Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Ώφου κι άχι… | του Αντώνη Κουκλινού


Δε γατέχει γράμματα… ίσα ίσα γράφει τ’ όνομά ντου κι αυτό πολλές φορές το μπερδένει κι αντίς να γράψει Στάθης, το γράφει Στάφης.

Κι ανε ντου κάμει κιανείς τη παρατήρηση γελά και του κάνει…

-Αλάησή σου δα!!!

-Πως ήκαμα τη γραμμή τα ίσα κάτω, δε θα με ξαναβαφτήσουνε κιόλας;..

-Εμένα με λένε Στάθη, όπως κια ντο γράψω!!!

Στο καφενείο κάθετε και μετρά τσοι χάντρες του κομπολογιού, σάμε να του σάσει το (γ)καφέ ο καφετζής.

Γροικά στο χαζοκούτι να βαταλούνε πρωινιάτικα οι ξερόλες και φαώνουνται ωσά τζοι σκύλους.

Ξανοίγει και μονολογά… ώφου κι άχι!..

Σιμώνει με το δίσκο να ’φήσει το φλιτζάνι με το ποτήρι μπροστά ντου ο καφετζής και γυρίζει τη κεφαλή ντου στη τηλεόραση…

-Το άσπρο κάνουνε μαύρο πάλι οι κερατάδες ανάλεμά τζοι, κρίμας τα γράμματα απού σπουδάξανε!..

-Ντα ετονά ναι μόνο μπρε καφετζή!..

-Εγώ ’μαι αγράμματος μα τάξε πως έχω πλια πολύ μνυαλό από ετούτουσές τσοι λιμοκοντόρους!..

-Άστα αξεκαθάριστα Στάθη… πχιε το (γ)καφέ να μη κρυγιώσει κι εγώ να σου πω…

-Όντε θωρείς καφετζή πέντε νομάτους να κουβεδιάζουνε και να μη ντα βρίχνουνε, ήντα κοντώ περιμένεις προκοπή σε τούτονε το ντόπο;

-Επίτηδες τα κάνουνε αυτοί μας-ε παίζουνε για να γεμίζουνε τσοι τσέπες τως λεφτά απού τρώνε και με τσοι τέσσερεις μασέλες.

-Κλείσετηνε να πάει στο Δαίμονα, μπας και ξεπονέσει η κεφαλή μας!

Είπχιενε μνια ρουφχιά καφέ και ξαναπχιάνει το κομπολόι…

Απάνω στη (ν)ώρα ήρθενε η καφετζίνα για να διαρμιστεί και μολαίρνει όξω ο καφετζής.

-Είπχιες το (γ)καφέ σου Στάθη;

-Πάει αυτός γιάντα με ρωτάς;

-Άιντες να γείρομε τα ίσα κάτω, ώθε τη (μ)ποταμίδα μου, απού θα (ν)έχει αβρωνιές ωσά ντο δαχτύλι μου στο χόντρος και σάικα θα βρούμενε και ασφαράγγια!..

-Να σου κλουθώ θέλει μρε Αντρίκο λόγω τιμής εξεταλάγιασές με!..

-Στάσου να βάλω τη (μ)ποδία, να σου φέρω κι εσένα μνια.

Εγείρανε τα ίσα πέρα κι απής εποκολώσανε απού το χωργιό, άνοιξε τ’ αμάτι ντως…

Με τσοι τελευταίες βροχές εγενίκανε οι γ’ ελιές ωσά τζοι βασιλικούς και θωρείς μνια πρασινάδα τα χωράφχια, απού ’χουνε ένα μπόι τα χόρτα.

Γελά ο Στάθης και ξανοίγει το καφετζή…

-Ώωω ανάλεμά το μπρε Αντρίκο να μη (ν)ήμαστονε γαϊδάροι να μπούμενε σ’ εκειονέ το χωράφι να τη (γ)κάμομε ταράτσα στα χόρτα!!!

Γελά ο Καφετζής και του απαντά…

-Κι απός ’θελα κάνομε καβαλίνες να κοπρίσομε το σόχωρο!!!

Γελούνε δρόμο δρόμο σάμε να φτάξουνε στο ποταμό και πχιάσει ο γης τη μνια (μ)πάντα κι ο άλλος τη (ν)άλλη.

-Στάθη ντρέτα ίσα κάτω τη γυροποταμίδα θα πχιάσομε, σάμε να φτάξομε στη καμάρα!..

-Καλά όπχοιος φτάξει πρώτος θ’ ανημένει το (ν)άλλο.

Πλούσιος τόπος όπου τρέχει το νερό.

Θεόρατοι Πλάτανοι σε ούλη τη γυροποταμίδα και οι αβρωνιές να στέκουνε ολόρθες ανάμεσα στσοι βάτους.

Ο καφετζής πλια ασβέλτος, τσοι σέρνει μνια μνια με τη κατσούνα κοντά ντου να μη ντου καρφώξουνε τα’ αγκάθια απού τσοι βάτους!..

Πλια κάτω στη (ν)ανεδιάδα, εμήκενε σ’ ένα χωράφι και κόβγει δυο μεγάλα μάτσα βρουβάσταχα και ήκαμε τίγκα τη (μ)ποδιά.

Σε μνια ολιά γροικά το Στάθη να κοντοφτάνει τη καμάρα και να σφυρολογά.

-Ήντα ’πόκαμες ήβρηκες πράμα;

-Ωωωω τσοι παντέρμες Αβρωνιές σα ντο δαχτύλι μου στο χόντρος είναι, να κάμω θέλει τη μαγεργιά μου σήμερο!..

-Έλα ωθέ (μ)παε… σίμωσε να ιδείς βρουβάσταχα να κουζουλαθείς!..

-Καλή την-ε βγάλαμενε σήμερο μπρε φίλε λόγω τιμής.

Ήκοψε κι αυτός όσα ήβανε η ποδία ντου και καθίζουνε σ’ ένα χαρακάκι να κάμουνε τσιγάρο.

-Ωωω τη (μ)παντέρμη εποχή απού σα θέλει, βρίχνει κιανείς τη μαγεργιά ντου στο λεφτό.

-Θωρώντας τσοι ’χα εδά και δυο τρεις μέρες κι ’λεγα ναι μρε και να προλάβω θέλει να μη τζοι γυρέψουνε και σήμερο τσοι πετύχαμε!..

-Ίδια σήμερο θα τσοι βάλω στο τηγάνι με τα κρομύδια… να ’σαι καλά μπρε Καφετζή απού μου τόπες και αύριο τα βρουβάσταχα με δυο τρία χλωροκούκια μέσα, θα ναι ότι πρέπει…άνε περάσει και ο ψαράς, δε σου λέω πράμα!..

Καθούμενοι στο χαρακάκι ρεμβάζουνε τη ν’ ομορφχιά του κόσμου.

Απίς εσηκωθήκανε να γύρουνε τα ίσα πάνω για το χωργιό, δίδει τη κατσούνα του Στάθη ο Καφετζής.

-Πάρε τη κατσούνα γιατί ’σαι πλια σιτεμένος από του λόγου μου, να σ’ ανεβαστά στη (ν)ανηφόρα!..

Γελά και την-ε πχιάνει στη χέρα ντου.

-Κατέχεις ήντα θυμήθηκα εδά μπρέ Αντρίκο με τη κατσούνα; Το συγχωρεμένο το (ν)αφέντη σου, ο Θεός να του συγχωρέσει, απού ’θελα ζυγώνει το πρόβατο και με μνια (ν)ασκελιά το ’χενε κατσουνισμένο απού το λαιμό.

-Ο Θεός να του σγχωρέσει κιόλας μα ήτονε ασβέλτος άντρας ο κύρη μου!..

Σα (ν)εσοπατήσανε το χωργιό, γροικά το μεγάφωνο του ψαρά να βαταλαλεί, για φρέσκα ψάργια.

-Να ήντα σούλεγα προλίγου Αντρίκο… εδά θα πάρω ψάρι να την-ε κάμωμε πατητήρι ταχιτέρου με τα βρουβάσταχα!..

Άλλη μνια μέρα στο χωργιό… στη φύση… στην ελευθερία που σου προσφέρει ο τόπος που αναθράφηκες.

Άλλη μνια μέρα στη πραγματική ζωή, χωρίς εξαιρέσεις και μαλιχουλέδες.

Σε τόπο που ο καθένας γνωρίζει τα όρια ντου σάμε που φτάνουνε και συμπεριφέρεται ανάλογα.

Δύσκολοι καιροί για όμορφες σκέψεις!..

Οι αθρώποι αλλάξανε συμπεριφορά, και τως-ε φταίνε ούλοι και ούλα.

Λες και η ζωή μας ίσαμε δα, ήτονε ένα κακοχτισμένο χτίρι και ντακάραμε να γκρεμίζομε ότι χτίσαμε από τα θεμέλια.

Καινούργιοι εργολάβοι αναλάβανε να ξηλώσουνε τα ήθη και τα έθιμα απού κατέχαμε ίσαμε δα… αυτά που διδαχτήκαμε… αυτά που μάθαμε στα κοπέλια μας.

Άνε τολμήσεις και πεις εδά τη γνώμη σου δημόσια, εψηφίσανε νόμο, να σε μπουζουργιάζουνε στη ψειρού, για να μη ξανασηκώσεις ανάστημα!..

Εκειά απού δεν χωρούνε ούλες ετούτες σας οι ανεμνιές τω (ν)αθρώπω, είναι στα έργα του Θεού.

Όσο τ’ ανέφαλο θα βρέχει, ο ποταμός θα τρέχει νερό και οι αβρωνιές θα πετούνε τσ’ αποκλαμούς ανάμεσα στσοι βάτους και τα βρουβάσταχα θα φυτρώνουνε ελεύθερα όπου θα πέσει ο σπόρος.

Ο σπόρος τση δημιουργίας Του… και όχι τση διχόνοιας τω μπαταχτσήδω…

Αντώνης Κουκλινός


Ο Αντώνης Κουκλινός γεννήθηκε στη Γρηγοριά του Δήμου Τυμπακίου. Το τρίτο από τα επτά παιδιά του Μιχάλη και της Βασιλικής Κουκλινού. Έβγαλε το δημοτικό σχολείο και μετέπειτα η ζωή του είναι πλούσια σε εμπειρίες και ταξίδια. Πήγε στα καράβια μέχρι τη στρατιωτική θητεία και μετέπειτα παντρεύτηκε τη Μαρία Νικολιδάκη από το Αντισκάρι Μοιρών και απέκτησαν δύο κόρες τη Βασιλική και τη Στυλιανή που στη πορεία μέχρι σήμερα η οικογένεια μεγάλωσε με έξι εγγόνια. Από το 1980 για μια εικοσιπενταετία, ασχολήθηκε ενεργά με τη μουσική με πολλές συνεργασίες και ταξίδια σε όλη την Ελλάδα, ενώ παράλληλα η αγαπημένη του συνήθεια είναι η γραφή.

Βιοποριστικά ασχολείται με τη φωτογραφία και το βίντεο. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να καταγράφει μοναδικές στιγμές από τη Κρητική κουλτούρα, συμμετέχοντας σε παρέες με το λαούτο και τη κάμερα. Όλο αυτό το υλικό έχει την ευκαιρία ο κόσμος να το παρακολουθεί μέσα από το διαδίκτυο, στο κανάλι του Αντώνη Κουκλινού. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Όσα έχω πει» με μαντινάδες κυκλοφόρησε το 2014, παράλληλα έγραφε στίχους και μουσική για τη δισκογραφία του. Το 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος από τις «Μουσικές μου πεθυμιές» και το 2018 το δεύτερο μέρος, με τραγούδια που έχουν συμμετοχή καταξιωμένοι καλλιτέχνες.

Το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Ανεστορούμαι… να σας πω…» κυκλοφόρησε το 2023 από την «Σβούρα εκδοτική». Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του, ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει με τα μάθια τση ψυχής του Αντώνη και να γνωρίσει μια άλλη Κρήτη. Μια Κρήτη που χάνεται.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:325