Κρύο πολύ, κι ασταμάτητη βροχή | του Μιχάλη Στρατάκη Γενάρης μήνας. Κρύο πολύ, κι ασταμάτητη βροχή, το πρώτο που θυμούμαι. Λασπόνερα στο χαλικόδρομο απού γιαλίζανε στσ’ αχτίνες του φεγγαριού σαν κομματάκια από ’να μεγάλο καρφίχτη που ʼχε πέσει από τον ουρανό κι είχε γενεί θρύψαλα στα χαλίκια. Είχε βραδιάσει από ώρα, το δεύτερο που θυμούμαι. Κι ήτανε το σκοτίδι πηχτό,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Θυμούμαι… | του Αντώνη Κουκλινού Όντε (ν)επήρα τη πρώτη άδεια ντυμένος στο χακί και πήγα στο χωργιό… Άνοιξα τη (ν)αυλόπορτα και πορίζει η μάνα μου στη (ν)αυλή. Άνοιξε τη (ν)αγκαλιά τζη και όσο με φίλιε μ’ έσφιγγε πχιο δυνατά. Δικαιολογημένα γιατί ήμουνε στα καράβγια κι αφού έκανα ποντοπόρα ταξίδια δεν ήρθα στη (ν)ώρα μου να παρουσιαστώ και είχε να μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μωρέ ζωή τι να σου πω…, εγώ ζω από περιέργεια για να δω το τέλος μου… | της Μαρίας Σταυρίδου Έμεινα ακίνητη, χωρίς να μπορώ να αρθρώσω ούτε μια λέξη… πως μπόρεσες να πεις κάτι τέτοιο, άραγε τι εννοούσες;… Μάλλον δεν είχα καταλάβει καλά. Δεν ξέρω πως έκλεισα το τηλέφωνο, δεν ξέρω πως βρέθηκα σε μια γωνιά δίπλα από τοΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Είναι κάποιοι φίλοι μου… | του Νίκου Λουκαδάκη Είναι κάποιοι φίλοι μου που σκαλώνουν συχνά στην κακοτράχαλη κι ανεμόδαρτη κορφή του νου μου. Δυο-τρεις πεισματάρηδες κουζουλοί που κατέχουνε τη στράτα κι ατζοπηδούνε από χαράκι σε χαράκι κι από ανάμνηση σε ανάμνηση, σάμε να φτάξουν έκεια που άλλοι δεν έχουνε πατήσει ποτέ. Μήδε τριζάτη καλίκωση φορούνε, μήδε χιλιογάγλωτες βέργες βαστούνε. ΚιανείςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η κερά Θεονύμφη… | του Αντώνη Κουκλινού Στη μεσοχωργιά τση Γληγοργιάς, ήτονε το σπίτι τζη. Δυό καμεράκια ίσα, ίσα απού τσοι χώργιενε. Κολλητά με του Κονταξή το τζαγκάρικο. Η κερά Θεονύμφη με τσοι πέντε θυγατέρες και τσοι τρεις γιους. Η μάνα τση μάνας μου τση Βασιλικής, η μνια απού τσοι δυο γιαγιάδες μου, [η (ν)άλλη, τη Μανιούδαινα, δε (ν)τη (ν)ήφταξα]ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τρία πράματα θυμούμαι από τα παραμύθια που άκουγα στα μικράτα μου | του Μιχάλη Στρατάκη Το πρώτο είναι η θειά μου η Καλλιόπη Μαράκη που μας τα ’λεγε. Η θειά μου η Καλιόπη ήτανε γυναίκα του μπάρμπα μου του Σταύρου, και σε αυτούς ανήκε η κάμαρη που είχαμε νοικιάσει και παλεύαμε να στριμωχτούμε στους τέσσερις τοίχους της, οι γονέοι μου,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Και πχοιός δε ντο παθαίνει… | του Αντώνη Κουκλινού Αγουροξυπνημένος και μπροσάφορμος εσηκώθηκε τη ταχινή. Αψύς και κακόκεφος, ετσά απού το (ν)είδενε να ξεφυσά, δεν αντάλλαξε μούδε καλημέρα η κερά ντου. Μαθημένη στα χούγια ντου, δε ντου δίδει σημασία γιατί κατέχει πως θα μπλέξει. Κιανείς δε (ν)τον-ε πείραξε, μα τάξε πως θα τη πλερώσει όπχοιος του παντήξει. Πχοιός κατέχει… ΝαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η κουτσο-Γιώργαινα… | του Αντώνη Κουκλινού Ετσά κολόκαρδος άθρωπος σπανίζει… Όπχοιο και να ρωτήξεις στο χωργιό, δε θα σου πει άσκημο λόγο για το μπάρμπα Γιώργη. Εδά στα γεραθιά ντου δε βοηθούνε μπλιο τα μάθια ντου και δε (ν)αφέγγει ο κακομίτσης…, ίσα ίσα διανοιρίζει ‘οντε λιάζει στη (ν)αυλή. Η κερά ντου ευτυχώς τον-ε ποσάζει, μα βγαίνει του και το (ν)έχειΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αυτό που λες «ξαλάφρωσα», εγώ το λέω «γράφω» | του Μιχάλη Στρατάκη Ετούτες τις αράδες τις έγραψα, γιατί ήθελα να ξαλαφρώσω. Θέλω να τα πω, για να μη πλαντάξω… Είναι φίλος μου. Ένας από τους πολλούς που έχω. Είμαι φίλος του. Ο μοναδικός που έχει. Ήτανε νοικοκύρης δαχτυλοδειχτούμενος στο χωριό του και σ’ ολόκληρη τη Μεσσαρά. Με πολλά καλιμέντα, γινομέναΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…