Οι μέρες μας | του Γιώργου Ηρακλέους Μικραίνει ο χρόνος από την ταχύτητα, στενεύουν οι μέρες, μεγαλώνουν αφόρητα οι νύχτες. Ζεις; Ή απλά επιβιώνεις όπως – όπως; Έχασες τ΄ όνομα σου, όπως όλα τα πράγματα, τώρα τον αριθμό που είσαι, ποιος τον θυμάται; Οι πιο πολλοί δεν έχουν αριθμομνήμη, την έχασαν ολότελα με τα κινητά, τους υπολογιστές, τις άπειρες αποθηκεύσειςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Στάχτες | του Γιώργου Ηρακλέους Παίζουνε δυνατά τα σύννεφα πιάνο, ο ουρανός κοκκινόμαυρος, οι μέρες περνούν, η φωτιά επιμένει, ύστερα έρχεται η στάχτη… Πίσω απ’ το σπασμένο τζάμι ένας γέροντας κοιτάζει τις φλόγες, προσεύχεται για βροχή! Το δωμάτιο φτωχό και μικρό, ένα κρεβάτι από μέταλλο, στα σεντόνια σχήματα από γυμνά, καμένα δέντρα. Στον τοίχο τρία ράφια, στο πρώτο ψηλά εικόνεςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μακρονήσι | του Γιώργου Ηρακλέους Το ένα χέρι ακουμπισμένο στις σημαίες, στο άλλο ένα ξεροκόμματο, ζήσανε για το όνειρο, κυνηγήσανε τα ιδανικά μας! Τα πρόσωπα φαγωμένα απ’ τον ήλιο, την αλμύρα και τα δάκρυα, στα κορμιά σημάδια… Οι γυναίκες τους έρημες στα σπίτια, φόραγαν τις ποδιές τους και προσπαθούσαν να καθαρίσουν τον βρώμικο καιρό! Τώρα πια όλα σε κλείνουν έξωΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η χώρα του ήλιου | του Γιώργου Ηρακλέους Βαδίζαμε νύχτες πολλές, αξημέρωτες, αμίλητοι, χλωμοί με οδηγό μας ψηλά τον αστερισμό του Κύκνου. Κάθε λίγο και ένα παιδί έκλαιγε… Μαζί μας και ένα γραμμόφωνο έπαιζε: «Δεν είναι όνειρο η ζωή…», πέφτανε πέτρες από τον νυχτωμένο ουρανό, τρέχαμε να προστατευτούμε σε κάτι θεοσκότεινες σπηλιές, οι νύχτες μας δεν είχαν ουρανό! Ξημέρωσε, φτάσαμεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Αντώνης | του Γιώργου Ηρακλέους Πανέμορφο παλικάρι ο Αντώνης, λεβεντιά, στους καφενέδες οι άντρες της γειτονιάς τον ζηλεύανε, άχαστος στο τάβλι, στην πρέφα και τα ζάρια! Από τα χαμηλά τα παραθύρια στενάζανε όλα τα κορίτσια σαν πέρναγε από τον δρόμο, στου Ψυρρή, στις Μάντρες, στο Μεταξουργείο! Πότε καπνεργάτης του Ματσάγγου, πότε στην οικοδομή, δεν ήτανε ζωή αυτή να ζεις…ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το όραμα | του Γιώργου Ηρακλέους Κόκκινα τριαντάφυλλα ανθίσανε στου κήπου μου τον φράχτη, σκαρφάλωσε ψηλά η τριανταφυλλιά! Τα δειλινά, όταν βασιλεύουν τα λουλούδια αντάμα με τον ήλιο, η οραματική μορφή του νέου με τα χρυσαφένια μαλλιά, το χλωμό το πρόσωπο και το φωτεινό σαν της Σελήνης με επισκέπτεται. Μου δείχνει έναν αριθμό στο χέρι, ένα κίτρινο άστρο στην καρδιάΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το προσφυγόπουλο | του Γιώργου Ηρακλέους Πού πήγε εκείνο το μικρό παιδί που μάζεψα απ’ τους παγωμένους δρόμους; Δεν είχε όνομα, έκλαιγε μες στη νύχτα πλάι στο γκρεμισμένο σπίτι του φεγγαριού… Δε μιλούσε, με κοίταζε βουβό σαν να λεγε: «Αφήστε με να γυρίσω στην πατρίδα μου, στη γειτονιά μου…». Στα χέρια του κρατούσε δυο λιωμένα παπούτσια, ξυπόλυτο, μύριζε ιδρώτα καιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το καράβι της αγάπης | του Γιώργου Ηρακλέους Αργό, βαρύ το καράβι της αγάπης κουβαλάει όλα τα πεθαμένα φεγγάρια της ζωής, οι έρωτες πέφτουνε σ’ ένα ποτήρι αίμα και κάθε που βρέχει η μορφή σου κυλάει στον θαμπό καθρέφτη και κρύβεται… Για χάρη σου στόλισα με τριαντάφυλλα τον ουρανό, βαρύ το καράβι της αγάπης σ’ ένα ταξίδι μέσα από πληγωμένουςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τα ζάρια | του Γιώργου Ηρακλέους Αγάπη με τα ωραία μάτια, δεν κοιτάζεις πουθενά, λές και δεν έχεις βλέμα, μόνο γλιστράς από σώμα σε άλλο σώμα, γυρνάς από ψυχή σε άλλη ψυχή, φωλιάζεις για λίγο, κι ύστερα φεύγεις, γίνεσαι καπνός… Κι εμείς, χωρίς αγάπη, πιο φτωχοί και από τη φτώχεια, κρυβόμαστε σε ξεθωριασμένα ονόματα, αγγίζουμε τη κορυφή της δυστυχίας! ΠοιοίΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…