Χρόνος ανάγνωσης περίπου:5 λεπτά

Γυναίκα και μουσική | από την αντζέντα για το 2023 της ΟΓΕ

 


Μουσική. Ένα είδος τέχνης που προσφέρει ανυπέρβλητη αισθητική συγκίνηση στον ακροατή. Η καλλιτεχνική γλώσσα της μουσικής, σε σύγκριση με άλλα είδη τέχνης, είναι ολότελα ιδιόμορφη. Ωστόσο, όλα τα ανθρώπινα βιώματα και οι ιδέες βρίσκουν σε αυτή την πιο καθάρια, την πιο συγκινητική ενσάρκωσή τους. Η μουσική αναπτύσσει τον άνθρωπο κοινωνικά, αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα, αλλά και τη σχέση του με αυτή.

Με αφετηρία κάθε είδους μουσικά έργα, η ατζέντα της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας για το 2023 επιχειρεί και πάλι μια ελεύθερη κατάδυση στην κοινωνική θέση των γυναικών στον τόπο και το χρόνο. Η επιλογή αυτών των έργων έγινε με κριτήριο τη συμβολή τους στην αποκάλυψη και νέων σταθμών στο συνεχιζόμενο ταξίδι μας.

Το ταξίδι (Μάνος Χατζιδάκις, Νίκος Γκάτσος)

Οι γυναίκες ποτέ δεν αποτέλεσαν μόνο αντικείμενα αλλά και υποκείμενα της τέχνης. Παρά τα εμπόδια που αντιμετώπισαν, υπήρξαν γυναίκες που ξέφυγαν από τον παθητικό ρόλο της μούσας και διέπρεψαν, αν και σαφώς λιγότερες από τους άνδρες, ως δημιουργοί.

Γνωρίζουμε ήδη πως υπήρχαν γυναίκες μουσικοί στην αρχαία Ελλάδα παρότι, στην αρχαιότητα, ο κόσμος της μουσικής είναι ουσιαστικά ένας κόσμος ανδρών. Κατά κανόνα, στην κλασική και ελληνιστική Ελλάδα μια αξιοσέβαστη γυναίκα δεν έκανε επάγγελμά της τη μουσική. Οι γυναίκες που κέρδιζαν τη ζωή τους παίζοντας αυλό και έγχορδα όργανα ήταν εταίρες, που πρόσφεραν διασκέδαση στα συμπόσια ή στις γιορτές που συγκέντρωναν άντρες, με μισθό. Ωστόσο, οι επιγραφές έχουν διασώσει τα ονόματα της Κλεινούς και της Πολυγνώτας, που δεν ήταν εταίρες και φαίνεται να παρουσιάστηκαν στους ιερούς αγώνες, αλλά όχι της κλασικής εποχής. Η συμμετοχή τους τοποθετείται ανάμεσα στον 2ο π. Χ. και στον 1ο μ. Χ. αιώνα. Πολύ γνωστό είναι και το όνομα της Αργείας ποιήτριας Τελέσιλλας που άφησε ένα ίχνος τόσο για την ποιότητα των φωνητικών της συνθέσεων, όσο και για το θάρρος της.

Δύσκολα θα ανακαλούσαμε στη μνήμη μας μια γυναίκα συνθέτη στους μεσαιωνικούς χρόνους. Μπορούμε ευκολότερα να φανταστούμε μια πυργοδέσποινα να διασκεδάζει παίζοντας ένα όργανο για δική της ευχαρίστηση. Εξάλλου, η ασχολία αυτή απαιτούσε χρόνο, εκπαίδευση, συναίνεση και οικονομική επιφάνεια. Η εξάρτηση και η υποβαθμισμένη κοινωνική θέση των γυναικών σε όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες που γνώρισε η ανθρωπότητα ως τον 20ο αιώνα δεν επέτρεψε παρά μόνο στις γυναίκες ορισμένων τάξεων να αποκτήσουν, έστω και με μεγάλες δυσκολίες, την ιδιότητα του μη ερασιτέχνη μουσικού.

Hildegard von Bingen

Tο μεσαιωνικό μοναστήρι δεν ήταν η χειρότερη προοπτική για τις γυναίκες. Από τα τέλη του 13ου αιώνα, ο αριθμός των μοναστηριών στη Δυτική Ευρώπη πολλαπλασιάστηκε εκπληκτικά. Ήταν σίγουρα καταφύγια για τις μόνες και ανυπεράσπιστες γυναίκες, είτε χωριάτισσες ήταν είτε αστές. Εκεί κατέφευγαν για να προστατευτούν από τη φτώχεια και την απανθρωπιά της άρχουσας τάξης. Το ίδιο και οι γυναίκες των ανώτερων τάξεων, που πάσχιζαν να γλιτώσουν από το δεσποτισμό του άντρα ή του πατέρα τους, ενώ παράλληλα μπορούσαν να μελετήσουν και να καλλιεργήσουν πνευματικά τον εαυτό τους.

Στα πλαίσια αυτά, λαμπρό παράδειγμα αποτελεί η γερμανίδα μοναχή Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν, που έζησε από το 1098 ως το 1179. Φιλόσοφος, συγγραφέας, αλλά και συνθέτης, υπέγραψε 77 εκκλησιαστικούς ύμνους, ένα θρησκευτικό θεατρικό έργο με μουσική, αλλά και τα παλαιότερα σωζόμενα ιντερλούδια. Με εξαιρετικά πρωτότυπους στίχους και μελωδίες, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που κατά τον 12ο αιώνα συνέθεσε με ελεύθερο στίχο. Η μουσική της θεωρία στηρίχθηκε στα μαθηματικά και ήταν χαρακτηριστική της γοτθικής τεχνοτροπίας. Σαν ηγουμένη δεν δίστασε να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα του ανώτερου κλήρου, δείχνοντας μηδενική ανοχή στη συμπεριφορά ανώτερων ιερέων που ζούσαν μέσα σε προκλητικό πλούτο. Έγραψε για τη γυναικεία σεξουαλικότητα με τρόπο απλό, χωρίς τις δεισιδαιμονίες, παρανοήσεις και τον θεολογικό συντηρητισμό που χαρακτήριζαν ανάλογα κείμενα της εποχής. Κατηγορήθηκε ότι δεχόταν στο μοναστήρι όχι μόνο ευγενείς αλλά και απλές φτωχές γυναίκες. Απάντησε πως η ιεραρχία είναι θέμα των ανθρώπων και όχι του θεού. Το 1178 το μοναστήρι της αφορίστηκε, με συνέπεια –μεταξύ άλλων– την απαγόρευση της ψαλμωδίας κατά την διάρκεια της λειτουργίας. Πέθανε έξι μήνες μετά την άρση του αφορισμού.

Beatriz de Dia

Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες της ανώτερης τάξης αποτελούσαν αντικείμενο σεβασμού για τους ιππότες, ενώ οι τροβαδούροι εξυμνούσαν τις αρετές τους. Μα ούτε αυτές ξέφευγαν από την υποτίμηση, όπως μας λέει μια γυναίκα τροβαδούρος του 12ου αιώνα, η κοντέσα Βεατρίκη ντε Ντία, της οποίας μία από τις συνθέσεις ακούσαμε. Ένας ιππότης που αγάπησα, η φτωχή / μου κομμάτιασε τη δόλια μου καρδιά. / Ας μάθει ο κόσμος για πάντα, πως τρελά / με λαχτάρα τον επόθησα κρυφή. / Μα αυτός μ’ άφησε, γιατί έρωτα σωστό / δεν του χάρισα, όπως έλεγε, ποτές. / Κι όμως τρέλες έχω κάμει ερωτικές, / στο κρεβάτι ή και ντυμένη, ένα σωρό. Ο παράφορος αυτός έρωτας προοριζόταν για ένα μέτριο τροβαδούρο, τον Ρεμπό ντ’ Οράνζ ο οποίος, αφού μάλλον τη βαρέθηκε, την παράτησε στα κρύα του λουτρού. Οι απόψεις του φαίνονται από ένα ποίημά του με τίτλο «Πώς πρέπει να φερνόμαστε στις γυναίκες για να τις καταχτούμε»: …να τους μιλάμε με κακόν τρόπο, όταν και αυτές μας συμπεριφέρονται άσχημα και όταν το παρακάνουν, να τους κατεβάζουμε μια γερή γροθιά στη μούρη και, γενικά, να είμαστε σκληροί μ’ αυτές  δέρνοντάς τες αλύπητα…

Αλήθεια, πώς ήταν η ζωή των μεσαιωνικών γυναικών;

Η φτώχεια είχε αρκετά τραγικά πρόσωπα στη μεσαιωνική Ευρώπη και μπόλικη δόση εκμετάλλευσης. Η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των γυναικών κατείχε περίοπτη θέση στην ατζέντα των «προμηθευτών εργασίας». Ο Crestien de Troyes, που έζησε από το 1160 ως το 1191, Γάλλος ποιητής και τροβαδούρος του Βορρά, στο μυθιστόρημά του Yvain, Ο Ιππότης του Λέοντος, περιλαμβάνει και τη διαμαρτυρία των εργατριών του μεταξιού, στο μεσαιωνικό άσμα Chanson de la chemise, Το τραγούδι του πουκάμισου. «Πάντοτε μεταξένια υφάσματα θα υφαίνουμε / αλλά εμείς δεν θα ’μαστε καλύτερα ντυμένες. / Πάντα φτωχές και γυμνές θα ’μαστε / και πάντα πείνα – δίψα θα υποφέρουμε. / Ποτέ δεν θα κερδίσουμε όσα χρειάζονται / καλύτερα λιγάκι να τραφούμε. / Ψωμάκι σκέτο έχουμε, χωρίς ν’ αλλάζει / φτωχό το πρωινό, φτωχότερο το βράδυ.»

Στην πόλη, όπως και στο χωριό, το σημαντικό κοινωνικό κέντρο ήταν η ταβέρνα. Κατά κανόνα πρόκειται για «κοινή» ταβέρνα, που ανήκε στον άρχοντα. Με δεδομένο ότι το κρασί ή η μπύρα που έπιναν εκεί παρέχονταν ή φορολογούνταν από τον ίδιο, εκείνος παρότρυνε τους υποτελείς του να την επισκέπτονται. Αντίθετα, ο ιερέας αποδοκίμαζε (αλλά όχι πάντα) αυτό το «κέντρο της ακολασίας», όπου τα τυχερά παιχνίδια και το μεθύσι ήταν ελεύθερα, γιατί ανταγωνιζόταν τις ενοριακές συγκεντρώσεις, τα κηρύγματα και τις θρησκευτικές λειτουργίες.

Και οι άντρες και οι γυναίκες σύχναζαν στην ταβέρνα. Στη μεσαιωνική Αγγλία, «ταβέρνα» μπορούσε να είναι και το σπίτι ενός γείτονα που είχε πρόσφατα παρασκευάσει μια παρτίδα μπύρα φθηνή, στην καθιερωμένη τιμή της μιας δεκάρας για τρία γαλόνια. Η παρασκευή της μπύρας ήταν μια τόσο διαδεδομένη οικοτεχνία του χωριού που σχεδόν δεν υπήρχαν επαγγελματίες. Κάθε χωριό όχι μόνο είχε τους ζυθοποιούς του, αλλά τους είχε κι από τις δυο μεριές του δρόμου. Οι περισσότεροι ήταν γυναίκες! Χρειαζόταν κάποιος εξοπλισμός, κυρίως ένα μεγάλο καζάνι, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τις φτωχές γυναίκες να εξασκήσουν τη ζυθοποιία. Και τα 23 άτομα που κατηγορήθηκαν από τους γευσιγνώστες του χωριού Έλτον το 1279 ήταν γυναίκες. Επτά έλαβαν χάρη λόγω της μεγάλης τους φτώχειας.

Ακολουθεί συνέχεια…

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:193