Η τραπεζαρία μας | της Άννας Τακάκη
Το τραπέζι της κουζίνας είναι αναμφίβολα το πιο σπουδαίο σε καθημερινότητα έπιπλο του σπιτιού μας. Εκεί θα πάρουμε το πρωινό, θα πιούμε τον καφέ ή το γάλα, θα φάμε μεσημεριανό και βραδινό. Εκεί σμίγει όλη η οικογένεια. Πάνω εκεί ακόμη η νοικοκυρά θα προετοιμάσει το φαγητό, θα παρασκευάσει τις πίτες ή τα γλυκά της, θα πλάσει τα κουλουράκια, τα τσουρέκια, κι άλλα αρτοποιήματα.
Το τραπέζι στο πατρικό μου ήταν τετράγωνο, ξύλινο, με ιδιαίτερη λεπτομέρεια στα πόδια και στα πλαϊνά, έργο του πιδέξιου μαραγκού του μπάρμπα-Μανώλη. Αργότερα αντικαταστάθηκε με ένα κάπως μεγαλύτερο μακρόστενο με ξύλινα πόδια και φορμάικα στην επιφάνεια, χρώματος πράσινου λαχανί. Έτσι για να μας ανοίγει η όρεξη. Το τραπέζι με τις ψάθινες καρέκλες και μια πιατοθήκη της εποχής ήταν τα μοναδικά έπιπλα που είχαμε στην κουζίνα η οποία ήταν και τραπεζαρία μαζί, καθώς δεν υπήρχε δεύτερο τραπέζι σε χωριστό δωμάτιο. Πάνω εκεί διαβάζαμε τα παιδιά, εκεί έτρωγε όλη η οικογένεια τα μεσημέρια και τα βράδια, με τη λάμπα πετρελαίου περιχαρής στο κέντρο του. Εκεί γινόταν κάθε είδους τραπεζώματος. Σ’ αυτό το τραπέζι συντρώγαμε με φιλοξενούμενους, γύρω απ’ αυτό γινόταν και οι ονομαστικές εορτές. Τότε η μάνα μου έβαζε ένα ωραίο τραπεζομάντηλο κι ακουμπούσε τα λογής λογής μεζεδάκια και ποτά για να κεράσει την παρέα με τα βιολιά και τις κιθάρες που ερχόταν κάθε χρόνο τ’ Αι Γιωργιού να ευχηθούν για τον πατέρα μου. Σ’ αυτό το τραπέζι καθόταν ο περαστικός, ο χωριανός, ή ο ξενοχωριανός να κεραστεί μια τσικουδιά ή ένα κρασί. Σ’ αυτό καθόταν και η γειτόνισσα, να πιει το καφεδάκι και να φάει το γλυκό της.
Πραγματικά αν αυτό το τραπέζι είχε αυτιά ν’ ακούσει και στόμα να μιλήσει θα ’χε πολλά να πει, τόσα χρόνια!
Ήμουν παιδί ακόμη στο δημοτικό. Θυμάμαι τον γείτονά μας τον Γιαννιό, πού όποτε έπινε το κρασάκι ή το κρακάκι, που τον κερνούσε η μάνα, μου ’λεγε πάντα σηκώνοντας το ποτηράκι του: Στη χαρά σου, Αννάκι!
-Ποια να ήταν αυτή η χαρά μου; Ρωτούσα τη μάνα. Πραγματικά δεν ήξερα. Κι αυτή μου έλεγε πως είναι ευχή του γάμου. Να παντρευτώ και να είμαι χαρούμενη στο γάμο μου. Τα χρόνια εκείνα για τις κοπελιές προτεραιότητα είχε ένας καλός γάμος.
Αργότερα όταν ήμουν πια στο Γυμνάσιο αποκτήσαμε ένα μεγάλο μακρόστενο τραπέζι με καρέκλες και μια κανονική τραπεζαρία – σάλα που είχε επιπλέον μια σερβάντα κι έναν καναπέ. Το σπουδαιότερο ότι είχαμε πια και ηλεκτρικό φως. Καθώς όλα εξελίσσονται για τις ανάγκες της καθημερινότητας, το σπίτι μας μεγάλωσε με ένα επιπλέον δωμάτιο αρκετά μεγάλο για να χωρούν λίγοι και πολλοί.
Τις γιορτάδες η μάνα μου έστρωνε πια το μεγάλο τραπέζι. Τώρα είχαμε μια επίσημη τραπεζαρία για τις ονομαστικές εορτές και για τις γιορτές του χρόνου. Αλλά και έναν πιο μεγάλο χώρο για τους φιλοξενούμενους συγγενείς και φίλους, που ερχόταν από διάφορα μέρη και για τους Αυστραλούς, αδέλφια κι ανίψια του πατέρα μου που ερχόταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι.
Στη μεγάλη πια τραπεζαρία μας το μεσημεριανό ή το δείπνο, όπου συνέτρωγαν πολλά άτομα της οικογένειας τις χρονιάρες μέρες ήταν μια γιορτή. Όπως γιορτή ήταν και οι συναντήσεις γύρω από αυτό το τραπέζι με αγαπημένα πρόσωπα που έλλειπαν. Οι μικρές ιστορίες, οι ευχές, τα τσουγκρίσματα, το ωραίο παραδοσιακό φαγητό από την μερακλίνα μάνα μου, ήταν μια μεγάλη γιορτή. Μια πραγματική γιορτή που πολύ μου έχει λείψει.
Άννα Τακάκη