄ περίπτωση

Είχαμε καταρχήν σηκωματάρικα δένδρα, στα διάφορα τάματα των χριστιανών στην εκκλησία, σε κάποιον άγιο, ή σε κάποια μονή. Τα σηκωματάρικα δένδρα των μονών, προέρχονταν κι αυτά από αφιερώσεις χριστιανών προς αυτές, όπως φαίνονται και από έγγραφα στα αρχεία τους. Πολλοί άνθρωποι σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής τους, όπως για να αναρρώσει κάποιο μέλος της οικογένειας κλπ, έταζαν κάποιο δένδρο ή δένδρα σε έναν άγιο, στην εκκλησία ή μονή για να γίνει καλά. Πέραν όμως από ελιές ή χαρουπιές, χάριζαν συχνά και άλλα δένδρα όπως πλατάνια, λεύκες ή κυπαρίσσια, και θα εξηγήσουμε παρακάτω γιατί.

Β΄ περίπτωση

Επί Ενετοκρατίας, για να αυξηθεί η δενδροκομία, ψηφίστηκε νόμος, που όποιος κέντριζε άγρια δένδρα ελιές, χαρουπιές, αμυγδαλιές, αχλαδιές κλπ, οπουδήποτε όμως, είχε μεν το δικαίωμα να το κάνει ελεύθερα, αλλά μετά ήταν δικοί του οι καρποί!

Γ΄ περίπτωση

Κατά την μοιρασιά των περιουσιών, έβλεπαν σε κάποιες περιπτώσεις, πως «όλα δεν έμπαιναν στο ζύγι», χωρίς να υπάρξει κάποια, έστω και μικρή, αδικία. Αν πράγματι ένας κλήρος θεωρείτο αδικημένος, όπως για παράδειγμα είχε μικρότερο αριθμό ελαιόδενδρων, μπορούσε κάλλιστα να γίνει διόρθωση, με συμπλήρωμα με κάποια μεμονωμένα δένδρα ελιών, ή από άλλο μοιράσι που είχε πολλές. Έτσι όλοι οι κληρονόμοι, είχαν στο τέλος τον ίδιο περίπου αριθμό ελαιοδέντρων. Εδώ ο ρόλος του σηκωματάρικου δένδρου, ήταν όπως ο ρόλος στα δράμια σε μια ζυγαριά που ζύγιζε σε οκάδες, την έφερναν δηλαδή σε μια ισορροπία!

Δ΄ περίπτωση

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες δώριζαν κάποιες φορές στο εγγόνι τους ένα δέντρο σηκωματάρικο την ημέρα της γέννησής του, ίσως και άλλο ένα την ημέρα της βάφτισής του. Συνήθως αυτό γινόταν όταν έβγαζαν το όνομά τους, αν δεν θα υπήρχε βέβαια κάποια αντίρρηση ή διαμαρτυρία από τα άλλα παιδιά, και επειδή αυτό πράγματι συνέβαινε, για αυτό και το έκαναν αυτό σπάνια.

Ε΄ περίπτωση

Επίσης σηκωματάρικο δένδρο μπορούσε να προέρχεται και από δώρο του νονού ή της νονάς προς το βαφτιστήρι τους, ή ακόμα και σαν αγορά από τα χαρίσματα εκείνης της ημέρα της βάφτισής του.

ΣΤ΄ περίπτωση

Παλιά μπορεί να έκαναν μια δουλειά σε κάποιον, και αυτός αντί για χρήματα να έδινε μια ελιά στο χωράφι του για πληρωμή. Μπορούσε δηλαδή να του πει:

-Να μου κλαδέψεις τα μουρέλα μου, και εγώ θα σου δώσω ένα δεντρό!

Αφού λοιπόν κλάδευε τα δέντρα ο κλαδευτής, το αφεντικό του έλεγε:

-Κιονέ το δεντρό, θωρείς το; Είναι εδά δικό σου!

Ζ΄ περίπτωση

Οικονομικά προβλήματα. Πολλές φορές συνέβαινε, κάποιος να έχει ανάγκη από κάποια άμεσα χρήματα, έτσι πουλούσε δυο τρεις ελιές, και έκανε τη δουλειά του!

Ποια δένδρα συνηθιζόταν να γίνονται σηκωματάρικα;

Τον πρώτο λόγο τον είχαν βέβαια οι ελιές, μετά οι χαρουπιές, αλλά σε μικρότερη έκταση, είχαμε και άλλα δένδρα, όπως πλατάνια, λεύκες ή κυπαρίσσια! Μπορούσαν όμως να είναι και καρυδιές, μουριές, αχλαδιές, πορτοκαλιές κ.τ.λ, και αυτό συνέβαινε, επειδή τα παλιά χρόνια τα καρποφόρα δένδρα ήταν πολύ λίγα, και έτσι είχαν ιδιαίτερη αξία!
Όταν πάντως προοριζόταν κάποιο δένδρο για σηκωματάρικο, δίδανε πάντα το καλύτερο, και το πιο αποδοτικό, και ποτέ ή σπάνια σκάρτο, είτε ήταν ελιά, χαρουπιά, πλατάνι κ.λ.π.

Μια καλή σηκωματαριά ελιά, μπορούσε να βγάλει και δυο στέμματα ζύμη, δηλαδή να γεμίσει 50 με 60 μποξάδες, ήτοι 80 κιλά λάδι!

Το ίδιο και μια χαρουπιά, μπορούσε να βγάλει πάνω από τρία γομάρια χαρούπια!
Στη ρίζα του πλατάνου, συνήθιζαν κάποτε να φυτεύουν κλίματα. Έτσι, ένας ψηλός πλάτανος με κρεβατίνα (κληματαριά) απλωμένη επάνω του, μπορούσε να κατεβάσει δυο με τέσσερις κόφες σταφύλια!

Όταν τώρα κάποιος έδινε το πλατάνι του στην εκκλησία για σηκωματάρικο, θα έδινε είτε μονάχα το δένδρο, είτε μαζί με τα σταφύλια της κληματαριάς, αν τυχόν είχε. Η εκκλησία μπορούσε τώρα να βγάλει στην πλειοδοσία τον πλάτανο την επόμενη κιόλας Κυριακή, ή μπορούσε να βγάλει μονάχα τα κομμένα σταφύλια της κλιματαριάς, αφού έμπαιναν στο καλάθι ή στο κοφίνι, κι όποιος έδινε τα περισσότερα τα έπαιρνε! Τα λεφτά πάντως σε κάθε πλειοδοσία, θα μπουν στο ταμείο της εκκλησίας.

Οι κανόνες

Το σηκωματάρικο δένδρο όπως η ελιά, επέκειντο σε κάποιους κανόνες, που έπρεπε να είναι σεβαστοί από όλους, ώστε να μην υπάρχουν παρατράγουδα. Ο ιδιοκτήτης που είχε το χωράφι, μπορούσε να το καλλιεργεί κανονικά, να το σπείρει, όχι όμως και ο ιδιοκτήτης του δένδρου, που φυσικά δεν μπορούσε ούτε να το σκάψει, ούτε να το ξελακίσει ούτε καν να το ποτίσει! Μπορούσε όμως να το κλαδέψει ή να το κοπρίσει.

Ο ιδιοκτήτης στο χωράφι δεν μπορούσε να το περιφράξει, ούτε να επέμβει στο ξένο δένδρο, να το κλαδέψει ή να το ξεπατώσει. Αν για κάποιο λόγο έσπαγε ο αέρας το δένδρο, έπαιρνε φωτιά κ.λ.π, ο ιδιοκτήτης στο χωράφι δεν μπορούσε να το πειράξει άμεσα, γιατί μπορούσε αυτό να αναβλαστήσει, και να ξαναγίνει ζωντανό. Αν όμως ξεραινόταν τελικά, ο ιδιοκτήτης του δεν είχε πλέον δικαίωμα να φυτέψει άλλο στη θέση του, διότι έχανε το «δικαίωμα», και το «χαριστίκι» έσβηνε!

Τι ήταν τα χαριστίκια

Τα χαριστίκια, μπορεί να ήταν δένδρα ή ζώα, τα οποία ήταν συνήθως χαρίσματα, δηλαδή τάματα στον άγιο, στην εκκλησία, στην Παναγία κ.λ.π.

Τον τελευταίο αιώνα, αν τυχόν αρρώσταινε το κοπάδι κάποιου βοσκού, ή το παιδί κάποιου κλπ, τότε έκανε συνήθως ένα τάμα.

-Βοήθησε Παναγία μου να γίνει καλά, και εγώ θα σου χαρίσω ένα πλατάνι (ή κυπαρίσσι, ή λεύκα κ.λ.π). Ενημέρωνε το εκκλησιαστικό συμβούλιο πως κάποια δένδρα του, ανήκουν πλέον στην εκκλησία, και την επόμενη κιόλας Κυριακή, το εκκλησιαστικό συμβούλιο, έβγαζε τα δένδρα αυτά σε πλειστηριασμό!

Η μεταβίβαση αυτή μπορούσε κάλλιστα να γίνει με ένα δυο μαρτύρους, αλλά γινόταν πιο συχνά με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς χαρτιά, ούτε καν μαρτύρους! Ο λόγος τότε των ανθρώπων ήταν συμβόλαιο! Μάλιστα και χωρίς να δοθεί το 8% στη Μητρόπολη (υπέρ της συντήρησης του Μητροπολιτικού μεγάρου. Από τα χαριστίκια δεν διεκδικούσε τίποτα η Μητρόπολη, και ήταν και τα μόνα). Τώρα γιατί πλατάνια, λεύκες ή κυπαρίσσια σηκωματάρικα; Διότι όποιος θα τα έπαιρνε τελικά στην πλειοδοσία, θα μπορούσε να τα πουλήσει κάποια στιγμή σε σωμαράδες που χρειάζονται τα ξύλα αυτά για τα σωμάρια τους, ή τις λεύκες και τα κυπαρίσσια σε χτίστες για να γίνουν μεσοδόκια, έναντι φυσικά της ανάλογης αμοιβής.

Χαριστίκια (χαρίσματα) μπορούσαν να ήταν και ζώα, μοσχάρια, γουρούνια, αιγοπρόβατα, κουνέλια ή κότες, όπου έμπαιναν κι αυτά στην δημοπρασία με τον ίδιο τρόπο.

Τα χαριστίκια ήταν δυο λογιών. Μία περίπτωση ήταν αυτή που αναφέραμε, να χαρίζονται δηλαδή ζώα η δένδρα στην εκκλησία, ενώ η άλλη περίπτωση ήταν σε περίπτωση κλοπής ολόκληρου του κοπαδιού κάποιου βοσκού. Η κλοπή ολόκληρου κοπαδιού, έστω κι αν αυτό αποτελούνταν και από εκατό οζά, έφερνε σε απελπισία τον βοσκό, που πλέον μονάχα μια λύση είχε!

Στην περίπτωση αυτή, ο δυστυχής βοσκός έβγαινε στο χαριστιλίκι, στη ζήτα δηλαδή, και ζητούσε τη βοήθεια από τους άλλους βοσκούς.

-Καταστράφηκα, θα ακούσατε πως με κλέψανε, και ήθελα μια μικρή βοήθεια…

-Αυτό το αρνί και εκείνο το διπλανό, πάρτα, χαλάλι σου!

Ο άλλος βοσκός του χάριζε ένα, άλλος δυο αρνιά, και έτσι να ξανακάνει πάλι το κοπάδι του, μπορούσε ακόμα να έχει ξανά και τα εκατό αρνιά! Έτσι γινόταν και πάλι βοσκός!
Έδιναν όμως όλοι οι βοσκοί ζώα αναγκαστικά στο χαριστίκι, γιατί θα μπορούσε μια μέρα να συμβεί η κλοπή και σε αυτούς.

Πολλά τα αλαλούμ με τα σηκωματάρικα δένδρα

Αυτός που σκέφτηκε αυτούς τους κανόνες που διέπουν τα σηκωματάρικα δένδρα, ίσως ήλπιζε ότι θα υπήρχε μια συνεννόηση ή κάποιος συμβιβασμός μεταξύ των δυο μερών, έστω μια ανεκτικότητα. Όμως ο νόμος αυτός είχε εν τέλει πολλά κενά, και έγινε πολλές φορές αιτία για σκοτωμούς και βεντέτες στην Κρήτη τα παλιότερα χρόνια.

Υπήρξαν όμως και τραγελαφικές καταστάσεις, όπως η περίπτωση που είχαμε μια μουριά σηκωματάρικη, που ανήκε σε τρία άτομα (αδέλφια)! Τελικά αφού δεν έβγαζαν άκρη, κατέληξαν να την αγοράσει ο ένας, αφού φυσικά αποζημίωσε τους άλλους δύο!
Μετά την πτώση του Χάνδακα το 1669, κάποιοι μεγάλοι γαιοκτήμονες, εγκατέλειψαν το νησί κινούμενοι δυτικά, όμως οι περισσότεροι που παρέμειναν, φύλαξαν καλά τους ενετικούς τίτλους που είχαν. Κάποιοι από τους απογόνους τους αργότερα, κατά τα τέλη της τουρκικής κατοχής, γύρευαν τους τίτλους των οικογενειών τους στην Βενετία, ή στο αρχείο του Χάνδακα όπου είχε μεταφερθεί εκεί, λίγο μετά την πτώση του Χάνδακα. Έτσι από το 1860 και μετά, πολλοί γόνοι παλιών τιμαριούχων κρητικών άρχισαν να εμφανίζονται με ενετικούς τίτλους ιδιοκτησίας γης, οι οποίοι μάλιστα ήταν και οι μόνοι που είχαν ισχύ, αφού η τουρκική αρχή είχε καταλυθεί και κανείς δεν αποδέχονταν πλέον τουρκικά χαρτιά! Η γη όμως των παλιών τιμαριούχων είχε ήδη μοιραστεί ή καταπατηθεί από άλλους κρητικούς προτέρων γενεών πολλές φορές. Έτσι αποφασίστηκε, οι κάτοχοι των παλαιών τίτλων να επανακτήσουν μεν την γη τους, όχι όμως και τα δέντρα που είχαν εν τω μεταξύ φυτευτεί στις ιδιοκτησίες τους! Πολλά από αυτά τα δένδρα παρέμεναν στα χέρια των καλλιεργητών τους, προκειμένου να μην δημιουργηθούν νέες εντάσεις. Με τον καιρό όμως τα δέντρα αυτά άρχισαν να πωλούνται ένα ένα ξεχωριστά από την γη ή να ανταλλάσσονται με ζώα, ή και άλλα δέντρα, με αποτέλεσμα μια ιδιοκτησία γης, να έχει τελικά σηκωματάρικες ελιές πολλών διαφορετικών ιδιοκτητών!

Χρειάστηκαν αρκετές δεκαετίες τελικά, ώστε οι περισσότεροι κάτοχοι τίτλων, να ανακτήσουν πλήρως την γη τους, κι αυτό με τον νόμο που άλλαξε και επέτρεπε στον ιδιοκτήτη να εξαγοράζει ή να ξεπατώνει όλα τα σηκωματάρικα δένδρα στο χωράφι του, αφού φυσικά τα αποζημιώσει. Βέβαια τέτοιου είδους προβλήματα λύθηκαν άμεσα, και με την βοήθεια και κάποιων (δήθεν τυχαίων) πυρκαγιών!

Λαογραφικά
Ασκοματαρά τη λένε στο Μεραμπέλλο ή ασκοματαρέ γενικά στο Ρέθυμνο. Σκοματαριά η σκοματαργιά, ή σκοματάρικη στη Μεσαρά, ξωτάρικη στα Χανιά.

Όπως κι αν τα λέγανε όμως τα δέντρα αυτά χωρίς γη, ήταν μια συνηθισμένη πρακτική της οθωμανικής περιόδου, επιβίωσε μέχρι το 1946 περίπου, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο Αστικός Κώδικας, ο οποίος κατάργησε σιγά σιγά την έννοια και την πρακτική αυτή έτσι όπως είχε δημιουργηθεί, και έδωσε το δικαίωμα στον ιδιοκτήτη γης να εξαγοράσει το δέντρο, και να κρατήσει την ξυλεία. Κατά κάποιο τρόπο τα έρμα δένδρα αυτά, ήταν σαν τα παιδιά που δεν είχαν και τους δυο γονείς, και έμοιαζαν και κείνα ορφανά.

Μαντινάδες που μιλούσαν για σηκωματάρκες ελιές είχαμε πολλές στη Κρήτη, άλλοτε σοβαρές, και άλλοτε σκωπτικές. Δεν υπάρχει στη Κρήτη μαντιναδολόγος, που να μην έχει ασχοληθεί στους στίχους του, και με τις σηκωματάρικες ελιές!

«Σηκωματάρικης ελιάς, ο μετανάστης μοιάζει,

απου τον τόπο γέννησης, με τον καιρό αλλάζει.

Δεν θα σε πάρω κοπελιά, μόνο να το κατέχεις,

όσες σηκωματάρικες, ελιές κι αν λες πως έχεις.

Δύο σκωματάρικες ελιές μου δώκανε μοιράσι

για να σε κάνω ταίρι μου του Γιαννουλή κοράσι»

(Μαρία Καλεντάκη από το Ροτάσι)

«Μιαν ασκοματαριά ελιά, είχες οντε σε πήρα,

και κάνεις τη μπαντέρμη εδα, κι άλλαξες χαραχτήρα»! (Αγνώστου)

«Σηκοματάρικη ελιά, μοιάζει ο έρωτας σου,

αλλού βυζαίν’ η ρίζα σου κι αλλού πάει η σοδειά σου»! (Αγνώστου)

«Σαν τη σκοματαριά ελιά σ’ ένα χωράφι ξένο,

αιστάνεται κάθ’ αρφανό, μα και παραρριμένο»

(Χριστή Κουκουμπεδάκη, από διαγωνισμό μαντινάδας στον Χαρασσό)

«Σηκωματάρικη ελιά έχω και καμαρώνω,

άλλος τήνε καλλιεργεί κι εγώ τη λιομαζώνω»! (Αγνώστου)!

Γεώργιος Χουστουλάκης

Ερευνητής τοπικής κρητικής λαογραφίας

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:109