Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

Ένα ακόμη μεσημέρι σε βρίσκει αλλιώς. Εδώ το λένε: «Τση Καλογράς τη στέρνα», κοντά στου Μπαγκάλη. Ο πύργος του ανεμόμυλου σακατεμένος από τους καιρούς σκουριάζει στο χώμα. Η ανάμνηση της παλιάς αίγλης αναμετράται με τη σκουριά. Παρέα με τα μελισσόχορτα και τους ήχους του παμπάλαιου νερού. Χαίρεσαι με την απλή ευχαρίστηση που σου προσφέρουν ο ήλιος, οι κορφές, ο κάμπος, η γνήσια ομορφιά μιας διαφορετικής καθημερινότητας, που αποδίδονται με ζωηρά χρώματα, ζωηρά και λαμπερά.

Η χαρά της ζωής, καθώς το φως προστίθεται στα γυμνά σου χέρια με μικρές κοφτές πινελιές, χωρίς τίποτε να σκιάζει τη φωτεινότητα και το μεγαλείο του, η χαρά της ζωής είναι εδώ. Τα πρόβατα του Φαζού, χορτασμένα έχουν σταλίσει κάτω από τους πρίνους. Ένα αρνάκι μόνο, με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό θα ξεκόψει από το κοπάδι. Αφήνει τη βαθιά σκιά και τρέχοντας προς το μέρος σου, σε γυροφέρνει με κάποια περιέργεια.

«Πιστεύγεις σε θεό ή κιαολιάς πράμα», ακούγεται η φωνή.

Ξέρεις πως το θρησκευτικό συναίσθημα είναι ένα χαρακτηριστικό αποκλειστικά του ανθρώπου. Τα ζώα αδιαμφισβήτητα αισθάνονται, αγαπούν, συγκινούνται, σκέφτονται, καταφέρνουν να επικοινωνούν με άλλους κώδικες γλώσσας, μα δεν είναι δυνατόν να μιλούν, και μάλιστα να διατυπώνουν τέτοιες ερωτήσεις…

«Πιστεύγεις σε θεό ή κιαολιάς πράμα», ακούγεται η φωνή, δεύτερη φορά πριν καλά – καλά προλάβεις να ολοκληρώσεις την απορία σου. Γελάς. Ανασαίνεις βαθιά. Σε κυκλώνει ο ήχος της φωνής. Κρατάς το σφυγμό σου. Ένα θρόισμα φτάνει για μια μόνο στιγμή. Σε πείραξε η ζέστη. Ταλαντεύεσαι πάνω από το νερό στην πέτρινη στέρνα. Τα κλαδιά της μηλιάς θαρρείς ζωντανεύουν μέσα στο νερό. Μεγαλώνουν, μικραίνουν, μια κοντά σου και μια χάνονται. Ακούς το τρίξιμο που κάνουν όταν σμίγουν μεταξύ τους. Γυρίζεις το βλέμμα στη μηλιά πάνω από τη στέρνα με τα κιτρινοπράσινα μήλα. Ούτε ένα φύλλο δεν κουνιέται. Απότομα το βλέμμα ξανά στο νερό. Όλα τα φύλλα χορεύουν. Και τα μήλα κόκκινα. Σίγουρα σε έχει πειράξει η ζέστη. Παίρνεις μια χούφτα νερό, βρέχεις το πρόσωπο.

Το αρνάκι σε πλησιάζει πιο κοντά. Η κόκκινη κορδέλα δεμένη σε φιόγκο. Το κοιτάζεις με καχυποψία. Σου γελάει… Μα τι είναι αυτά που λες… Τα ζώα δεν γελούν. Και όμως, αυτό το αρνάκι γελά με καλοσύνη…

Αθώες σκέψεις σε εκείνη τη μεσημεριανή ζέστη του Λασιθιώτικου κάμπου, ή μήπως…

Ο βοσκός θα σου λύσει την απορία. Πλησιάζει με την κατσούνα στους ώμους και τη βούργια στην πλάτη.

«Σάικα, εφαντάχτηκες», λέει με σιγουριά, κι εσύ θα το παραδεχτείς δείχνοντάς του με δυσπιστία το αρνάκι, που εκείνος δεν βλέπει.

Χαριτολογώντας θα συμπληρώσει: «Παπαδουλίζουνε πρέπει τα μάθια σου κοπελιά, το σημείο τόχει, μα δεν είναι κακό συναπάντημα, μήτε κακή περασά, μόνο αφρουκάσου ό,τι επόμεινε από την ιστορία τση Μαργίνας, τση καλογράς».

Επιμένεις να κοιτάζεις στην κατεύθυνση που κινείται το αρνάκι και από πιο μακριά συνεχίζεις ν’ ακούς την ίδια φωνή : «Πιστεύγεις σε θεό ή κιαολιάς πράμα» και τον ήχο του παμπάλαιου νερού, εκείνου που τρέχει παντού και μέσα σου.

Στην ασκιανιάδα τση μηλιάς θ’ αφρουκαστείς την ιστορία:

«Όντε(ν) ήρθανε οι Τούρκοι, την τελευταία φορά, αυτή κι αμοναχή τζης και να μην ξαναρθεί ετσά ώρα, εκάμανε μια περατζάδα γύρου – γύρου όλα τα χωριά και τα μετόχια και πέτρα δεν εφήκανε, πέτρα τη μια απάνω στην άλλη, και σπίτι να μην τ’ ανεγογυρέψουνε και να το διαγουμίσουνε με το χειρότερο τρόπο.

Εγκρεμίζανε, εκαίγανε, εσφάζανε, ατιμάζανε γυναίκες και τσι σύρνανε σου λέει απού τα μαλλιά κι απού τα βυζά και δεν ελογαριάζανε πράμα. Τέθοια όργητα και μάνητα είχανε.

Απήτις εφτάξανε σ’ ενούς παππά το σπίτι, επαδέ κάτω, στον Άγιο Χαράλαμπο, Γεροντομουρί το λέγανε τότεσας, αφού εσφάξανε στο σοφρά απάνω την παπαδιά ομπρός στα μάθια ντου, τον επιάσανε απού τα ψαρά γένια και τον επιλώθανε και ύστερα τον εσύρνανε όξω και εγυρεύγανε ντου, να μολοήσει πού είχενε χωσμένη τη θυγατέρα ντου, μα αυτός, τα ποδεινάζουντανε όλα και δεν εμολόγανε και δεν ήλεγε κι άλλο πράμα μόνο τούτηνιε την κουβέντα: «Πιστεύγεις σε θεό ή κιαολιάς πράμα». Ύστερα, αφού δεν εμολόγανε, τον εμπροσμουργιάσανε χάμε τσι χοχλάκους και πριν προλάβει να βγάλει μουγκρά του κόψανε πρώτα τη γλώσσα που δεν εμίλησε και μετά την κεφαλή.

Την παραμπρός αργατινή όμως, ο παππάς, καλός άθρωπος, εψυχανεμίζουντανε πρέπει ήντα ’θελε γενεί, και για να προστατέψει τη θυγατέρα ντου, την επήρενε και την ήφερε σε τούτονε το σημείο που είμαστε εδά και εμείς. Επαδά είχενε ένα κηπουλάκι και μέσα ένα πηγάιδι χτισμένο ξερολιθιά, πέντε – έξε μέτρα βάθος τότεσας.

Γροίκα εδά, να σου πω για τη Μαργίνα, την κόρη του παππά, που δεν ήτονε μόνο όμορφη, μα ήτονε και γραμματισμένη γιατί εκάτεχε όλα τ’ αλφαβητάρια και τα ψαλτήρια, που εκάτεχε και ο κύρης τζης. Μη θαρρείς πως στα λέω από δικού μου… Όι, εγώ την έχω θωρώντας την αποζαλή τζης σε τούτανε τα χωράφια κι αποδά και πέρα, μπορεί να τήνε θωρείς κι εσύ, μόνο νάχεις τ’ αμέντε σου.

Στη στράτα εκειά που πηγαίνανε, τος επάντηξε ένα μελίσσι, ετέ παραπέρα απόξω από την Παναγία τη Βιδιανή, και μια ήμπαινε ομπρός ντως, και μια τσι τύλιγε από πάνω ίσαμε κάτω, μα ένα σού λέει δεν εβρέθηκε να τσι βλάψει. Καλό σημάδι εσκέφτηκενε ο παππάς, ήκαμε τον σταυρό ντου, και ήδωκε θάρρος και τση θυγατέρας του.

Εκοντεύγανε να φτάξουνε στην ανεβάλλουσα στην κάτω μερά του χωράφου και ίσαμε εκεινιά την ώρα τση ορμήνευγε να μην πάει και κάνει κιαμιά ζαβάγρα και πάνε αφούρα οι κόποι ντως.

Μετά ήδεσε τη μακρά βουρλιά χαμηλά στη ρίζα τση μηλιάς, εφίλησέ ντη στο κούτελο, εφίλησέ ντου κι αυτή τη χέρα και πετούσανε τζομπιές – τζομπιές τα μάθια ντως τα δάκρυα, σαν να αποχαιρετιούντανε κι αφού εκρέμασε σταυρωτά στον ώμο τζης, το ντρουβά με τα θρουλιά του ψωμιού που τως είχανε πομείνει στο πιθάρι, «έχε την ευκή τσ’ ευκής μου» , είπενε ο παππάς, και ήπιασε τη βουρλιά και την εκατέβασε, όι στον πάτο στο πηγάιδι, μα σ’ ένα μικιό πατάρι πού ’κανε μιαολιά πια παραπάνω απ’ το νερό.»

Δεν σου κάνει καρδιά να τον διακόψεις. Σε ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή κι έχει τόση πίστη σε αυτά που σού λέει, που σε κάνει να ζηλεύεις αυτή την αγνότητα. Τα νερά τρέχουν, τα νερά μέσα σου, αναβλύζει η ψυχή της, της Μαργίνας…

«Πιστεύγεις σε θεό ή κιαολιάς πράμα, κοπελιά… » , επαναλαμβάνει κουνώντας το κεφάλι του, και σού προσφέρει το μισό καθαρισμένο αχλάδι και τη μποτίλια με τη ρακή να πιεις πρώτη. Δεν περιμένει να του απαντήσεις, περισσότερο ενδιαφέρεται να συνεχίσει τη διήγηση. Πίνεις στην υγειά του και του χαμογελάς με ευγνωμοσύνη. Είναι ωραίοι οι βοσκοί του Οροπεδίου!

«Δεκαοχτώ μερόνυχτα εξόμεινε μέσα στο πηγάιδι. Κάποιες φορές τη μέρα, δεν εθώριενε ουρανό, μόνο τσι μέλισσες που ήτονε όλες μαζί από πάνω τζης και εβουίζανε. Αυτή πάλι μήτε ανεμιγή δεν ήβγανε. Πολύς πόνος είχενε κατασταλάξει στην ψυχή τζης, μα ήκανε καερέτι να μην κατραμαριστεί πια πολύ και χάσει τα θάρρη τζης.

Μιαν αργατινή ήκουσε ένα αρνί να μπεμπερίζει και ετσά που εξάνοιξε προς τα πάνω εφανίστηκέ τζης, στη λαμπυρίδα τ’ άστρου, πως δεν ήτονε αρνί, μόνο ήτονε ο πατέρας τζης, απού εσίμωνε κατσά – κατσά, μα ως ήκαμε να του φωνιάξει τον ήχασε απού τα μάθια τζης και απόει εξανάκουγε το αρνί απ’ αλλάργο, μπεεε, μπεεε…

Κάθε ταχινή πάλι, ήβρισκε ένα κόκκινο μήλο δίπλα τζης. Εκάτεχε καλά πως δεν ήτονε εποχή από μήλα, κι ήβανε με τη γνώση τζης πως κάποια αγγελική δύναμη τήνε βοηθούσε για να ζήσει. Γι’ αυτό τό ’τρωγε σύφλουδο και μετά, με τ’ ανυχαλάκια τζης εκαθάριζε και τα κουκούτσια, τα μάσενε κι αυτά κι ήτονε πρικιά, και από μέσα τζης ήλεγε τα γράμματα τσ’ εκκλησάς, αυτά που εκάτεχε.

Τσι δεκαοχτώ μέρες, είχανε καταλαγιάσει οι σφαγές και οι φωθιές στο Λασίθι. Μια παραλοϊσμένη γρα επέρνανε απόπαε, πάρωρα ήτονε, και εκράθιενε ένα λύχνο αναφτό. Είδενε κι αυτή τ’ αρνί και ενώ ήδειχνε πως ήτανε σφαμένο, κι είχενε αίματα στο λαιμό, εμπεμπέριζε στην άκρα του πηγαδιού. «Μίστητί μου Κύριε κι εσοκουζουλάθηκα» , είπενε χιαρχιντισμένη κι εσωστάθηκε ένα ζάλο, από την κορφή του πηγαδιού.

Ως εκράθιε τον λύχνο ψηλά να μη σβήσει, ήπεσε μια καψιλήθρα μέσα στο πηγάιδι και κόλλησε απάνω στο μάγουλο τση κοπελιάς. Ετσά ξετρουμισμένη επετάχτηκε και ήρχιξε να φωνιάζει του κυρού τζης.

Η καψιλήθρα, ήτανε αφορμή, και η γρα εγίνηκε η αιτία και την ενέσυρε, ως κι ας μην είχε νέκαρα και την ήβγαλε απού το πηγάιδι. Τη βουρλιά την ήβρηκε αποκάτω από ’να σπασμένο πιθάρι που τόχε ματζαντούρα του μουλαριού ο παππάς στη δεξά μπάντα του κηπουλιού, τη φώτιση και τη δύναμη, τσή τά ’πεψε το μεγάλο αφεντικό από ψηλά.»

Δεν θέλεις να τελειώσει η ιστορία της Μαργίνας. Κοιτάζεις το βοσκό στα μάτια. Επιστρέφεις σ’ εκείνη την αθώα παιδική σου άγνοια. Απέναντι στην αγνή του παρουσία, θα καθρεφτίσεις τη δική σου χαμένη ψυχή. Ο βοσκός ανήκει σ’ εκείνους που αγάπησαν και προσευχήθηκαν για την αγάπη, σ’ εκείνους που μοιράστηκαν το ψωμί και τον ιδρώτα τους με τιμή, σ’ εκείνους που χωρίς δεύτερη σκέψη θ’ απαντούσαν και απαντούν στη φωνή «πιστεύγω στον Θεό…».

Μάτια καθαρά, αυτά που κρατούν την ομορφιά του Οροπεδίου, τις μακρινές ιστορίες και το φως. Κάτω απ’ το πουκάμισό του χτυπά μια παιδική καρδιά και στο φεύγα της αστραπής του ονείρου αρχίζει τις μαντινάδες.

Η Μαργίνα, θα μείνει στην καρδιά και στη σκέψη σου, εκείνη η όμορφη μοναχοθυγατέρα του παππά από το Γεροντομουρί, που αφού γλίτωσε την ατίμωση και τη σφαγή, έζησε μια μόνο νύχτα με τον Αντρώνη, τον βοσκό που αγάπησε και μετά έγινε καλόγρια.

Στο ζωστικό της, που ήταν μπλάβο, από την μέσα μεριά είχε κεντημένα με μπρισίμι δεκαοχτώ κόκκινα μήλα, ένα για κάθε νύχτα που είχε μείνει στο πηγάδι, ένα για κάθε χωριό του Οροπεδίου.

Κάθε φορά που ήταν να συμβεί ένα κακό, ανάλογα με το σε ποιο χωριό θα γινόταν, το ονοματισμένο μήλο πάνω στο ζωστικό έχανε το χρώμα του ή μαύριζε, κι εκείνη έτρεχε πότε να προλάβει και πότε να παρηγορήσει.

Την πρώτη φορά που έτρεξε, όσο και αν προσευχήθηκε, όσο και αν έταξε, δεν πρόλαβε. Χιλιάδες μικρές φλόγες έκαιγαν μυστικά την καρδιά της. Ίσα που μετάλαβε ένα φιλί, πριν κλείσει τα μάτια και σφραγίσει με κερί τα χείλη του αγαπημένου της. Δεκαοχτώ μερόνυχτα κρατούσε κακιά κι αμάχη με το θανατικό, με τον Χάρο, που λαχταρούσε άλλο ένα κορμί και πάλι αχόρταγος θα καρτερούσε ο Άδης. Είχε κακοφορμίσει μια πληγή από παλιό βόλι, αυτό ήτανε, από το ποτέ για πάντα του ανθρώπου, στο αύριο, μαζί για πάντα του θεού.

Λέξεις, όπως η ζωή και ο θάνατος, αυτές που ακούει κανείς κάθε μέρα για τη Μαργίνα έγιναν δρόμοι. Έτρεχε. Και σήμερα τρέχει, μόνο που δεν την βλέπει κανείς. Κάποιοι, τυχαίνει και βλέπουν την αποζαλή της στα χωράφια.

Τα χέρια της ποτέ σφιγμένα, ανοικτά σαν φτερούγες ν’ αγκαλιάσουν, απλωμένα να δώσουν. Ο καιρός της, όπως λένε δεν ήταν λίγος. Ένα απόβραδο, στα μάτια της χαράχτηκε μια άσβηστη χαρά και δεν ήταν άλλη από τη χαρά μιας καινούριας αρχής, εκεί που κανείς δεν τρέχει, εκεί που μπορεί να μην πηγαίνουμε όλοι μαζί, μα κάθε μέρα όλο και περισσότεροι φτάνουν, σ’ αυτή την μακρινή πολιτεία, την μεγαλύτερη από όλες, αυτή την πολιτεία του άλλου κόσμου. Ένας αέρας που είχε σηκωθεί μαστίγωνε τα κλαδιά στα δέντρα και το λάβαρο στην πόρτα του μοναστηριού. Μ’ εκείνον έφυγε…

Η Μαργίνα, έχτισε και τη στέρνα για να βρίσκουν νερό οι διαβάτες. Τα μελισσόχορτα φυτρώνουν πάντα στη θέση που ήταν εκείνο το πηγάδι και κάπου κάπου, ένα αρνάκι, όχι με αίματα στο λαιμό πια, αλλά με μια κόκκινη κορδέλα, έρχεται και ρωτά: «Πιστεύγεις σε θεό ή κιαολιάς πράμα,», η φωνή του παππά…

Τις νύχτες του καλοκαιριού, στο Οροπέδιο, χαμηλώνουν οι απένθητες φλόγες ως την καρδιά. Ακατασκεύαστη και σκοτεινή η αγάπη, σε τούτα τα νοηματισμένα βουνά, εσένα καλεί να γυρίσεις, να βρεις το νόημα του γενέθλιου τόπου μέσα σου. Η επανάκτηση των αναμνήσεων αποκτά άλλη αξία τώρα, μεγάλωσες, και δεν είναι αυτή η αναζήτηση μιας χαμένης εικόνας, όχι, τα παλιά σου ίχνη υπάρχουν για να δεις ξανά και ξανά τον τόπο σου με μιαν άλλη πιο δυνατή συγγένεια και οικειότητα.

Σε βρήκα, παρέα με τους αθώους, εκείνους που αγάπησαν τη γλώσσα που βύζαξαν, εκείνους που προσεύχονται με τις λέξεις που δεν λησμονήθηκαν και τη ρακή στον ουρανίσκο.

Μετρά η αγάπη τα βουνά, μετριέται κι η αγάπη, συλλαβιστά να μη ραγίσουν οι λέξεις. Το φιλί δικάζεις…

Κοιτάς ψηλά στις κορφές, θαρρείς κι ανάβουν όλες μαζί οι πικροδάφνες τ’ ουρανού σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, θαρρείς σε κάθε επιστροφή, ένα καινούριο ταξίδι σού τάζει ο ορίζοντας φτάνει να ξέρεις να περιμένεις, να κρατάς την ψυχή, πεταλούδα στις απλωμένες χούφτες. Αυτή τη φορά συλλαβίζοντας καλοκαίρια να ψιθυρίζεις ευχαριστώ…

Σαν να ήταν μοίρα, πάντοτε να φεύγεις και πάντοτε να επιστρέφεις. Αυτή τη φορά ήρθες για να βρεις τα συντρίμμια της παλιάς σου ζωής, ένα αλγεινό ταξίδι που, από όποιον δρόμο κι αν το επιχειρήσεις, πάλι νόστος, νόστος θα πεις ό,τι είναι…

[Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας» της Ζωής Δικταίου]

 

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργογραφία:

  • Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020

  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020

  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019

  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018

  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018

  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017

  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015

  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα

  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018

  • Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα

  • «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα

  • «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:138