Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Τα βούγια, του Εμμανουήλ Συμιανάκη

Αν κάποιος ζητήσει σήμερα να δει μια λασιώτικη αγελάδα, θα τη δει μόνο σε φωτογραφίες. Κάποτε όμως ο λασιώτικος παράδεισος ήταν γεμάτος από βούγια και κτήματα (γαϊδάρους και μουλάρια).

Με βάση τον αριθμό των 2.000 οικογενειών της Επαρχίας εικάζω ότι οι λασιώτες συντηρούσαν πάνω από 2.000 αγελάδες και άλλα τόσα κτήματα. Χώρια τα μουσκαράκια και τα πουλάρια.

Οι πιο παχιοί νοικοκύρηδες, σαν το Βρακουλά και τον Αναούλιο, έτρεφαν ασερνικό ζευγάρι, επειδή τα ασερνικά ζώα ήταν πιο δυνατά και ανθεκτικά. Για να είναι όμως πιο μπραγά (ήρεμα) και υπάκουα τα εμουνούχιζαν (ευνούχιζαν) Τα αμουνούχιστα ήταν πολύ ζωηρά και επικίνδυνα, αλλά χρήσιμα για την αναπαραγωγή των θηλυκών βουγιώ. Κάποιοι διέθεταν για το σκοπό αυτόν τον λεγόμενο ντανά, δηλαδή αμουνούχιστο ασερνικό και έπαιρναν ως αμοιβή τα λαστικά (γαστρωτικά) .

Αργότερα διοριζόταν ειδικός υπάλληλος -σπερματεγχυτής ο οποίος με ειδικό σφουγγαράκι εναπέθετε στη μήτρα της αγελάδας το σπέρμα των ασερνικών και επιτυγχανόταν η γονιμοποίηση.

Οι χωριανοί μας τον έλεγαν γαστρωτή και έχομε κάμποσα ευτράπελα. Κάποια γριούλα οδήγησε τον γαστρωτή στο στάβλο, για να γονιμοποιήσει την αιλά της. Φεύγοντας βιαστικά γιατί ενόμισε ότι θα προβεί σε πράξη σεξ ο υπάλληλος, του έδειξε ένα καρφί στον τοίχο και του είπε: εκειέ παιδί μου να κρεμάσεις το πατελόνι σου να μη λερωθεί!.

Ένας άλλος, έκαμε λάθος ψηφίζοντας και αντί το ψηφοδέλτιο έβαλε το χαρτί του γαστρωτή που έγραφε την ημερομηνία σύλληψης της αιλάς. Οι πιο φτενοί νοικοκύρηδες συντηρούσαν μιαν αγελάδα και ποτέ ασερνικό, γιατί επιθυμούσαν να προσπορίσουν χρήματα από την πώληση του μοσχαριού.

Μετά από 3 μήνες θηλασμού του νεογέννητου μόσχου ερχόταν ο Κασάπης και αγόραζε το μοσχαράκι, εκτός κι αν το κρατούσαν για αντικατάσταση της μάνας του. Σ’ αυτήν την περίπτωση πουλούσαν την αγελάδα και περιποιούνταν ιδιαίτερα το μοσχάρι για να γίνει ματζέτα και να εκπαιδευτεί στη άρωση ή τον βωλόσυρο.

Οι Λασιώτες, θέλεις από σεβασμό στα βούγια, θέλεις γιατί έβγαζαν χρήμα από την πώληση τους δεν έτρωγαν βοδινό κρέας. Ποτέ δεν είδα βοδινό προς πώληση! Μόνο ως φοιτητής και όταν διορίστηκα στο Μοχό έτρωγα βοδινό. Στο Μοχό οι κασάπηδες Παπαδερός και Χρονάκης έσφαζαν και πουλούσαν τα λασιώτικα βοδια και μουσκαράκια.

Την ίδια δουλειά έκανε για τη Χερσόνησο ο Μηνάς και ο γιος του ο Γιάννης

Όσοι είχαν μιαν αγελάδα βρίσκανε κάποιο του σαρικιού τους και συζεύτανε, μοιράζοντας τις μέρες για τη χρήση του ζευγαριού, συνήθως είχαν την ίδια περιουσία και τα ίδια «πιστεύω».

Μερικοί είχαν ζευγάρι με το οποίο έκαναν ζευγαρικά σε κείνους που δεν είχαν βούγια. Η δουλειά ήταν από ήλιο σε ήλιο 100 έως 150 δραχμές συν φαγοπιοτούρα του ζευγά.

Το μεσημέρι σταματούσε την άρωση, για να πάρουν ανάσες τα ζώα βόσκοντας στην παραβολή του ιδιοκτήτη. Η απέναντι όχθη της βάγκας ανήκε στο γείτονα και οι δραγάτες κατάγγελναν τους παραβάτες.

Αν ο ζευγάς ήταν τυχερός και δεν έσπαγε κάτι από ζυγό και αλέτρι έβγαζε το μεροκάματο του. Αν όμως το υνί έβρισκε καμιά ρίζα δέντρου, πάθαινε ζημιά και δεν έφτανε το μεροκάματο για αποκατάσταση της. Συνήθως έσπαγε το ποδάρι του αλετριού, το σταβάρι, η ακοσταβαρά και ο ζυγός. Όταν έσπαζε ο ζυγός, το ένα βόδι τραβούσε με το μισό ζυγό προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω!

Ένας ζευγάς, πιο βούι από τα βούγια του, καυχιόταν: εγώ που θωρείτε κάνω 500 ζευγαρικά το χρόνο, αγνοώντας ότι ο χρόνος έχει 365 μέρες μόνο. Εκτός κι αν έκανε και τη νύκτα.

Τα βούγια ήταν πολύ χρήσιμα ζώα, αλλά και απαιτητικά στο φαί. Αλίμονο στο ζευγά που δεν είχε άχυρα να τα ξεχειμωνιάσει! Πολλοί έκαναν μεροκάματα και ελάμβαναν ως αμοιβή μόνο άχυρα.

Για την ενίσχυση της τροφής τους έβρεχαν σε ειδικό πήλινο σκεύος-βρασκί το λέγανε- ρόβι για να μαλακώσει και το φάνε τα ζούμπερα. Πριν από το όργωμά, σηκωνόταν νύκτα οι ιδιοκτήτες για να ζευγαροταίσουν.

Όσοι δεν τάιζαν επαρκώς το βόδια φαινόταν από μακριά, γιατί έμπαιναν μέσα τα λαγκόνια τους και προεξείχαν τα κόκαλα τους.

Πολλά θα μπορούσα να γράψω γι’ αυτά τα ευλογημένα ζώα, στα οποία οφείλομε το ζην!

.

Εμμανουήλ Συμιανάκης

καθηγητής φιλόλογος

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:63